Οι γνώσεις και οι στάσεις των εκπαιδευτικών απέναντι στην καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση: τάσεις στον ελληνικό και διεθνή χώρο
Παρά τα όσα αναφέρθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με τη σημασία των σχολείων ως χώρων εκπαίδευσης και διάδοσης γνώσεων και ικανοτήτων βασικής υποστήριξης της ζωής, αλλά και των δασκάλων ως εκπαιδευτών ΚΑΡ.Π.Α, η εισαγωγή της εκπαίδευσης ΚΑΡ.Π.Α. στα σχολεία φαίνεται να αντιμετωπίζει στην πράξη
σημαντικά εμπόδια (Malta Hansen et al., 2017).
Έτσι ακόμα και σε χώρες με ισχύουσα νομοθεσία που καθιστά υποχρεωτική τη διδασκαλία ΚΑΡ.Π.Α. στα σχολεία, αυτή αδυνατεί να ενσωματωθεί σε ικανοποιητικό και αποτελεσματικό βαθμό στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα (Malta Hansen et al., 2017, Mpotos et al., 2013).
Βασικά προβλήματα στο εγχείρημα εισαγωγής της διδασκαλίας ΚΑΡ.Π.Α. στα σχολεία είναι αφενός η γενικότερη δυσκολία εισήγησης ενός νέου προγράμματος, συνηθέστερα λόγω έλλειψης της κατάλληλης προηγηθείσας ευαισθητοποίησης της ομάδας στην οποία απευθύνεται το νέο αυτό πρόγραμμα, αφετέρου, η έλλειψη πόρων καθώς και η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης των ίδιων των εκπαιδευτικών (Lockey et al., 2016).
Ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχουν γενικές οδηγίες, οι οποίες προβλέπουν τη διδασκαλία πρώτων βοηθειών και βασικής υποστήριξης της ζωής, οι οδηγίες αυτές είναι συχνά ασαφείς με αποτέλεσμα να μη μεταφράζονται επαρκώς σε συγκεκριμένες διδακτικές πρακτικές (Bakke et al., 2017).
Έτσι, οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να μη γνωρίζουν τα συγκεκριμένα βήματα στα οποία πρέπει να προχωρήσουν, κάτι για το οποίο ευθύνεται, εν μέρει τουλάχιστον το γεγονός ότι απουσιάζει ο ρόλος ενός συντονιστή διδασκαλίας ΚΑΡ.Π.Α. ανά σχολείο/εκπαιδευτική περιφέρεια (Malta Hansen et al., 2017).
Τέλος, ένας ακόμα ανασταλτικός παράγοντας στη διάδοση της διδασκαλίας ΚΑΡ.Π.Α. στο σχολείο είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησης εκ μέρους των εκπαιδευτικών όσον αφορά την δική τους ικανότητα διενέργειας καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης αλλά και την ικανότητα εκπαίδευσης των μαθητών τους σε αυτή
(Malta Hansen et al., 2017).
Σε μια από τις μεγαλύτερες σχετικές έρευνες, οι Mpotos et al. (2013) συνέλεξαν απαντήσεις σε ειδικά διαμορφωμένα ερωτηματολόγια από 4273 δασκάλους σε σχολεία του Βελγίου και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο μια μικρή μειονότητα των ερωτηθέντων δασκάλων, ιδιαίτερα μάλιστα οι νεότεροι σε ηλικία, φαίνεται να νιώθουν αρκετά σίγουροι αλλά και πρόθυμοι να διδάξουν ΚΑΡ.Π.Α. στους μαθητές τους.
Μικρότερου βεληνεκούς έρευνες, σε χώρες εντός κι εκτός της Ευρώπης επίσης δείχνουν ελλείψεις στο επίπεδο γνώσεων των εκπαιδευτικών γύρω από τη διενέργεια καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης και αντικρουόμενα αποτελέσματα σχετικά την προθυμία τους να εκπαιδευτούν αλλά και να εκπαιδεύσουν τους μαθητές τους σε αυτήν
(Ηνωμένο Βασίλειο: Lockey et al., 2016, Νορβηγία: Bakke et al., 2017, Ινδία: Nitin et al. 2015, Κίνα: Chen et al., 2019, Σαουδική Αραβία: Al Enizi et al., 2017, Τουρκία: Dursun et al., 2018, Ριάντ: Alharbi et al., 2016, Βραζιλία: de Paiva et. al, 2014, Μαλαισία: Chew et al., 2009, Νότια Αφρική: Ojifinni et al., 2019).
Στη συνέχεια παρουσιάζονται παραδειγματικά κάποια από τα αποτελέσματα των παραπάνω ερευνών.
Ενδεικτικά, στην Τουρκία, οι δάσκαλοι εμφανίζονται να έχουν ένα χαμηλό επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων όσων αφορά τη βασική υποστήριξη ζωής παρόλο που το επίπεδο αυτό φαίνεται να βελτιώνεται μετά από εκπαίδευση τους, ενώ επίσης εμφανίζουν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90 % προθυμία συμμετοχής σε προγράμματα
εκπαίδευσης (Dursun et al., 2018).
Σε παρόμοια αποτελέσματα καταλήγουν και οι Al Enizi et al. (2017) σε έρευνα τους σχετικά με τις στάσεις και τις γνώσεις των εκπαιδευτικών στη Σαουδική Αραβία και οι Ojifinni et al. (2019) σε έρευνά τους ανάμεσα σε φοιτητές/ μελλοντικούς δασκάλους στη Νοτιά Αφρική αν και η τελευταία έρευνα δείχνει μεγάλο βαθμό εξάρτησης της προθυμίας διενέργειας ΚΑΡ.Π.Α. εκ μέρους των μελλοντικών εκπαιδευτικών από το είδος της σχέσης τους και
συγκεκριμένα τον βαθμό οικειότητας προς το άτομο που παθαίνει την καρδιακή ανακοπή.
Αντίστοιχα αποτελέσματα, που επιβεβαιώνουν της εξάρτηση της προθυμίας διενέργειας ΚΑΡ.Π.Α., από τη μεριά των δασκάλων, με τη σχέση τους προς άτομο που παθαίνει την ανακοπή αλλά και με το φύλο του, έχει και μια παρόμοια έρευνα από τη Μαλαισία (Chew et al., 2009).
Όσον αφορά τον ελληνικό χώρο, η σχετική βιβλιογραφία είναι πολύ περιορισμένη. Η σημαντικότερη έρευνα, των Patsaki et al. (2012) με στόχο την αξιολόγηση των θεωρητικών γνώσεων των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με την καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση, την απινίδωση με χρήση Αυτόματου Εξωτερικού
Απινιδωτή και την αντιμετώπιση απόφραξης αεραγωγού από ξένο σώμα είχε απογοητευτικά αποτελέσματα, με συνέπεια οι συγγραφείς να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η εκπαίδευση των παιδιών στην ΚΑΡ.Π.Α. θα ήταν καλύτερο να πραγματοποιείται από νοσηλευτικό και όχι εκπαιδευτικό προσωπικό.
Στην έρευνα αυτή συμπεριλήφθηκαν 310 καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εργαζόμενοι σε σχολεία της πόλης των Αθηνών. Από αυτούς μόνο περίπου το 20% είχε προηγουμένως κάποτε πάρει μέρος σε μαθήματα πρώτων βοηθειών.
Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί δεν είχαν προηγουμένως συμμετάσχει σε κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα πρώτων βοηθειών ήταν η έλλειψη χρόνου, η έλλειψη πληροφοριών για τη δυνατότητα συμμετοχής, οι μακρές λίστες αναμονής και το κόστος ενώ για ένα 4% η αιτία ήταν η πεποίθηση ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν θα ήταν απαραίτητο για τη μόρφωσή τους ή την καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική.
Ανάμεσα στους ερωτηθέντες, το 60% περίπου απέδειξε μέτριου μόνο επιπέδου γνώσεις παροχής πρώτων βοηθειών και βασικής υποστήριξης της ζωής ενώ το 30% απέδειξε ξεκάθαρα ελλιπείς γνώσεις.
Περισσότεροι από το 90% των ερωτηθέντων εκπαιδευτικών θεώρησαν ότι η ΚΑΡ.Π.Α. στα σχολεία θα έπρεπε να διδάσκεται από νοσηλευτές.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι γνωστικές ελλείψεις σε τεχνικές βασικής υποστήριξης της ζωής εκ μέρους των εκπαιδευτικών δεν επηρεάζουν μόνο την ικανότητά τους να διδάξουν στους μαθητές τους άλλα και την ικανότητα και ετοιμότητά τους να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι ιατρικά επείγοντα όταν αυτά συμβαίνουν στο χώρο του σχολείου (Galindo Neto et al., 2018).
Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς οι εκπαιδευτικοί είναι ιδιαίτερα πιθανό να έρθουν αντιμέτωποι με τέτοιες καταστάσεις (Gagliardi et al, 1994, Sapien and Allen, 2001).
Η ικανότητα των εκπαιδευτικών για αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών στο χώρο του σχολείου μπορεί να αποβεί κρίσιμη, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου οι μαθητές αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, όπως συμβαίνει στα σχολεία ειδικής αγωγής.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφής η ανάγκη εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών στις τεχνικές βασικής υποστήριξης της ζωής.
Παρόλο που η εκπαίδευση των παιδιών σε τεχνικές ΚΑΡ.Π.Α. και χρήσης Αυτόματου Εξωτερικού Απινιδωτή έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών ερευνών, λιγότερη έρευνα έχει πραγματοποιηθεί όσον αφορά τον καταλληλότερο τρόπο εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα, μέχρι σήμερα να μην έχει καθιερωθεί μια «χρυσή μέθοδος» εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών στη βασική υποστήριξη της ζωής (Navarro-Paton et al., 2017).
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
«ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΣΥ»
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
«Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς. Συστηματική ανασκόπηση των μεθόδων εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών στην καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση και ποιοτική έρευνα
γύρω από τη στάση τους απέναντι σε αυτή»
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΝΙΣΟΒΙΤΗ
ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ, 2020
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ