Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » Καρδιοαναπνευστική Ανακοπή – Παράγοντες που επηρεάζουν τη λήψη της απόφασης έναρξης και διακοπής της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης σε επαγγελματίες υγείας (Μέρος Δεύτερο)

Καρδιοαναπνευστική Ανακοπή – Παράγοντες που επηρεάζουν τη λήψη της απόφασης έναρξης και διακοπής της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης σε επαγγελματίες υγείας (Μέρος Δεύτερο)

1.1. Εισαγωγικά στοιχεία
Η καρδιακή ανακοπή, γνωστή και ως καρδιοαναπνευστική ανακοπή ή κυκλοφορική ανακοπή, είναι μια ξαφνική στάση στην αποτελεσματική κυκλοφορία του αίματος που οφείλεται στην αποτυχία της καρδιάς να συσταλεί αποτελεσματικά ή και καθόλου. Το ιατρικό προσωπικό συχνά αναφέρεται στην καρδιακή ανακοπή ως
αιφνίδια καρδιακή ανακοπή (ΑΚΑ) (Matos, et al, 2013).

Η καρδιακή ανακοπή είναι διαφορετική από το έμφραγμα του μυοκαρδίου (αν και μπορεί να προκληθεί από αυτό), που είναι επίσης γνωστό ως καρδιακή προσβολή, όπου εμφανίζεται μειωμένη ροή αίματος στον μυ της καρδιάς. Είναι διαφορετική από την συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, όπου η κυκλοφορία του αίματος είναι υποβαθμισμένη, αλλά η καρδιά εξακολουθεί να αντλεί αρκετό αίμα για να διατηρήσει τον άνθρωπο στη ζωή (Sayre, et al, 2008).

Η ανακεκομένη κυκλοφορία του αίματος προλαμβάνει την παράδοση του οξυγόνου και της γλυκόζης στο σώμα. Η έλλειψη οξυγόνου και γλυκόζης στον εγκέφαλο προκαλεί απώλεια συνείδησης, η οποία στη συνέχεια οδηγεί σε ανώμαλη ή απούσα αναπνοή. Είναι πιθανό να συμβεί εγκεφαλική βλάβη αν η καρδιακή ανακοπή μείνει χωρίς θεραπεία για περισσότερο από πέντε λεπτά. Για την καλύτερη πιθανότητα επιβίωσης και νευρολογικής αποκατάστασης είναι σημαντική η άμεση θεραπεία (Lavonas, et al, 2015).

Η καρδιακή ανακοπή είναι μια επείγουσα ιατρική κατάσταση, που σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνητικά αναστρέψιμη, αν αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Η αιφνίδια καρδιακή ανακοπή μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο μέσα σε λίγα λεπτά: αυτό ονομάζεται αιφνίδιος καρδιακός θάνατος (ΑΚΘ). Η θεραπεία για την καρδιακή ανακοπή είναι η άμεση απινίδωση, ενώ η καρδιοπνευμονική ανάνηψη (ΚΑΡΠΑ) χρησιμοποιείται για να παρέχει κυκλοφορική υποστήριξη ή και να προκαλέσει επαρκή σφυγμό (Tomioka, et al, 2015).

Ένας αριθμός καρδιακών και μη καρδιακών παθήσεων σχετίζονται με τα γεγονότα που μπορεί να προκαλέσει η καρδιακή ανακοπή, και μεταξύ αυτών η πιο κοινή αιτία, είναι η νόσος των στεφανιαίων αρτηριών.

Οι κλινικοί ιατροί ταξινομούν την καρδιακή ανακοπή σε «απινιδωτικό» και «μη απινιδωτικό», όπως καθορίζεται από το ρυθμό ΗΚΓ. Αυτό αναφέρεται στο εάν μια συγκεκριμένη κατηγορία καρδιακών αρρυθμιών είναι θεραπεύσιμες χρησιμοποιώντας την απινίδωση. Οι δύο «απινιδωτικοί» ρυθμοί είναι η κοιλιακή μαρμαρυγή και η
άσφυγμη κοιλιακή ταχυκαρδία, ενώ οι δύο “μη-απινιδωτικοί” ρυθμοί είναι η ασυστολία και η άσφυγμη ηλεκτρική δραστηριότητα (Bobrow, et al, 2013).

1.2. Συμπτώματα και αιτίες

 

 

Η καρδιακή ανακοπή προηγείται κάποιες φορές από ορισμένα συμπτώματα, όπως η λιποθυμία, η κόπωση, οι ζαλάδες, ο πόνος στο στήθος, η δύσπνοια, η αδυναμία, και ο έμετος. Η ανακοπή μπορεί επίσης να συμβεί χωρίς προειδοποίηση.

Όταν συμβεί η ανακοπή, η πιο προφανής ένδειξη της εμφάνισής της είναι η έλλειψη ενός ψηλαφητού παλμού στο άτομο που τη βιώνει (δεδομένου ότι η καρδιά έχει σταματήσει να συστέλλεται, οι συνήθεις ενδείξεις συστολής της, όπως ο παλμός, δεν είναι πλέον ανιχνεύσιμες). Ορισμένοι τύποι άμεσης επέμβασης μπορούν συχνά να αντιστρέψουν μια καρδιακή ανακοπή, αλλά χωρίς τέτοια παρέμβαση, η εκδήλωση θα οδηγήσει σχεδόν πάντα στο θάνατο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αποτελεί αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας σοβαρής ασθένειας, όπου αναμένεται ο θάνατος (Zimmerman, et al, 2015).

Επίσης, ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς εγκεφαλικής αιμάτωσης, ο ασθενής θα απωλέσει άμεσα τις αισθήσεις του και θα διακοπεί η αναπνοή του. Το κύριο διαγνωστικό κριτήριο για τη διάγνωση της καρδιακής ανακοπής (σε αντίθεση με την αναπνευστική ανακοπή η οποία μοιράζεται πολλά από τα ίδια χαρακτηριστικά) είναι η έλλειψη κυκλοφορίας. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί τρόποι προσδιορισμού. Οι επιθανάτιες εμπειρίες αναφέρονται από 10-20% των ανθρώπων που επέζησαν από καρδιακή ανακοπή (Song, et al, 2014).

Η άμεση αιτία της αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής είναι συνήθως μια ανωμαλία στο ρυθμό της καρδιά (αρρυθμία), που αποτελεί το αποτέλεσμα ενός προβλήματος στο «ηλεκτρικό» σύστημα της καρδιάς. Σε αντίθεση με άλλους μύες στο σώμα, οι οποίοι βασίζονται σε νευρικές συνδέσεις για να λάβουν την ηλεκτρική διέγερση που χρειάζονται για να λειτουργήσουν, η καρδιά έχει το δικό της ηλεκτρικό διεγέρτη – μια εξειδικευμένη ομάδα κυττάρων που
ονομάζεται φλεβόκομβος και βρίσκεται στο δεξιό κόλπο του θαλάμου της καρδιάς. Ο φλεβόκομβος παράγει ηλεκτρικά ερεθίσματα που ρέουν με μεθοδευμένο τρόπο, μέσα από την καρδιά για να συγχρονίσουν τον καρδιακό ρυθμό και να συντονίσουν την άντληση αίματος από την καρδιά προς το υπόλοιπο σώμα (Paradis, et al, 1990).

Αν υπάρχει δυσλειτουργία στο φλεβόκομβο ή στη ροή των ηλεκτρικών ώσεων μέσα από την καρδιά, μπορεί να προκύψει μια αρρυθμία, προκαλώντας την καρδιά να κτυπά πάρα πολύ γρήγορα, πάρα πολύ αργά ή με ακανόνιστο τρόπο. Συχνά αυτές οι διακοπές στο ρυθμό είναι στιγμιαίες και αβλαβείς. Αλλά ορισμένοι τύποι αρρυθμίας
μπορεί να είναι σοβαροί και να οδηγήσουν σε αιφνίδια διακοπή της λειτουργίας της καρδιάς (αιφνίδια καρδιακή ανακοπή) (Volandes, et al, 2013).

Η πιο κοινή αιτία της καρδιακής ανακοπής είναι μια αρρυθμία που ονομάζεται κοιλιακή μαρμαρυγή – όταν
ταχέα, ακανόνιστα ηλεκτρικά ερεθίσματα προκαλούν τις κοιλίες να συσπώνται μάταια αντί να αντλούν αίμα. Τις περισσότερες φορές, οι αρρυθμίες που περιλαμβάνουν καρδιακή ανακοπή απαντώνται από μόνες τους. Σε ένα άτομο με φυσιολογική, υγιή καρδιά, ένας διαρκής ακανόνιστος καρδιακός ρυθμός δεν είναι πιθανό να αναπτυχθεί χωρίς εξωτερικά κίνητρα, όπως το ηλεκτροσόκ, η χρήση παράνομων φαρμάκων ή ο τραυματισμός στο στήθος, ακριβώς τη λάθος στιγμή κατά την διάρκεια του κύκλου της καρδιάς (commotio cordis) (Maekawa, et al, 2013).

Μια απειλητική για τη ζωή αρρυθμία αναπτύσσεται συνήθως σε ένα άτομο με προϋπάρχουσα καρδιακή κατάσταση, όπως:

Στεφανιαία νόσο. Οι περισσότερες περιπτώσεις αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής συμβαίνουν σε άτομα που έχουν στεφανιαία νόσο. Στη στεφανιαία νόσο, οι αρτηρίες φράσουν με αθηρωματικές πλάκες και άλλα στοιχεία, μειώνοντας τη ροή του αίματος προς την καρδιά. Αυτό καθιστά την καδιά σε πιο δύσκολη θέση για την διεξαγωγή ηλεκτρικών ερεθισμάτων με ομαλό τρόπο.

Καρδιακή προσβολή. Αν εμφανιστεί καρδιακή προσβολή, συχνά ως αποτέλεσμα της σοβαρής νόσου της στεφανιαίας αρτηρίας, μπορεί να προκαλέσει κοιλιακή μαρμαρυγή και αιφνίδια καρδιακή ανακοπή. Επιπλέον,
μια καρδιακή προσβολή μπορεί να αφήσει περιοχές ουλώδους ιστού. Τα ηλεκτρικά ¨βραχυκυκλώματα¨ γύρω από τον ουλώδη ιστό μπορεί να οδηγήσουν σε ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού (Jabre, et al, 2013).

Διευρυμένη καρδιά (μυοκαρδιοπάθεια). Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν τα μυϊκά τοιχώματα της καρδιάς επεκτείνονται και μεγεθύνονται ή πυκνώνουν. Και στις δύο περιπτώσεις, ο μυς της καρδιάς έχει μη φυσική λειτουργία, μια κατάσταση που συχνά οδηγεί σε καρδιακή βλάβη των ιστών και σε πιθανές αρρυθμίες.

Βαλβιδοπάθεια. Η διαρροή ή η στένωση των βαλβίδων της καρδιάς μπορεί να οδηγήσει σε επέκταση ή στένωση του καρδιακού μυ ή και τα δύο. Όταν οι θάλαμοι διευρυνθούν ή αποδυναμωθούν εξαιτίας του στρες που προκαλείται από μια στενή ή διαρρέουσα βαλβίδα, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης αρρυθμίας (Peberdy, et al, 2003).

Συγγενής καρδιοπάθεια. Όταν συμβεί ξαφνική καρδιακή ανακοπή σε παιδιά ή εφήβους, μπορεί να οφείλεται σε καρδιακή πάθηση που ήταν παρούσα κατά τη γέννηση (συγγενής καρδιοπάθεια). Ακόμα και ενήλικες που υπεβλήθησαν σε διορθωτική χειρουργική επέμβαση για συγγενείς ανωμαλίες της καρδιάς εξακολουθούν να έχουν υψηλότερο κίνδυνο αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής (Matlock, et al, 2008).

Ηλεκτρικά προβλήματα στην καρδιά. Σε μερικούς ανθρώπους, το πρόβλημα είναι το ίδιο το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς αντί για ένα πρόβλημα με τον μυ ή τις βαλβίδες της καρδιάς. Αυτές οι ανωμαλίες του πρωτογενούς καρδιακού ρυθμού περιλαμβάνουν καταστάσεις όπως το σύνδρομο Brugada και το μακρό σύνδρομο QT (Sakamoto, et al, 2014).

1.3. Παράγοντες κινδύνου και επιπλοκές

 

 

Η αιφνίδια καρδιακή ανακοπή συνδέεται συχνά με την στεφανιαία νόσο. Οι ίδιοι παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο για στεφανιαία νόσο μπορούν επίσης να θέτουν το άτομο σε κίνδυνο αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής.

Αυτοί περιλαμβάνουν:

Οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου
Κάπνισμα
Υψηλή πίεση του αίματος
Υψηλή χοληστερόλη αίματος
Παχυσαρκία
Διαβήτη
Καθιστική ζωή και
Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ (πάνω από δύο ποτά την ημέρα). (Sakamoto, et al, 2014).

Άλλοι παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής είναι:

1. Προηγούμενο επεισόδιο καρδιακής ανακοπής ή οικογενειακό ιστορικό καρδιακής ανακοπής
2. Προηγούμενη καρδιακή προσβολή
3. Προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό άλλων μορφών καρδιακής νόσου, όπως οι διαταραχές του καρδιακού ρυθμού, οι συγγενείς ανωμαλίες της καρδιάς, η καρδιακή ανεπάρκεια και η καρδιομυοπάθεια
4. Ηλικία – η επίπτωση της αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής αυξάνεται με την ηλικία
5. Αρσενικό φύλο – οι άνδρες έχουν δύο έως τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αιφνίδια καρδιακή ανακοπή
6. Χρήση απαγορευμένων ουσιών, όπως η κοκαΐνη ή οι αμφεταμίνες
7. Διατροφική ανισορροπία, όπως χαμηλά επίπεδα καλίου ή μαγνησίου (Sakamoto, et al, 2014).

Όταν εμφανιστεί η ξαφνική καρδιακή ανακοπή, ο εγκέφαλος είναι το πρώτο μέρος του σώματος που βρίσκεται σε δυσχέρεια, επειδή, σε αντίθεση με άλλα όργανα, δεν έχει απόθεμα πλούσιου σε αίμα οξυγόνου. Είναι πλήρως εξαρτημένος από την αδιάλειπτη παροχή αίματος. Η μειωμένη ροή αίματος στον εγκέφαλο προκαλεί απώλεια αισθήσεων. Αν ο καρδιακός ρυθμός δεν επιστρέψει γρήγορα στο κανονικό ρυθμό του, θα εμφανιστεί εγκεφαλική βλάβη και θα προκληθεί θάνατος. Αν η αιφνίδια καρδιακή ανακοπή διαρκέσει περισσότερο από 8 λεπτά, η επιβίωση είναι σπάνια. Οι επιζώντες από καρδιακή ανακοπή μπορεί να παρουσιάζουν σημάδια εγκεφαλικής βλάβης (Frascone, et al, 2013).

1.4. Διάγνωση

Η καρδιακή ανακοπή είναι συνώνυμη με τον κλινικό θάνατο. Η καρδιακή ανακοπή συνήθως διαγιγνώσκεται κλινικά με βάση την απουσία παλμού. Σε πολλές περιπτώσεις, η έλλειψη παλμού της καρωτίδας αποτελεί το χρυσό κανόνα για τη διάγνωση της καρδιακής ανακοπής, αλλά η έλλειψη παλμού (ιδιαίτερα των περιφερειακών παλμών) μπορεί να προκύψει και από άλλες συνθήκες (σοκ), ή απλά να αποτελεί λάθος εκ μέρους του διασώστη. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι διασώστες κάνουν συχνά λάθος όταν ελέγχουν το σφυγμό της καρωτίδας σε περίπτωση έκτακτης
ανάγκης, είτε αυτοί είναι επαγγελματίες του τομέα της υγείας είτε άτομα χωρίς την αντίστοιχη εκπαίδευση.

Λόγω της ανακρίβειας αυτής της μεθόδου διάγνωσης, φορείς όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αναζωογόνησης (ERC) έχουν υποβαθμίσει τη σπουδαιότητά της. Το Συμβούλιο Αναζωογόνησης, σύμφωνα με τις συστάσεις του ERC, καθώς και των συστάσεων της American Heart Association, έχουν προτείνει ότι η τεχνική θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο από επαγγελματίες υγείας, με ειδική κατάρτιση και εμπειρία και ακόμα και τότε ότι θα πρέπει να συνεκτιμάται σε συνδυασμό με άλλους δείκτες, όπως η αγωνιώδης αναπνοή (Peberdy, et al, 2003).

Έχουν προταθεί διάφορες άλλες μέθοδοι για την ανίχνευση της κυκλοφορίας. Οι κατευθυντήριες οδηγίες μετά από συστάσεις της Διεθνούς Επιτροπής του Συνδέσμου για την Αναζωογόνηση (ILCOR) το 2000 ήταν οι διασώστες να αναζητούν «σημάδια κυκλοφορίας», αλλά όχι ειδικά τον παλμό. Αυτές οι ενδείξεις περιλαμβάνουν βήχα, γρήγορη αναπνοή (λαχάνιασμα), αλλαγή στο χρώμα, σύσπαση και κίνηση. Ωστόσο, λόγω στοιχείων που αποδεικνύουν ότι αυτές οι κατευθυντήριες οδηγίες είναι αναποτελεσματικές, η τρέχουσα σύσταση της ILCOR είναι ότι, η καρδιακή ανακοπή θα πρέπει να διαγνωστεί σε όλα τα θύματα που είναι αναίσθητα και δεν αναπνέουν κανονικά (Lavonas, et al, 2015).

1.5. Διαπίστωση ανακοπής και επικουρικά βοηθήματα

Η διαπίστωση της καρδιοαναπνευστικής ανακοπής είναι κλινική πράξη αποκλειστικά έργο του ειδικευμένου προσωπικού ως επί των πλείστων ιατρικού ή εκπαιδευμένου νοσηλευτικού και επικουρικά μπορεί να κάνει χρήση μέσων που ίσως να βοηθήσουν την αιτιολογική αντιμετώπιση της ανακοπής.

1.5.1. Ηλεκτροκαρδιογράφημα

Δοκιμή που εφαρμόζεται μετά από καρδιακή ανακοπή είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ). Κατά τη διάρκεια του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, οι αισθητήρες (ηλεκτρόδια) που μπορούν να ανιχνεύσουν την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς, συνδέονται με το στήθος του ασθενούς και με τα άκρα του.

Ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα μπορεί να αποκαλύψει διαταραχές στον καρδιακό ρυθμό ή να ανιχνεύσει μη φυσιολογικά ηλεκτρικά μοντέλα, όπως ένα παρατεταμένο διάστημα QT, που αυξάνει τον κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου (Arrich, et al, 2012).

1.5.2. Εξετάσεις αίματος

Δείγμα αίματος ελέγχεται για να μετρηθούν τα επίπεδα καλίου, μαγνησίου, ορμονών και άλλων χημικών ουσιών που επηρεάζουν την ικανότητα της καρδιάς να λειτουργήσει σωστά. Επιπλέον εξετάσεις αίματος μπορούν να ανιχνεύσουν πρόσφατες καρδιακές βλάβες και καρδιακές προσβολές (Wik, et al, 2005).

1.5.3. Απεικονιστικές εξετάσεις

Ακτινογραφία θώρακος. Επιτρέπει στον ιατρό να ελέγξει το μέγεθος και το σχήμα της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων της και να διαγνώσει εάν πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια.

Ηχοκαρδιογράφημα. Δοκιμή που χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα για να παράγει εικόνα της καρδιάς. Ένα Το υπερηχοκαρδιογράφημα μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό περιοχών της καρδιάς που έχουν υποστεί βλάβη από καρδιακή προσβολή και δεν αντλούν κανονικά ή στο μέγιστο της ικανότητάς τους (κλάσμα εξώθησης) ή αν υπάρχουν βαλβιδικές ανωμαλίες (Hazinski, et al, 2015).

Πυρηνική σάρωση. Δοκιμή, που πραγματοποιείται συνήθως μαζί με τεστ κοπώσεως, και βοηθά στον εντοπισμό των προβλημάτων ροής του αίματος προς την καρδιά.
Μικροσκοπικές ποσότητες ραδιενεργού υλικού, όπως το θάλλιο, εγχέονται στο αίμα και με ειδικές κάμερες ανιχνεύεται το ραδιενεργό υλικό, καθώς ρέει μέσα από την καρδιά και τους πνεύμονες.

1.5.4. Άλλες εξετάσεις

 

 

Ηλεκτροφυσιολογικές δοκιμές και χαρτογράφηση του ηλεκτρικού συστήματος. Με αυτό το είδος εξέτασης, ο θεράπων ιατρός μπορεί να προσπαθήσει να προκαλέσει αρρυθμία, ενώ παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την καρδιά του ασθενούς. Το τεστ μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό του σημείου της καρδιάς που ξεκινά η αρρυθμία.
Κατά τη διάρκεια της δοκιμής, λεπτοί, εύκαμπτοι σωλήνες (καθετήρες) έχοντας στην άκρη τους ηλεκτρόδια εισέρχονται μέσω των αιμοφόρων αγγείων σε διάφορα σημεία μέσα στην καρδιά. Τα ηλεκτρόδια έχουν τη δυνατότητα να χαρτογραφήσουν με ακρίβεια τη διάδοση των ηλεκτρικών ώσεων μέσα από την καρδιά (Maekawa, et al, 2013).

Στεφανιογραφία (αγγειογραφία). Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, μια υγρή χρωστική ουσία εγχέεται στις αρτηρίες της καρδιάς μέσα από ένα μακρύ, λεπτό σωλήνα (καθετήρα) που προχωρά μέσω μιας αρτηρίας, συνήθως στο πόδι μέχρι τις αρτηρίες στην καρδιά. Καθώς η χρωστική ουσία γεμίζει τις αρτηρίες, αυτές γίνονται
ορατές στην ακτινογραφία και σε ταινίες καταγραφής (φιλμ), αποκαλύπτοντας τις περιοχές που είναι φραγμένες. Με τη στεφανιογραφία, ο γιατρός μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ένα φραγμένο σημείο με τη μέθοδο της
αγγειοπλαστικής και με την τοποθέτηση στεντ να κρατήσει την αρτηρία ανοιχτή (Paradis, et al, 1990).

Δοκιμή εξώθησης φραγμένου σημείου. Ένας από τους πιο σημαντικούς προγνωστικούς παράγοντες κινδύνου για την αιφνίδια καρδιακή ανακοπή είναι η ικανότητα της καρδιάς να αντλεί το αίμα. Ο ιατρός μπορεί να καθορίσει την ικανότητα άντλησης της καρδιάς μετρώντας το κλάσμα εξώθησης. Αυτό αναφέρεται στο ποσοστό του αίματος
που αντλείται από μια γεμάτη κοιλία με κάθε κτύπο της καρδιάς. Ένα ¨κανονικό¨ κλάσμα εξώθησης είναι 55 έως 70 τοις εκατό. Κλάσμα εξώθησης μικρότερο από το 40 τοις εκατό αυξάνει τον κίνδυνο της αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής (Volandes, etal, 2013).

Η μέτρηση του κλάσματος εξώθησης δύναται να μετρηθεί και εκτιμηθεί με υπερηχοκαρδιογράφημα, απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI), σπινθηρογράφημα πυρηνικής ιατρικής (πολλαπλές περιφραγμένη απόκτηση ή
MUGA), η αξονική τομογραφία (CT) ή με στεφανιογραφία.

1.6. Διαχείριση της καρδιοαναπνευστικής ανακοπής

Η αιφνίδια καρδιακή ανακοπή μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω προσπάθειας ανάνηψης. Αυτό γίνεται συνήθως με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες για την βασική υποστήριξη ζωής (BLS) και την εξειδικευμένη/προηγμένη καρδιακή υποστήριξη ζωής (ACL), την παιδιατρική προηγμένη υποστήριξη ζωής (PALS) ή το πρόγραμμα
νεογνικής ανάνηψης (PALS) (Tomioka, et al, 2015).

1.6.1. Απινίδωση

 

Οι απινιδώσιμες και μη απινιδώσιμες αιτίες της καρδιακής ανακοπής βασίζονται στην παρουσία ή την απουσία της κοιλιακής μαρμαρυγής ή της άσφυγμης κοιλιακής ταχυκαρδίας. Οι απινιδώσιμοι ρυθμοί αντιμετωπίζονται με ΚΑΡΠΑ και απινίδωση. Σε παιδιά συνιστώνται 2 έως 4 J/ kg.

Υπάρχει αυξανόμενη χρήση της δημόσιας πρόσβασης σε απινιδωτή. Αυτό περιλαμβάνει την τοποθέτηση αυτοματοποιημένων εξωτερικών απινιδωτών σε δημόσιους χώρους, καθώς και την εκπαίδευση του προσωπικού σε αυτούς τους τομείς, καθώς και του κοινού σχετικά τη χρήση τους. Αυτό επιτρέπει να λάβει χώρα η απινίδωση πριν από την άφιξη των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης και έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε αυξημένες πιθανότητες επιβίωσης. Μερικοί απινιδωτές παρέχουν ακόμη και ανατροφοδότηση σχετικά με την ποιότητα των συμπιέσεων ΚΑΡΠΑ, ενθαρρύνοντας τον διασώστη να πιέσει το στήθος του ασθενούς αρκετά ώστε να κυκλοφορήσει το αίμα. Επιπλέον, αποτελέσματα μελετών έχουν δείξει ότι, όσοι παρουσίασαν ανακοπή σε απομακρυσμένες περιοχές, έχουν χειρότερα αποτελέσματα μετά από καρδιακή ανακοπή (Olsen, 2015).

1.6.2. Φαρμακευτική αγωγή

Η φαρμακευτική αγωγή, αν και περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες οδηγίες, δεν έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την επιβίωση, έπειτα από μια καρδιακή ανακοπή εκτός του νοσοκομείου. Περιλαμβάνει τη χρήση επινεφρίνης, ατροπίνης, λιδοκαΐνης, και αμιοδαρόνης. Η έγχυση επινεφρίνης γενικά συνιστάται κάθε πέντε λεπτά. Η αγγειοπιεστίνη, φαίνεται ότι, γενικά δεν βελτιώνει ή δεν επιδεινώνει τα αποτελέσματα σε σύγκριση με την επινεφρίνη (Ebell, et al, 2013).

Η επινεφρίνη δεν φαίνεται να βελτιώνει τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, όπως την επιστροφή της αυθόρμητης κυκλοφορίας. Ένα τμήμα της έλλειψης μακροπρόθεσμου οφέλους μπορεί να
σχετίζεται με τις καθυστερήσεις στην χρήση επινεφρίνης. Ενώ τα δεδομένα δεν υποστηρίζουν τη χρήση της σε παιδιά, οι κατευθυντήριες οδηγίες αναφέρουν ότι η χρήση της είναι θετική και ωφέλιμη.

Η λιδοκαΐνη και η αμιοδαρόνη θεωρούνται επίσης θετικές ως προς την χρήση τους σε παιδιά με καρδιακή ανακοπή που έχουν απινιδωτικό ρυθμό. Η γενική χρήση διττανθρακικού νατρίου ή ασβεστίου δεν συνιστάται (Putzer, et al, 2013).

Οι κατευθυντήριες οδηγίες του 2010, από την American Heart Association δεν περιέχουν πλέον την σύσταση του σωματείου για τη χρήση ατροπίνης σε άσφυγμη ηλεκτρική δραστηριότητα και ασυστολία λόγω της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων για τη χρήση της. Τα στοιχεία είναι ανεπαρκή για τη λιδοκαΐνη, και η αμιοδαρόνη
μπορεί να θεωρηθεί χρήσιμη σε εκείνους που συνεχίζουν να έχουν κοιλιακή ταχυκαρδία ή κοιλιακή μαρμαρυγή, παρά την απινίδωση. Τα θρομβολυτικά όταν χρησιμοποιούνται, γενικά, μπορεί να προκαλέσουν βλάβη, αλλά μπορεί να είναι επωφελή σε ασθενείς με πνευμονική εμβολή, ως αιτία της ανακοπής (Sakamoto, et al, 2014).

1.6.3. Στοχευμένη διαχείριση θερμοκρασίας

Η ψύξη των ενηλίκων μετά από καρδιακή ανακοπή που έχουν επιστροφή της αυθόρμητης κυκλοφορίας (ROSC), αλλά χωρίς επιστροφή της συνείδησης βελτιώνει τα αποτελέσματα. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται στοχευμένη διαχείριση θερμοκρασίας (γνωστή ως θεραπευτική υποθερμία). Οι άνθρωποι συνήθως ψύχονται για χρονικό διάστημα 24 ωρών, με θερμοκρασία στόχου 32-36 °C. Τα ποσοστά θνησιμότητας στην ομάδα υποθερμίας είναι 35% χαμηλότερα σε σχέση με εκείνους που δεν έχουν υποβληθεί σε διαχείριση της θερμοκρασίας. Οι επιπλοκές της μεθόδου δεν είναι γενικά μεγαλύτερες σε εκείνους που λαμβάνουν αυτή τη θεραπεία (Lampe, et al, 2015).

Η πρώιμη έναντι της όψιμης ψύξης μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα.

Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε με πρώιμη δοκιμή ψύξης στο ασθενοφόρο, δεν βρέθηκε καμία διαφορά σε σχέση με την έναρξη ψύξης σε νοσοκομείο. Βρέθηκε επίσης ότι, τα μικρά νευρολογικά αποτελέσματα αυξάνονται κατά 8%, για κάθε πέντε λεπτά καθυστέρησης στην έναρξη της ψύξης και κατά 17% για κάθε καθυστέρηση 30 λεπτών. Στα παιδιά δεν είναι σαφές αν η ψύξη είναι επωφελής, ωστόσο θα πρέπει να εμποδίζεται η εμφάνιση πυρετού. (Parnia, et al, 2014).

1.6.4. Μη ανάνηψη

Μερικοί άνθρωποι επιλέγουν να μην διατηρηθούν στη ζωή με τη λήψη επιθετικών μέτρων διατήρησής της στο τέλος της ζωής. Μια εντολή μη ανάνηψης (DNR Do Not rescuscitate), με τη μορφή προκαταβολικής οδηγίας στην ομάδα υγειονομικής περίθαλψης καθιστά σαφές ότι σε περίπτωση καρδιακής ανακοπής, το άτομο δεν επιθυμεί να λάβει καρδιοπνευμονική ανάνηψη. Μπορούν να δοθούν άλλες οδηγίες για να ορίσουν την επιθυμία για διασωλήνωση σε περίπτωση αναπνευστικής ανεπάρκειας ή, εάν τα μέτρα άνεσης είναι αυτά που είναι επιθυμητά, να προβλέψουν ότι οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει «να επιτρέπουν τον φυσικό θάνατο» (Cobb, et al,1999).

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ανάλογο λομοθετικό πλαίσιο ,πιθανώς μελλοντικά απασχολήσει περισσότερο τον ιατρικό κόσμο καθώς και την πολιτεία.

1.6.5. Αλυσίδα επιβίωσης

 

 

Η αλυσίδα της επιβίωσης περιλαμβάνει ζωτικής σημασίας βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν για την επιτυχή έκβαση της ΚΑΡΠΑ. Τα στοιχεία της αλληλουχίας, που αφορούν θύματα καρδιακής ανακοπής από κοιλιακή μαρμαρυγή ή ασφυξία, αποτελούνται από τους ακόλουθους: «συνδέσμους»:

Έγκαιρη αναγνώριση – Εάν είναι δυνατόν, η αναγνώριση της ασθένειας πριν ο ασθενής αναπτύξει καρδιακή ανακοπή θα επιτρέψει στο διασώστη να αποφύγει την εμφάνισή της. Η έγκαιρη αναγνώριση όταν έχει συμβεί
καρδιακή ανακοπή, είναι το κλειδί για την επιβίωση. Για κάθε λεπτό που ένας ασθενής παραμένει σε καρδιακή ανακοπή, οι πιθανότητές του για επιβίωση μειώνονται κατά περίπου 10% (Frascone, et al, 2013).

Πρώιμη ΚΑΡΠΑ – Βελτιώνει τη ροή του αίματος και του οξυγόνου σε ζωτικά όργανα, που είναι απαραίτητο συστατικό για τη θεραπεία της καρδιακής ανακοπής. Ειδικότερα, με τη διατήρηση της παροχής οξυγονωμένου αίματος στον εγκέφαλο, οι πιθανότητες νευρολογικής βλάβης μειώνονται (Wijdicks, etal, 2006).

Πρώιμη απινίδωση – Είναι αποτελεσματική για τη διαχείριση της κοιλιακής μαρμαρυγής και της άσφυγμης κοιλιακής ταχυκαρδίας.

Πρώιμη προηγμένη φροντίδα

Πρώιμη φροντίδα μετά την ανάνηψη

Αν ένας ή περισσότεροι κρίκοι της αλυσίδας λείπουν ή καθυστερούν, τότε οι πιθανότητες επιβίωσης μειώνονται σημαντικά. Τα πρωτόκολλα που εφαρμόζονται συχνά ξεκινούν από έναν μπλε κωδικό, που συνήθως υποδηλώνει επικείμενη ή οξεία έναρξη της καρδιακής ανακοπής ή της αναπνευστικής ανεπάρκειας, αν και στην πράξη, ο μπλε κωδικός καλείται συχνά σε λιγότερο απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις που απαιτούν άμεση προσοχή από έναν ιατρό (Zimmerman, et al, 2015).

1.6.6. Άλλες επεμβάσεις

Η αναζωογόνηση με συσκευές εξωσωματικής οξυγόνωσης μεμβράνης έχει επιχειρηθεί με καλύτερα αποτελέσματα στην ενδονοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή (29% επιβίωση) σε σχέση με την εξω-νοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή (4% επιβίωση) σε πληθυσμούς που επιλέγονται για να ωφεληθούν περισσότερο. Ο καρδιακός καθετηριασμός, σε εκείνους που έχουν επιβιώσει από μια εξωνοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή φαίνεται να βελτιώνει τα αποτελέσματα, αν και απουσιάζουν τα υψηλής ποιότητας στοιχεία. Συνιστάται να γίνεται το συντομότερο
δυνατό σε αυτούς που είχαν παρουσιάσει καρδιακή ανακοπή λόγω υποκείμενων καρδιακών προβλημάτων (Sayre, et al, 2008).

Η ¨προκάρδια γροθιά¨ μπορεί να εφαρμοστεί σε άτομα με μαρτυρούμενη και παρακολουθούμενη, ασταθή κοιλιακή
ταχυκαρδία (συμπεριλαμβανομένης της άσφυγμης κοιλιακής ταχυκαρδίας) εάν ένας απινιδωτής δεν είναι άμεσα διαθέσιμος προς χρήση, αλλά δεν θα πρέπει να καθυστερήσει την ΚΑΡΠΑ και την μετάδοση σοκ ή να χρησιμοποιηθεί σε άτομα με μη μαρτυρούμενη εξωνοσοκομειακή ανακοπή (Wyllie, et al, 2015).

Παράγοντες που επηρεάζουν τη λήψη της απόφασης έναρξης και διακοπής της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης σε επαγγελματίες υγείας – Εισαγωγή (Μέρος Πρώτο)

Καρδιοαναπνευστική Ανακοπή – Παράγοντες που επηρεάζουν τη λήψη της απόφασης έναρξης και διακοπής της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης σε επαγγελματίες υγείας (Μέρος Δεύτερο)

Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση – Παράγοντες που επηρεάζουν τη λήψη της απόφασης έναρξης και διακοπής της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης σε επαγγελματίες υγείας (Μέρος Τρίτο)

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Παράγοντες που επηρεάζουν τη λήψη της απόφασης έναρξης και διακοπής της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης σε επαγγελματίες υγείας
Μανάρας Δημήτριος
Γενικός Ιατρός

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ