Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Τροχαία » Μοντέλα Προαγωγής Υγείας Και Αλλαγής Συμπεριφοράς (Μέρος Έβδομο)

Μοντέλα Προαγωγής Υγείας Και Αλλαγής Συμπεριφοράς (Μέρος Έβδομο)

Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν (Καλύτερα να προλαμβάνεται κάτι παρά να το θεραπεύουμε) Ιπποκράτης (460 π.Χ)

Το παρόν κεφάλαιο διαπραγματεύεται τον σχεδιασμό προγραμμάτων αγωγής υγείας και περιλαμβάνει:
α) τη στρατηγική που αφορά στον γενικό πληθυσμό (τρόπος ζωής, περιβάλλον) και
β) τη στρατηγική που αφορά τις ομάδες υψηλού κινδύνου.

Όσον αφορά στη δημιουργία κοινωνικού προτύπου, κινήτρου και οφέλους, προβάλλεται και ενισχύεται η συμπεριφορά υγείας, με αποτέλεσμα την αποδοχή των κανόνων και οδηγιών της αγωγής υγείας από τον πληθυσμό.

Τα οφέλη από την αποδοχή αυτή είναι ορατά και άμεσα αντιληπτά στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής του ατόμου και των ομάδων του πληθυσμού που μας αφορά.

Στο παρόν βιβλίο διαπραγματευόμαστε επιλεγμένα μοντέλα που προάγουν την υγεία στο πλαίσιο της ασφαλούς οδήγησης, καθώς επίσης εισάγουμε έννοιες και έρευνες, οι οποίες υποστηρίζουν πώς αυτή προάγεται ακόμα και από το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον του οδηγού, πριν ακόμη αυτός πιάσει το τιμόνι στα χέρια του.

Εισαγωγή 

Ενώ η αποτελεσματικότητα των μεθόδων καταστολής δεν αμφισβητείται, ωστόσο αυτές οι μέθοδοι δεν είναι επαρκείς. Τα βαθύτερα αίτια του φαινομένου των τροχαίων συγκρούσεων συνεχώς διερευνώνται, ώστε να διαμορφωθεί κοινωνική συνείδηση σε θέματα υγείας και ασφάλειας ήδη από την παιδική ηλικία.

Γιατί οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν πράγματα που γνωρίζουν ότι τους βλάπτουν;

Οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να γνωρίζουν, γιατί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με τρόπους υγιείς ή, αντίστροφα, με τρόπους μη υγιείς, ώστε στη συνέχεια να είναι σε θέση να τους επηρεάζουν προς έναν υγιέστερο προσανατολισμό.

Στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης τα άτομα δεν διδάσκονται αρκετά ή δεν έχουν τις ευκαιρίες εκμάθησης μεθόδων και τεχνικών αντιμετώπισης ή υπέρβασης καταστάσεων που δημιουργούν κινδύνους για την υγεία τους, προκειμένου να επιλέγουν τις καλύτερες εναλλακτικές λύσεις, προάγοντας αποτελεσματικά την υγεία τους.

Ο ρόλος της Αγωγής Υγείας δεν είναι απλώς να προληφθεί η συμπεριφορά έναντι των κινδύνων υγείας, αλλά η προβολή κατευθυντήριων γραμμών και η προώθηση της κατάλληλης ενημέρωσης – ευαισθητοποίησης, ούτως ώστε τα άτομα, οι ομάδες και οι κοινωνικοί θεσμοί να λαμβάνουν αποφάσεις που περιορίζουν σημαντικά τον βαθμό έκθεσης στους κινδύνους υγείας μέσω της αποδοχής και ανάπτυξης μιας νέας συμπεριφοράς υγείας (Health promotion and attitude change models) (Σαρρής, 2001).

Πίστη στην Υγεία (Health Belief Model) 

Το πρότυπο πίστης στην υγεία υποθέτει ότι η συμπεριφορά υγείας των ανθρώπων καθορίζεται από τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την απειλή της νόσου ή του τραύματος και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της δράσης τους (Hewston & Stroebe, 2007).

Την εποχή που αναπτύχθηκε το μοντέλο αυτό (1950) ήταν μια σημαντική καινοτομία. Η τεχνική αυτή υποστηρίζει ότι, για να οδηγηθεί κάποιος στην υιοθέτηση υγιούς συμπεριφοράς, πρέπει να πιστεύει στην αξία της υγείας, στη σημασία της υγιούς συμπεριφοράς και στην ποιότητα της ζωής.

Απαραίτητη, επίσης, κρίνεται η γνώση των συνεπειών στην υγεία από την απουσία κάποιας υγιούς συμπεριφοράς, ώστε να μπορεί να αντιληφθεί κανείς ποιο θα είναι το όφελος και ποιο το κόστος.

Το πρότυπο πίστης στην υγεία εστιάζει σε σκέψεις συναφείς με την υγεία (πεποιθήσεις περί υγείας), γιατί αυτές θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν τους καθοριστικούς παράγοντες πρόληψης της υγείας.

Η τεχνική αυτή όμως, όσο κι αν προσπαθεί να ωθήσει τους ανθρώπους προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είναι αρκετή για την κατανόηση και την επεξήγηση των σύνθετων διαδικασιών της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γιατί δεν μπορεί να ενσωματώσει δύο γνωστικές μεταβλητές που έχουν αναγνωριστεί πρόσφατα ως βασικοί καθοριστικοί παράγοντες της συμπεριφοράς: την αίσθηση της αποτελεσματικότητας του εαυτού (Bandura, 1997) και την πρόθεση της συμπεριφοράς, η οποία μεσολαβεί ανάμεσα στις πεποιθήσεις περί υγείας και στην υγιή συμπεριφορά (Wurtele, 1988).

Κίνητρο για την προστασία της ζωής (Protection Motivation Theory) 

Με τη θεωρία αυτή γίνεται προσπάθεια να αντιληφθούν οι άνθρωποι τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία μιας «ανθυγιεινής» συμπεριφοράς μέσω των ανακοινώσεων που δημιουργούν φόβο. Αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε από τούς Rogers, (1983) και Norman, Boer & Seydeel, (2005) και υποθέτει ότι το κίνητρο για να προστατευτεί κανείς από τον κίνδυνο είναι μια θετική συνάρτηση τεσσάρων πεποιθήσεων: ότι η απειλή είναι σοβαρή, ότι κάποιος είναι προσωπικά ευάλωτος, ότι το άτομο έχει την ικανότητα να εκτελέσει την προσαρμοστική ενέργεια και ότι η προσαρμοστική αυτή ενέργεια δρα αποτελεσματικά μειώνοντας την απειλή.

Η σοβαρότητα της κατάστασης ενισχύεται όταν επηρεάζεται (εκτός από την υγεία) ο τρόπος ζωής, οι δραστηριότητες κ.ά. Σ’ αυτό το σημείο καλούνται οι Σύμβουλοι της Υγείας να ενημερώσουν και να δώσουν κίνητρο για τη διατήρηση και την προστασία της υγείας.

Η αξία και η ποιότητα της ζωής πρέπει να τονισθούν ακόμα και σ’ αυτούς που έχουν αποκτήσει υγιή συμπεριφορά σε όλους τους τομείς της ζωής τους, για να τους ενθαρρύνουν να συνεχίσουν.

 Μεικτή θεωρία (Transtheoretical Model of Behaviour Change) 

Η θεωρία αυτή αποτελεί ένα συνδυασμό των προηγούμενων. Ωθεί τους ανθρώπους στο να εκτιμήσουν την αξία της ζωής και της υγείας, δίνοντας κίνητρα για τη διατήρηση και την προστασία της (Prochaska & Velicer, 1997).

Δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την προώθηση υγιούς συμπεριφοράς και μελετά όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων.

Εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της αλλαγής της συμπεριφοράς και συμβάλλει στην πρόληψη ανθυγιεινών συνηθειών, δίνοντας μεγάλη έμφαση στην προσωπική ευθύνη για αλλαγή. Το άτομο αποκτά επαρκή γνώση της κατάστασης (των συνεπειών και των κινδύνων) και μαθαίνει και τη γνώμη των συγγενών και των φίλων του.

Συνήθως, η θεωρία αυτή εφαρμόζεται σε προσωπικό επίπεδο, με συμβουλευτική συνέντευξη. Οι παραπάνω θεωρίες και τεχνικές για την προώθηση υγιούς συμπεριφοράς μπορεί να υπόσχονται καλά αποτελέσματα, όμως καμία δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά και να βρει κατάλληλο τρόπο παρέμβασης.

Χρειάζεται ακόμα αρκετή μελέτη για τους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν τους ανθρώπους, ενίσχυση των κινήτρων και των επιχειρημάτων σε συγκεκριμένη υγιή κατεύθυνση και κρατική μέριμνα και υποστήριξη.

Στρατηγικές επίτευξης αλλαγής της συμπεριφοράς προς έναν υγιέστερο προσανατολισμό 

Δεδομένου του γεγονότος ότι πολλοί άνθρωποι έχουν ανθυγιεινές συμπεριφορές όπως κάπνισμα, κακή διατροφή, έλλειψη άσκησης, σεξ χωρίς προστασία, διακινδυνευμένη οδήγηση, καθίσταται αναγκαίο να δούμε πως θα αλλάξουν αυτές οι συμπεριφορές.

Οι δημόσιες παρεμβάσεις που σκοπό έχουν συμπεριφοριστικές αλλαγές βασίζονται σε δύο στρατηγικές:
1) Εκπαίδευση υγείας, η οποία μεταφέρει γνώσεις για τις συνέπειες που έχουν στην υγεία τους συγκεκριμένα στυλ ζωής καθώς και δεξιότητες που θα καθιστούν ικανούς τους ανθρώπους να αλλάζουν τις συμπεριφορές τους.

Αυτή η «μεταβίβαση γνώσεων» συνεπάγεται, συνήθως, έκθεση των ανθρώπων σε πειστικά μηνύματα που είναι σχεδιασμένα να τους κινητοποιήσουν, ώστε να υιοθετήσουν συμπεριφορά που προάγει την υγεία τους και να αλλάξουν τη συμπεριφορά που την βλάπτει.

Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις μπορεί να αυξήσουν το φόρο των τσιγάρων ή των οινοπνευματωδών ή να καθιερώσουν πρόστιμο για όσους δεν χρησιμοποιούν ζώνες ασφαλείας ή μπορεί να προσφέρουν δωρεάν εμβολιασμό ή δωρεάν εξετάσεις για ορισμένες ομάδες κινδύνου.

2) Πειθώ: Οι προσπάθειες που γίνονται για να αλλάξουν τις ανθυγιεινές συμπεριφορές των ανθρώπων χρησιμοποιούν συχνά την έκλυση φόβου (de Hoog, Stroebe & de Wit, 2005). Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες πολλών από τις μεταβλητές που θεωρούνται ότι μειώνουν τον αντίκτυπο της επίκλησης του φόβου έχουν ασαφή ευρήματα.

Είναι το συναίσθημα του φόβου αυτό καθ’ αυτό που κυρίως είναι υπεύθυνο για αυτήν τη θετική επίδραση; Μάλλον η ευαλωτότητα κάποιου απέναντι στην απειλή και η αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης διορθωτικής ενέργειας είναι πιο σημαντικοί παράγοντες της αποδοχής της απειλής (Das, de Wit & Stroebe, 2003, de Hoog, Stroebe & de Wit, 2005). …

Οι επικοινωνίες που διεγείρουν το φόβο μπορεί να έχουν μια από τις δύο ακόλουθες καταλήξεις:
1) Να αυξήσουν την αμυντική κινητοποίηση για ακριβή και συστηματική επεξεργασία των επιχειρημάτων που περιέχονται στην επικοινωνία, ή
2) να προκαλέσουν άλλου είδους αμυντική κινητοποίηση. Η αμυντική κινητοποίηση αντικατοπτρίζει την επιθυμία να διατηρήσουμε τις στάσεις και τις πεποιθήσεις μας που συμφωνούν με τις υπάρχουσες κεντρικές στάσεις και αξίες. Hewston & Stroebe, 2007 σελ.705

Μια επικοινωνία που διεγείρει τον φόβο είναι, για παράδειγμα, το μήνυμα (spot) ότι, σε περίπτωση αυτοκινητιστικού ατυχήματος, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος βλάβης ή μοιραίου τραυματισμού, αν δεν χρησιμοποιούνται οι ζώνες ασφαλείας.

Σημαντικός παράγοντας, όμως, που καθορίζει κατά πόσο μια απειλή της υγείας θα προκαλέσει φόβο είναι η προσωπική τρωτότητα/ευαλωτότητα (personal vulnerability).
Εάν το άτομο δεν νιώθει ότι η απειλή τον αφορά προσωπικά, δεν θα νιώσει ότι απειλείται, ακόμη και αν κινδυνεύει πραγματικά.

Αλλάζοντας την δομή των κινήτρων (Changing the incentive structure). 

Η πειθώ συχνά καταλήγει να είναι ένα αναποτελεσματικό μέσο αλλαγής της συμπεριφοράς για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Για παράδειγμα, όταν οι Σουηδοί οδηγοί δεν μπορούσαν να πειστούν να χρησιμοποιήσουν τις ζώνες ασφαλείας τους, η κυβέρνηση αποφάσισε να εισαγάγει έναν νόμο που έκανε τη χρήση ζώνης υποχρεωτική για τους επιβάτες των μπροστινών καθισμάτων στα ιδιωτικά αυτοκίνητα. Αυτός ο νόμος αύξησε τη συχνότητα της χρήσης ζώνης από 30 σε 85% μέσα σε λίγους μήνες (Fhaner & Hane, 1979).

Μια μετα-ανάλυση που συνέκρινε την επιρροή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της χρήσης ζώνης έδειξε ότι τα νομικά μέτρα είχαν σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερη αύξηση αλλαγής συμπεριφοράς από ότι η εκπαίδευση (Johnston, Hendrics & Fike, 1994).

Έτσι ξεκάθαρα, τα κίνητρα ή οι κυρώσεις που συνδέονται με τέτοιες εξαναγκαστικές στρατηγικές είναι πιο αποτελεσματικά από τα σχετικώς περιορισμένα αποτελέσματα προσπαθειών πειθούς (Stroebe, 2001).

Επιπροσθέτως, για να είναι επικερδή τα κίνητρα ή να αποφευχθούν οι κυρώσεις, η στρατηγική που είναι βασισμένη στα κίνητρα της αλλαγής συμπεριφοράς μπορεί να βοηθήσει να υιοθετηθούν υγιείς συμπεριφορές. Έτσι λοιπόν, συμπεριφορές τέτοιες, όπως το να φοράς ζώνη ασφαλείας ή να σταματάς στο κόκκινο φανάρι, γίνονται συνήθειες εάν εφαρμόζονται συχνά και σε σταθερά περιβάλλοντα (Ouellette & Wood, 1998, Verplanken & Aarts, 1999).

Επιπροσθέτως, τα άτομα που υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν την επιβεβλημένη συμπεριφορά συνειδητοποιούν ότι αυτή η συμπεριφορά που έχουν τώρα δεν είναι τόσο επιζήμια όσο φαντάζονταν πριν την υιοθετήσουν. Η απαιτούμενη λοιπόν συμπεριφορά απέναντι στα προαναφερθέντα μέτρα παροτρύνει τους οδηγούς να επεξεργάζονται τις συνέπειες των μέτρων ασφαλούς οδήγησης.

Αυτό το γεγονός οδηγεί στην υιοθέτηση ασφαλών συμπεριφορών ασχέτως προστίμων ή ανταμοιβών. Παρ’ όλα αυτά, δεν ισχύουν πάντοτε τα οικονομικά κίνητρα ή οι νομικές κυρώσεις, ώστε να επηρεαστεί η συμπεριφορά που σχετίζεται με την υγεία, γιατί για καλές συμπεριφορές, όπως π.χ. η καθημερινή άσκηση, δεν μπορούν να επιβληθούν νόμοι.

Επίσης, θα μειωνόταν η ευχαρίστηση μιας, ούτως ή άλλως, ευχάριστης συνήθειας εάν προσφερόταν αμοιβή για την εκτέλεσή της καθημερινά. Η διαπαιδαγώγηση υγείας, από την άλλη πλευρά, εγείρει μια εσωτερική κινητοποίηση (π.χ. αισθάνομαι καλύτερα τώρα που σταμάτησα το κάπνισμα) (Stroebe, 2001).

Επί πλέον, μια αλλαγή συμπεριφοράς που επιβάλλεται με την απειλή νομικών κυρώσεων μπορεί όντως να μετατρέπει τη συμπεριφορά, λόγω ακριβώς αυτών των νομικών κυρώσεων, χωρίς να υπάρχει πίστη στην συμπεριφορά αυτή (π.χ. Εξακολουθώ να μην θεωρώ αναγκαία την χρήση ζώνης ασφαλείας, όμως δεν αντέχω να πληρώνω τα πρόστιμα) (Lepper & Greene, 1978). Γονεϊκοί ρόλοι – μοντέλα στην διακινδυνευμένη οδήγηση

Σύμφωνα με την θεωρία της κοινωνικής μάθησης (Bandura, 1977), οι γονείς διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους με το παράδειγμα (modeling). Οι γονείς των ατόμων που είναι βίαιοι, κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή καπνίζουν, επιδεικνύουν τις ίδιες συμπεριφορές οι οποίες μεταφέρονται στους απογόνους (White, Johnson & Buyske, 2000).

Η ποιότητα της σχέσης γονιών-εφήβων (Fromme, 2006) και η επίδραση των συνομηλίκων (Simons-Morton, Lerner & Singer, 2005) έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει την πρόληψη των συμπεριφορών διακινδύνευσης.

Επίσης, οι Tauban Ben-Ari & Katz-Ben-Ami (2012) έχουν εξετάσει το συνδυασμό του γονεϊκού δεσμού με την επιρροή των συνομήλικων των εφήβων, που έχουν ως συνέπεια να αναπτύσσονται συμπεριφορές διακινδύνευσης.

Έχει διαπιστωθεί, και αυτό είναι σημαντικό εύρημα όσον αφορά τα γονεϊκά πρότυπα, ότι η σχέση μητέρας-έφηβου έχει μεγαλύτερη επίδραση για την απομάκρυνση των επικίνδυνων συμπεριφορών από τον έφηβο από οποιονδήποτε άλλο (Smorti, Guarnieri & Ingoglia, 2014).

Οι Ferguson et al. (2001) και οι Tauban Ben-Ari, Mikulincer & Gillath (2005) εξετάζουν, επίσης, την επίδραση που έχει η οδηγική συμπεριφορά των γονιών στην οδηγική συμπεριφορά των παιδιών τους, δηλ. το στυλ της οδήγησης των γονιών, που περιλαμβάνει ανάπτυξη ταχύτητας, επιτάχυνση, επίπεδο προσοχής και τρόπο διεκδίκησης γενικά.

Υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι η επίδραση αυτή διατρέχει τις γενιές, δηλ. πάει από πατέρα σε υιό. Με στόχο, λοιπόν, τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας υγείας και ασφάλειας από την πρώιμη σχολική ηλικία, έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές παρεμβάσεις προαγωγής υγείας με πληθυσμό-στόχο μαθητές.

Οι Zeedyk & Wallace (2003), σχεδίασαν, εφάρμοσαν και αξιολόγησαν μια καινοτόμο παρέμβαση για την οδική ασφάλεια που στόχευε σε παιδιά πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με βασικό εργαλείο ένα διασκεδαστικό βίντεο για τη διδασκαλία της οδικής ασφάλειας, οι ερευνητές αναζήτησαν την αποτελεσματικότητά του στα παιδιά. Εφηύραν τον όρο «edutainment» (education-entertainment), που υπαινίσσεται τη διδασκαλία σε συνδυασμό με τη διασκέδαση. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, ήταν αποθαρρυντικά. Καμιά μεταβολή δεν σημειώθηκε σε βάθος χρόνου στις γνώσεις και στις στάσεις των μικρών μαθητών για την οδική ασφάλεια.

Αποσπασματικές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις δεν καρποφορούν, ούτε και με ελκυστικά εκπαιδευτικά μέσα. Αντίθετα, οι παρεμβάσεις προαγωγής υγείας πρέπει να λαμβάνουν εξίσου υπόψιν τον τρόπο ζωής του πληθυσμού-στόχου, καθώς και τους κοινωνικοπολιτισμικούς παράγοντες που ωθούν το άτομο/ άτομα σαν σύνολο να επιλέξουν τον εκάστοτε τρόπο ζωής.

Επίσης, οι παρεμβάσεις πρέπει να έχουν συνέχεια και να είναι διαρκείς. Επομένως, συζητούμε για τους δομικούς, κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που συντηρούν το φαινόμενο της διακινδυνευμένης οδήγησης, προπάντων σε νεαρές ηλικίες.

Οι νέοι οδηγοί θα μπορούσαν να βοηθηθούν ιδιαίτερα από την επιμήκυνση της επίβλεψής τους κατά την περίοδο της εκμάθησης οδήγησης (Langford, 2006).

Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί η προσέγγιση απέναντι στην παρορμητικότητα των νέων και να προσανατολιστεί η εκπαίδευσή τους για το δίπλωμα οδήγησης προς κάποια ανταμοιβή, ώστε να μειωθεί η τάση των νέων να παίρνουν ρίσκα ενώ οδηγούν (Prato et al, 2010).

Τέλος, οι νέοι οδηγοί μπορούν να εκπαιδεύονται με τη βοήθεια του προσομοιωτή (simulator) με διάφορα επίπεδα δυσκολίας, κάτω από την επίβλεψη εκπαιδευμένων καθοδηγητών (Robertson & Kjelsrud, 2012). Πηγή: http://lahers.seyp.teicrete.gr/index.php?lang=el

Συμπέρασμα 

Η οδήγηση, ιδιαίτερα σε καταστάσεις πυκνής κυκλοφορίας στους δρόμους, όπου αντιμετωπίζει κάποιος επικίνδυνες, στρεσογόνες και απρόβλεπτες καταστάσεις, απαιτεί πολλές ικανότητες και δεν είναι εύκολο να μαθευτεί. Το περιεχόμενο της Αγωγής Υγείας και οι ειδικότεροι στόχοι της διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, τις συνθήκες διαβίωσης (κοινωνικό-οικονομικοί και κοινωνικό-πολιτιστικοί παράγοντες), τη νοσηρότητα, τον βαθμό έκθεσης σε βλαπτικούς παράγοντες των ομάδων του πληθυσμού στις οποίες απευθύνεται.

Πλην του περιεχομένου και των ειδικότερων στόχων, οι μέθοδοι και τα μέσα της Αγωγής Υγείας διαφοροποιούνται. Επίσης διαφοροποιούνται ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαίτερες συνθήκες του πληθυσμού στον οποίο αναφέρονται.

Η καλλιέργεια της Αγωγής Υγείας αποτελεί βασική μέριμνα κάθε Πολιτείας, δεδομένου ότι αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους στόχους για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του πληθυσμού και τη διασφάλισης της ανθρώπινης ανάπτυξης μιας χώρας.

Η εκπαίδευση σε θέματα υγείας βασίζεται επάνω στην ιδέα ότι το κοινό, το οποίο πείθεται για τα πλεονεκτήματα που έχει η υιοθέτηση της σχετικής με την υγεία συμπεριφοράς, θα εξακολουθεί να την επιδεικνύει ακόμα και σε περιστάσεις ιδιωτικές, στις οποίες απουσιάζουν οι Θεσμοί παρακολούθησης και επιβολής προστίμων.

Οι νέοι επίσης μπορούν να διδάσκονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να ευαισθητοποιούνται απέναντι στον κίνδυνο πριν πιάσουν το τιμόνι, με τη μορφή coaching/mentoring από «σημαντικούς άλλους», οι οποίοι να λειτουργούν σαν πραγματικά παραδείγματα/υποδείγματα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bandura, A. (1977) Social Learning Theory, Prentice Hall, Englewood Cliffs, NJ.
Bandura, A. (1997) Self efficacy: The exercise of control. New York: Freeman.
Das, E., de Wit, J. & Stroebe, W. (2003) Fear appeals motivate acceptance of action recommendations: Evidence for a positive bias in the processing of persuasive messages, Personality and Social Psychology Bulletin, 29, 650-654.
de Hoog, N., Stroebe, W. & de Wit, J. (2005) The impact of fear appeals on the processing and acceptance of action recommendations, Personality and Social Psychology Bulletin, 31, 24-33.
Ferguson, S.., A., Williams, A. F., Chapline, J. F., Reinfurt, D. W., & De Leonardis, D. M. (2001)
Relationship of parent driving records to the driving records of their children, Acc. Anal. And Prev. 33, 229-234.
Fhaner, G. & Hane, M. (1979) Seat belts: Opinion effects of law-induced use, Journal of Applied Psychology, 64, 205-212.
Fromme, K. (2006) Parenting and other influences on the alcohol use and emotional adjustment of children, adolescents, and emerging adults, Psychology of Addict. Behav, 20, 138-139.
Hewston M. & Stroebe W, (2007) Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία, εκδ. Παπαζήση,
Johnston, J.J., Hendricks, S.A. & Fike, J.M. (1994) The effectiveness of behavioral safety belt intervention, Accident Analysis and Prevention, 26, 315-323.
Langford, J. (2006) Road safety implications of further training for young drivers. Melbourne: Monash Univ, Accid. Research Centre.
Lepper, M.R., Greene, D. (Eds.) (1978) The hidden costs of reward. Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum.
Norman, P., Boer, H. & Seydel, E.R. (2005) Protection motivation theory. In M. Conner & P.
Norman (Eds.), Predicting health behaviour (2nd edn, 81-126). Maidenhead: Open University Press.
Ouellette, J.A. & Wood, W. (1998) Habit and intention in everyday life: The multiple process by which past behavior predicts future behavior, Psychological Bulletin, 124, 54-74.
Prato, C, G., Toledo, T., Lotan, T., & Taubman-Ben-ari, O. (2010) Modeling the behavior of novice young drivers during the first year after licensure, Acc. Anal. And Prev, 42, 480-486.
Prochaska J.O, Velicer W.F. (1997). The transtheoretical model of health behavior change, Am. J. Health Promoot, Sep-Oct, 12 (1), 38-48.
Rogers, R.W. (1983) Cognitive and physiological processes in fear appeals and attitude change: A revised theory of protection motivation. In J.T. Cacioppo & R.E. Petty (Eds.), Social psychophysiology: A Source book (153-176). New York: Guilford Press.
Robertson, K. & Kjelsrud, H. (2012) Using reflecting team as a method to focus on state of mind and emotions and how it affects our actions. In. I. Dorn (Ed.), Driver behavior and training(V) (47-59). Aldershot, UK: Ashgate
Σαρρής Μ. (2001) Κοινωνιολογία της υγείας και ποιότητα ζωής. Εκδ. Παπαζήση.
Simons-Morton, B., Lerner, N., & Singer, J. (2005)The observed effects of teenage passengers on the risky driving behaviour of teenage drivers, Accid. Anal. And Prev., 37, 973-982.
Smorti, M., Guarnieri, S., Ingoglia S. (2014) The parental bond, resistance to peer influence, and risky driving in adolescence, Transportation Res. Part F , 22 184-195.
Stroebe, W. (2001) Social psychology and health. An important, integrative approach to health topics from a social-psychological perspective, Buckingham: Open University Press, (2nd edn).
Tauban Ben-Ari , O., Mikulincer M., Gillath, O. (2005) From parents to children-similarity in parents and offspring driving styles, Transp. Res. Part F , 8. 19-29.
Tauban Ben-Ari, O., & Katz-Ben-Ami, L. (2012) The contribution of family climate for road safety and social environment to the reported driving behaviour of young drivers, Acc. Anal. And Prev., 47, 1-10.
Verplanken, B. & Aarts, H. (1999) Habit, attitude, planned behavior: Is habit an empty construct or an interesting case of goal directed automaticity? In W. Stroebe & M. Hewston (Eds.), Published online: 15 Apr 2011, European review of social psychology, 10, (1),100-134, Chichester:Wiley .
http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/14792779943000035
White, H.R., Johnson,V., Buyske, S. (2000) Parental modeling and parenting behavior effects on offspring alcohol and cigarette use- a growth curve analysis, J. Subst. Abus, 12, 287-310.
Wurtele, S. K. (1988) Increasing women’s calcium intake: The role of health beliefs, intentions, and health value. Journal of Applied Social Psychology, 18, 627-39.
Zeedyk MS, Wallace L., (2003) Tackling children’s road safety through edutainment: an evaluation of effectiveness. Health Educ. Res., Aug. 18 (4) 493-505.

 

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Κίνδυνος (Μέρος Πρώτο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Ερευνητικά Δεδομένα Ιδιαίτερου Κοινωνιοδημογραφικού Ενδιαφέροντος (Μ. Παπανικολάου) (Μέρος Δεύτερο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Οδήγηση – Γνωστικές Λειτουργίες (Μέρος Τρίτο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Προσωπικότητα Και Διακινδυνευμένη Οδήγηση (Personality and risky driving) (Μέρος Τέταρτο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Τρόπος Της Ζωής Και Παράγοντες Διακινδύνευσης Που Οδηγούν Σε Συγκρούσεις (Μέρος Πέμπτο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Κούραση Κατά Την Οδήγηση Και Κίνδυνος Συγκρούσεων (Μέρος Έκτο)

Μοντέλα Προαγωγής Υγείας Και Αλλαγής Συμπεριφοράς (Μέρος Έβδομο)

ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΟΔΗΓΟΥ

Ένα εργαλείο διαχείρισης συμπεριφορών διακινδύνευσης κατά την οδήγηση για την πρόληψη των τροχαίων συγκρούσεων στην Ελλάδα

Εργαστήριο Μελέτης Συμπεριφορών Υγείας και Οδικής Ασφάλειας Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας ΤΕΙ Κρήτης

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ