Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Τροχαία » Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Τρόπος Της Ζωής Και Παράγοντες Διακινδύνευσης Που Οδηγούν Σε Συγκρούσεις (Μέρος Πέμπτο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Τρόπος Της Ζωής Και Παράγοντες Διακινδύνευσης Που Οδηγούν Σε Συγκρούσεις (Μέρος Πέμπτο)

Ο άνθρωπος οδηγεί όπως ζει. Εάν η προσωπική του ζωή χαρακτηρίζεται από ανοχή, προνοητικότητα, σύνεση, και σεβασμό απέναντι στους άλλους, τότε θα οδηγεί και με τον ίδιο τρόπο. Εάν η προσωπική του ζωή στερείται αυτών των επιθυμητών χαρακτηριστικών, τότε και ο τρόπος που οδηγεί θα έχει υψηλότερα ποσοστά ατυχημάτων Tillman and Hobbs (1949, σελ. 329) στον Shinar (2007, σελ. 322).

Το παρόν κεφάλαιο περιγράφει πώς ο τρόπος ζωής μπορεί να σχετίζεται άμεσα με τη συμπεριφορά υγείας και ιδιαίτερα με την οδηγική συμπεριφορά. Γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί η καθημερινή ζωή των ατόμων, των κοινωνικών ομάδων και των κοινωνικών θεσμών πολυδιάστατα και πολυπαραγοντικά, έχοντας σαν κεντρική ιδέα την διαμόρφωση συνθηκών και όρων που θα επιτρέψουν τη δημιουργία ενός νέου προτύπου υγιούς οδηγικής συμπεριφοράς.

Εισαγωγή 

Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι η σύνθετη αντανάκλαση πολλαπλών κοινωνικο-πολιτισμικών παραγόντων οι οποίοι δρουν σε ένα προϋπάρχον βιολογικό υπόστρωμα. Το αποτέλεσμα της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι η περιορισμένη κατανόησή της (Ulmer, 1984).

O Ulmer ανάγει τη χρήση του αυτοκινήτου στα περιθώρια έκφρασης της ανθρώπινης συμπεριφοράς αλλά προσθέτει και τους κοινωνικο-πολιτισμικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά.

Διευρύνει έτσι τη συζήτηση στρέφοντας το ενδιαφέρον του όχι αυστηρά στην οδηγική συμπεριφορά αλλά στην κοινωνική αντίληψη για τη χρήση του αυτοκινήτου.

Στην αμερικανική κοινωνία, τόνιζε, μετά την αγορά κατοικίας, το αυτοκίνητο αποτελούσε τη δεύτερη μεγάλη αγορά για τις περισσότερες οικογένειες. Η αξία του αυτοκινήτου προσδιόριζε και αντανακλούσε την οικονομική επιφάνεια της οικογένειας και σε ευρύτερο επίπεδο την οικονομική ευρωστία ολόκληρης της χώρας.

Οι οδικές τροχαίες συγκρούσεις είναι σαφώς ένα κοινωνικό φαινόμενο που μοιράζεται κοινά επιδημιολογικά χαρακτηριστικά, όπως ο ανθρώπινος παράγοντας, η ώρα, το περιβάλλον και η εποχή. Είναι γνωστό π.χ. ότι οι ηλικίες 16-29 διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο τροχαίας σύγκρουσης. Βέβαια, συντελούν και άλλοι περιβαλλοντικοί – οικολογικοί παράγοντες, όπως η κατασκευή του αυτοκινήτου, οι καιρικές συνθήκες και το οδικό δίκτυο.

Όταν κάποιος από αυτούς τους παράγοντες είναι προβληματικός, η πιθανότητα πρόκλησης αυτοκινητικής σύγκρουσης αυξάνεται.

Πιο συγκεκριμένα, ως ανθρώπινοι παράγοντες εννοούνται οι: ακατάλληλη αντίληψη, υπερβολική ταχύτητα, μειωμένη προσοχή και παραβιάσεις του Κ.Ο.Κ. Επίσης, η κατανάλωση αλκοόλ στις μισές περίπου από τις θανατηφόρες τροχαίες συγκρούσεις (Τζαμαλούκα, Σουλτάτου, Χλιαουτάκης, 2008).

Άμεσοι και έμμεσοι κίνδυνοι για την υγεία που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής (lifestyle) 

H υψηλή συγκέντρωση CO₂ που διαχέεται στην ατμόσφαιρα από τόσα αυτοκίνητα συνεισφέρει στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (Intergovernmental panel on climate change, 2014) και ιδιαίτερα η αύξηση της χρήσης των αυτοκινήτων συνδέεται με την αύξηση της παχυσαρκίας (Jacobson, 2011) και, καθώς η παχυσαρκία συνδέεται με πολλές ασθένειες, στις αναπτυγμένες κοινωνίες αναμένεται να αυξηθεί η θνησιμότητα (Monash Obesity & Diabetes Institute (MODI), 2014 ).

Η υγεία μας λοιπόν επηρεάζεται από τον τρόπο της ζωής μας και σε μια προδρομική μελέτη (follow up study) μεταξύ του τρόπου ζωής και της μακροζωίας (Breslow & Enstrom, 1980) που έγινε το 1965 βρέθηκε ότι οι καλές συνήθειες έχουν θετική συσχέτιση με την καλή υγεία. Το ενδιαφέρον ήταν πως εννιάμισι χρόνια αργότερα οι ερευνητές ανακάλυψαν πως εκείνοι που είχαν υγιεινές συνήθειες το 1965 και συνέχιζαν να τις έχουν ζούσαν περισσότερο.

Μπορούμε να δράσουμε ανταποκρινόμενοι σε άμεσους και έμμεσους κινδύνους της υγείας. Οι άμεσοι κίνδυνοι είναι πρακτικές που βάζουν σε κίνδυνο την καλή υγεία, π.χ. απρόσεκτη οδήγηση, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή καφεΐνης.

Οι έμμεσοι κίνδυνοι για την υγεία είναι χαμηλότερες πρακτικές επικινδυνότητας ή αποτυχίες στην πρόληψη, π.χ. οδήγηση χωρίς ζώνη ασφαλείας και ζωή χωρίς φυσική άσκηση.

Οι περισσότεροι παράγοντες κινδύνου είναι συνδεδεμένοι με τον τρόπο της ζωής ενός ατόμου και επιδέχονται τροποποίηση. Μερικοί παράγοντες επικινδυνότητας όπως ηλικία, φυλή, φύλο είναι γενετικά προσδιορισμένοι και δεν μπορούν να τροποποιηθούν από το άτομο.

Άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως κοινωνική τάξη, θρησκευτικές πρακτικές και πολιτισμικές παραδόσεις συνδέονται με την κατάσταση της υγείας με περίπλοκους τρόπους και μπορούν ή όχι να τροποποιηθούν.

Η έννοια του τρόπου της ζωής 

Η κοινωνική διάσταση της υγείας γίνεται άμεσα αντιληπτή καθώς συσχετίζεται άμεσα με την έννοια του τρόπου ζωής.

Ο τρόπος ζωής επιχειρεί να καλύψει τους ποικίλους παράγοντες που υπεισέρχονται στη ζωή ενός ατόμου ή μιας ομάδας του πληθυσμού (Kahle & Close, 2011): Τρόπος της ζωής είναι τα πρότυπα επιλογών και συμπεριφοράς που αναπτύσσονται με ποικίλα εναλλακτικά μέσα που διατίθενται στα άτομα σύμφωνα με τις κοινωνικό-οικονομικές και κοινωνικό-πολιτισμικές συνθήκες και ανάλογα με τη δυνατότητα που έχουν να επιλέγουν μεταξύ των μέσων αυτών. http://www.businessdictionary.com/definition/lifestyle.html

Η έννοια του τρόπου ζωής από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αφορά μια ενδιάμεση έννοια που εκφράζει τις ειδικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του ατόμου, της κοινωνικής ομάδας και των κοινωνικών θεσμών (Edison et al., 2011).

Ο τρόπος ζωής ενός ατόμου αναπτύσσεται μέσω της πορείας της κοινωνικοποίησης και περιλαμβάνει τους βασικούς προσανατολισμούς και τα πρότυπα συμπεριφοράς. Οι επισημάνσεις αυτές αποτελούν σημαντικές κατευθυντήριες γραμμές για τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής, τις επιλογές και τις αποφάσεις.

Παρόλο που διασπείρονται άνισα οι οικονομικές, πολιτισμικές και κοινωνικές πηγές ή «κεφάλαια» ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετικές κοινωνικές θέσεις (Bourdieu, 1986, Carpiano et al., 2008), αυτά τα κεφάλαια σχηματίζουν τα στυλ ζωής (Cockerham, Hinote, 2009) ως «συλλογικά σχήματα που βασίζονται σε εθελούσιες επιλογές ζωής που είναι διαθέσιμες στους ανθρώπους σύμφωνα με τις ευκαιρίες της ζωής τους ή τις κοινωνικές τους τάξεις.

Οι ευκαιρίες ή οι περιορισμένες επιλογές καθορίζουν τις συμπεριφοριστικές πρακτικές» (Cockerham, 2013).

Οι υπεύθυνοι των προγραμμάτων Αγωγής Υγείας οφείλουν να αναλύουν τα πρότυπα αυτά ανάλογα με τη σχέση που αναπτύσσεται στο δίπολο υγεία αρρώστια και να προωθούν πρότυπα που προάγουν την υγεία λαμβάνοντας υπόψη τα υπάρχοντα πρότυπα και τους τρέχοντες κανόνες του τρόπου ζωής.

Εξάλλου, κεντρικής σημασίας στην θεωρία των υγιών τρόπων ζωής είναι η αναλογία με την οποία οι άνθρωποι ευθυγραμμίζουν τους στόχους τους, τις ανάγκες τους και τις επιθυμίες τους, με τις πιθανότητες να τις πραγματοποιήσουν και διαλέγουν έναν τρόπο ζωής σύμφωνα με τους πόρους που διαθέτουν και τις συνθήκες της τάξης τους και αυτή η αναλογία έχει μια δομικά ισομορφική-γεωμετρική σχέση (Lebaron, 2009).

Η θέση που κάθε άτομο κατέχει στον πολυδιάστατο κοινωνικό χώρο συνιστά την ιδιότητά του ως μέλος σε μια ιδιαίτερη κοινωνική τάξη. Αυτή η θέση καθορίζεται από την ποσότητα του «κεφαλαίου» που κατέχει σε σχέση με τους άλλους καθώς και σε σχέση με τη διασπορά διαφορετικών τύπων «κεφαλαίου». Το κεφάλαιο μπορεί να είναι οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό.

Το οικονομικό κεφάλαιο είναι κατά παράδοση χρήματα, σπίτι, κατοχή αυτοκινήτου. Το πολιτισμικό κεφάλαιο συνεπάγεται γνώση, ικανότητες και κατανόηση των κωδίκων μιας ιδιαίτερης κουλτούρας. Το κοινωνικό κεφάλαιο αναφέρεται στους διαθέσιμους πόρους που υπάρχουν μέσω των δικτύων που μοιράζονται τα άτομα (Bourdieu, 1986).

Ο τρόπος της ζωής μιας κοινωνικής ομάδας εμπεριέχει τα κοινωνικά πρότυπα και τους τρόπους έκφρασης, τις ενδείξεις αμοιβαίας αναγνώρισης, τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, τις παραμέτρους που συντελούν στους συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων-μελών της. Ο τρόπος ζωής μιας ομάδας αποτελεί μια ρέουσα πηγή επιλεγμένων προτύπων συμπεριφοράς και ερμηνειών μιας συγκεκριμένης κοινωνικής κατάστασης.

Αυτά τα κοινωνικά κεφάλαια αναφέρονται στις διαθέσιμες πηγές μέσω των δικτύων που συνδέουν τα άτομα (Bourdieu, 1986) και διατρέχουν την προτίμηση για υγιείς τρόπους ζωής (Wilson, 2002). Οι τρόποι ζωής των ατόμων και των ομάδων συσχετίζονται άμεσα με τη συμπεριφορά υγείας και επιδρούν καθοριστικά στην εκδήλωση των ποικίλων εκφάνσεών της.

Στη μελέτη των Τζαμαλούκα, Σουλτάτου, Χλιαουτάκη (2008) γίνεται προσπάθεια να περιγραφεί ο τρόπος ζωής ως ένα αξιόπιστο μεθοδολογικό εργαλείο για τη μελέτη και πρόληψη των συμπεριφορών διακινδύνευσης. Μέσα από την ανασκόπηση της διεθνούς αλλά και της ελληνικής βιβλιογραφίας παρουσιάζονται συνοπτικά οι απαρχές και η εξέλιξη του μεθοδολογικού αυτού εργαλείου, δίνοντας τα κατάλληλα παραδείγματα και υποστηρίζοντας την συνέχιση της χρήσης τους.

Τα βιβλιογραφικά αποτελέσματα από τους χώρους της υγείας και κυρίως από τον χώρο της οδικής ασφάλειας έρχονται να υποστηρίξουν ότι συγκεκριμένοι τρόποι ζωής μπορούν να ερμηνεύσουν τις συμπεριφορές διακινδύνευσης είτε πρόκειται για υψηλή είτε για χαμηλή διακινδύνευση.

Οι κοινωνικές επιστήμες χρειάζονται τέτοια υποδείγματα προκειμένου να σχεδιάζονται πολιτικές παρέμβασης για τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς ώστε αυτή να οδηγείται σε υγιέστερα μονοπάτια.

Ο τρόπος ζωής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτισμικές μορφές που εμπεριέχει μια κοινωνία. Όμως, κάθε τρόπος ζωής αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο στη χρήση συγκεκριμένων αγαθών αλλά όχι και του συνόλου της κοινωνικής εμπειρίας. Σύμφωνα με τον Chaney, ο τρόπος ζωής είναι σύνολα πράξεων και στάσεων που εννοούνται και συμβαίνουν σε συγκεκριμένους χώρους και συνθήκες (Chaney, 1996).

O Miles (2000), ωστόσο, μοιάζει να ασπάζεται την προσέγγιση της Reimer (1988), η οποία θεωρεί τον τρόπο ζωής ως ένα συγκεκριμένο πρότυπο καθημερινών δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητα ενός ατόμου. Ο τρόπος ζωής κάθε ατόμου είναι ξεχωριστός και δεν είναι ποτέ απόλυτα όμοιος με άλλου ατόμου. Την ίδια στιγμή, όμως, ο τρόπος ζωής κατευθύνεται προς τις έννοιες του κοινού και του κοινωνικού. Με άλλα λόγια, διαλέγουμε τον τρόπο ζωής μας ανάλογα με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μας.

Γι’ αυτό ο Miles και η Reimer συμβουλεύουν τους ερευνητές να μελετούν τις διαφορές και τις ομοιότητες των ατόμων της ίδιας ομάδας παρά τις διαφορές και ομοιότητες διαφορετικών ομάδων. Ο Berg (1994), προσεγγίζοντας εννοιολογικά τον τρόπο ζωής, ανατρέχει στους θεμελιωτές του όρου όπως οι Hermansson (1988) και Hagstroem (1991).

Σύμφωνα λοιπόν με τον Hermansson η έννοια τρόπος ζωής αναφέρεται γενικά στις πράξεις των ατόμων και η υλιστική κουλτούρα μέσα στην οποία ζουν μπορεί να ιδωθεί ως το αποτέλεσμα των πράξεών τους. Αντίθετα, η πνευματική κουλτούρα μπορεί να εννοηθεί ως το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η υλική διάσταση του πολιτισμού.

Ο Hermansson επίσης θεωρεί ότι όλοι οι νέοι άνθρωποι ανήκουν σε έναν τρόπο ζωής αλλά διαφοροποιούνται ανάλογα με τις υπο-κουλτούρες στις οποίες ανήκουν. Έτσι για τον Hermansson οι μελέτες γύρω από τον τρόπο ζωής θα πρέπει να επικεντρώνονται στις θεμελιώδεις διαφορές που υπάρχουν στην καθημερινή ζωή των ατόμων. Ο Hargstroem θεωρεί ότι οι διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στον τρόπο ζωής των ατόμων επηρεάζονται κατά πολύ από στην κοινωνική τους προέλευση.

Επιπροσθέτως, πιστεύει ότι οι αξίες που πρεσβεύει ο καθένας επηρεάζουν επίσης την επιλογή του τρόπου ζωής, οι οποίοι τρόποι ζωής στη συνέχεια μπορούν να αναζητηθούν στις νεανικές υποκουλτούρες. Η προσέγγιση του Hargstroem είναι ευρεία και τονίζει ότι ο τρόπος ζωής δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς τις έννοιες της κοινωνικής προέλευσης.

Επομένως βλέπει τον τρόπο ζωής ως μια διάσταση και ειδική αντανάκλαση της κοινωνικοποίησης και της εργασιακής ζωής. Ο Berg (1994) παρατηρεί όμως πως αν τα πράγματα είναι όπως τα περιγράφει ο Hargstroem (1991), τότε οι διαφορετικοί τρόποι ζωής θα πρέπει να παράγουν διαφορετικά πρότυπα κοινωνικοποίησης στο ρόλο των ανθρώπων.

Τέλος, ανατρέχοντας σε διάφορες πηγές ο Berg προσπαθεί να συνθέσει μια προσέγγιση μελέτης της ανθρώπινης ζωής. Διακρίνει, λοιπόν, τρεις περιοχές που αλληλεπιδρούν: τη δομή, τη θέση και το άτομο. Σε δομικό επίπεδο, που είναι και το υψηλότερο, αναφερόμαστε στις συγκρίσεις μεταξύ χωρών, θρησκειών και κοινωνιών. Το επίπεδο της θέσης χρησιμοποιείται όταν μελετώνται οι διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, μεταξύ των δύο φύλων, οι ηλικιακές διαφορές κ.λπ.

Τέλος, το κατώτερο επίπεδο, δηλαδή το ατομικό, χρησιμοποιείται όταν η μελέτη επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα, τον τρόπο που βιώνουν την πραγματικότητα και τη ζωή, τον τρόπο που εκφράζονται και τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Berg μόνο το τελευταίο επίπεδο θα μπορούσε να ονομαστεί τρόπος ζωής (lifestyle).

Η θεωρία του τρόπου της ζωής σε εξέλιξη 

Όπως κάθε θεωρητική έννοια, έτσι και το «lifestyle» δεν στάθηκε άμοιρο κριτικής από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Στο σημείο αυτό θα επικεντρωθούμε στην πιο ουσιαστική και ενδιαφέρουσα κριτική, αυτή που διεθνώς είναι γνωστή με τον αγγλικό όρο «victim-blaming», δηλαδή το να κατηγορεί κανείς το άτομο-θύμα για τις επιλογές του. Όπως σημειώνει η Thorogood (1992) σε ένα κεφάλαιο για τη συμβολή της κοινωνιολογίας στην προαγωγή υγείας, η έννοια του τρόπου ζωής έχει κατηγορηθεί ότι επικεντρώνεται στο άτομο και όχι στο σύνολο. Δηλαδή αναζητά τις προσωπικές επιλογές ενός ατόμου, κάνοντας όμως το λάθος να μην αναγνωρίζει ισότιμα το εύρος των επιλογών του ατόμου αυτού.

Έτσι, άνθρωποι/άτομα που προέρχονται από μειονοτικές ομάδες ή τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες επιλογής με ανθρώπους/άτομα που είναι σε πιο πλεονεκτικές θέσεις (Thorogood, 1992), γεγονός που ανατρέχει στον Adams (2005) (στο Κεφάλαιο 1) και στον Bourdieu (1987).

Κάποια από τα κλασσικά παραδείγματα της συγκεκριμένης κριτικής μπορεί να αναφέρονται στο κάπνισμα, τη διατροφή και τη φυσική άσκηση. Λέμε, για παράδειγμα, ότι ένα άτομο από την εργατική τάξη έχει υιοθετήσει έναν τρόπο ζωής διακινδυνευμένο όταν καπνίζει 15-20 τσιγάρα καθημερινά, προτιμά να γευματίζει σε ταχυφαγεία (fast food) και δεν ακολουθεί κάποιο πρόγραμμα γυμναστικής. Στο παράδειγμα αυτό όμως, η έννοια «lifestyle» θεωρείται ότι δεν λαμβάνει υπόψη τους ευρύτερους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που ώθησαν το συγκεκριμένο άτομο να κάνει αυτές τις επιλογές. Δηλαδή, ότι οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις δεν μπορούν στον δυτικό κόσμο να καλύψουν οικονομικά τις απαιτήσεις ενός υγιούς «lifestyle», όπως π.χ. την αγορά βιολογικών πρώτων υλών για μαγείρεμα, φρούτα και λαχανικά αντί τηγανητές πατάτες και burger.

Κάτι αντίστοιχο μοιάζει να υπερασπίζεται και o Raphael (2002) στο άρθρο του για την επιρροή των κοινωνικών παραγόντων στην εμφάνιση καρδιοπαθειών. Τονίζει μάλιστα την εμμονή των καναδικών υπηρεσιών υγείας στον τρόπο ζωής και τη συστηματική υποτίμηση των κοινωνικών παραγόντων που συμβάλλουν στην υγεία και στην ασθένεια.

Σε μια έρευνα ωστόσο των Lutfey and Freese (2005), υποστηρίζεται ότι κι αν ακόμα η κοινωνική τάξη σχετίζεται με την υγεία δεν σημαίνει ότι τα μονοπάτια που ακολουθεί κάποιος σε υψηλότερη τάξη οδηγούν πάντα σε υγιείς συμπεριφορές, ιδιαίτερα εάν καπνίζει φίνα πούρα και καταναλώνει τροφές πλούσιες σε χοληστερίνη.

Οι Vibeke & Capriano (2014), όμως, υποστηρίζουν ότι οι μηχανισμοί της προαγωγής της υγείας συνδέονται άμεσα με την κοινωνική τάξη, δίνοντας μάλιστα προβάδισμα στην υγεία λόγω συμμετοχής σε μια ανώτερη τάξη. Ενώ, όμως, είναι ενδιαφέρουσα η κριτική που αναπτύσσει τόσο ο Raphael (2002) όσο και η Thorogood (1992), θα πρέπει να εντάξουμε αυτή την κριτική μέσα στις κοινωνικο-οικονομικές ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η Ελλάδα.

Η κριτική αλλά και η ίδια ή έννοια του τρόπου ζωής «lifestyle» αναπτύχθηκε μέσα σε δυτικές αναπτυγμένες κοινωνίες, όπου οι συνθήκες ζωής είναι πολύ διαφορετικές. Αξίζει να σημειωθεί για παράδειγμα η αντίρρηση που διατυπώνεται από τον Powles (2002), όταν αναφέρεται στα διαφορετικά προβλήματα της δημόσιας υγείας ανάμεσα στις καπιταλιστικές και τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Αναφερόμενος συγκεκριμένα στον κρητικό αγροτικό πληθυσμό, διερωτάται πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που έχουν ένα ιδιαίτερα ολιγαρκή τρόπο ζωής να σημειώνουν μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης από τους αντίστοιχους καταναλωτικούς πληθυσμούς της αφθονίας (Powles, 2002).

Αναφέρεται εμμέσως στη διατροφή και η απάντηση θα μπορούσε να αφορά στην πολύτιμη ποικιλία της μεσογειακής διατροφής, ωστόσο το ερώτημα του Powles μπορεί να εγείρει μια συζήτηση για τη διαφορετικότητα του όρου τρόπος ζωής ανάμεσα σε κοινωνίες με διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Καταλήγοντας, ισχυριζόμαστε ότι η διαφορετικότητα της ελληνικής κουλτούρας αφήνει τα περιθώρια αποτελεσματικής χρήσης της έννοιας τρόπος ζωής σε έρευνες με πληθυσμό από τον ελληνικό χώρο. Στην κατεύθυνση αυτή έγιναν και στη χώρα μας δύο αξιόλογες έρευνες (μια επιδημιολογική και μια κλινική), για την αναζήτηση κάποιας ενδεχόμενης σχέσης ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής –του εκκλησιαστικού– με ατομικές προσπάθειες για υιοθέτηση συμπεριφορών υγείας (διατροφή, άσκηση, υγιεινή, χαλάρωση και ικανοποίηση από την ζωή).

Οι έρευνες αυτές (Chliaoutakis et al. 2002a, Sarri et al. 2005) τεκμηρίωσαν ότι οι εκκλησιαζόμενοι, τα άτομα δηλαδή που είναι φορείς της κουλτούρας της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας έχουν αυξημένες πιθανότητες να διατρέφονται υγιεινά ακολουθώντας την χριστιανική νηστεία, να απολαμβάνουν καθημερινές στιγμές κατάπαυσης (προσευχή), να είναι περισσότερο αισιόδοξοι για την ζωή (εμπιστοσύνη/πίστη) και να διάγουν έναν λιγότερο ριψοκίνδυνο τρόπο ζωής, συγκρινόμενα με τα άτομα που είναι αδιάφορα ως προς αυτό τον τρόπο ζωής. Βρέθηκε, επίσης, ότι η τρέχουσα κατάσταση της υγείας τους ήταν σε πιο ικανοποιητικά επίπεδα από την υγεία των ατόμων που ακολουθούν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής.

Oι Mellor & Freeborn (2011) και Luhrmann (2012) υποστηρίζουν ότι ακόμα και η παρακολούθηση της τελετουργίας, όπως η συμμετοχή στο εκκλησίασμα και οι προσευχές, είναι πρακτικές που επιδρούν θετικά στην συμπεριφορά των εφήβων με αποτέλεσμα την αποφυγή χρήσης ουσιών, όπως μαριχουάνα και αλκοόλ. Άλλες έρευνες που σχετίστηκαν με τον τρόπο ζωής ήταν η βία στο σχολικό περιβάλλον και η επιθετικότητα και βία κατά την συμβίωση (Τζαμαλούκα και συν. 2006, Tzamalouka et al. 2007).

Σε αυτές τις έρευνες ανιχνεύτηκε ο τρόπος ζωής σαν σημαντικός προγνωστικός δείκτης που συνδέεται με την επιθετικότητα και την ενδοοικογενειακή βία. Βρέθηκε λοιπόν ότι συγκεκριμένοι τρόποι ζωής συνδέονταν με συγκεκριμένες μορφές βίας, όπως για παράδειγμα η υπερβολική ενασχόληση με την εργασία (workaholics).

Η έντονη φυσική άσκηση και η χρήση ουσιών ευνοούσαν την σεξουαλική βία στο ζευγάρι, ενώ τα άτομα που ακολουθούσαν ένα χαμηλών τόνων τρόπο ζωής που συνδεόταν με την παράδοση και την θρησκευτικότητα είχαν χαμηλές επιδόσεις στην φυσική και σεξουαλική βία. Δηλαδή, δεν ασκούσαν φυσική και σεξουαλική βία.

Η σύνδεση του τρόπου ζωής με συμπεριφορές διακινδύνευσης 

Ο τρόπος ζωής έχει χρησιμοποιηθεί ως έννοια στις μελέτες που αφορούν στην έρευνα αγοράς. Για παράδειγμα, σε μια επιστημονική έρευνα στην Μ. Βρετανία διάρκειας 10 χρόνων, επιχειρήθηκε να βρεθούν με τη χρήση του «lifestyle» οι καταναλωτικές τάσεις των νοικοκυριών και οι μορφές λήψης αποφάσεων από νέους και γυναίκες σε σχέση με τον τρόπο ζωής.

Οι θεματικές ενότητες που μελετήθηκαν, αφορούσαν: τα άτομα, τους οικογενειακούς πόρους, τις δαπάνες του νοικοκυριού, την αποταμίευση, τις εισφορές σε ασφαλιστικά ταμεία, τις συντάξεις, όπως και τον τρόπο ζωής των νέων και των έγγαμων γυναικών στη διαδικασία λήψεων οικογενειακών αποφάσεων (Chaney, 1996).

Έτσι βρέθηκε ότι οι γυναίκες παραμένουν για περισσότερα χρόνια στην εκπαίδευση πλήρους μορφής (full time). Παρά το γεγονός, επίσης, ότι οι άνδρες και οι γυναίκες μπαίνουν περίπου στην ίδια ηλικία στην παραγωγική διαδικασία, οι άνδρες κατακτούν δουλειές με υψηλότερο κοινωνικό status και κερδίζουν περισσότερα χρήματα, όπως είναι γνωστό ως το φαινόμενο «the glass ceiling».

Η χρησιμότητα του παραδείγματος που μας προσφέρει ο Chaney έγκειται στο ότι οι διαφοροποιήσεις που εμφανίζονται ανάμεσα στα δύο φύλα σχετίζονται περισσότερο με ζητήματα κουλτούρας παρά με προσωπικά χαρακτηριστικά του δείγματος που μελετήθηκε.

Τώρα, η ανάλυση του τρόπου ζωής δεν μπορεί να είναι μια στατική κατηγοριοποίηση αλλά οφείλει να επικεντρώνεται στις κοινωνικές τάσεις, όπως αυτές εμφανίζονται στις δομικές κοινωνικές μεταβλητές αλλά και στις στάσεις των ατόμων. Κάτι ανάλογο αφορά και σε μελέτες στον χώρο της υγείας. Κοινωνικές έρευνες για τη διατροφή, για παράδειγμα, έχουν δείξει ότι οι επιρροές της κουλτούρας μιας πληθυσμιακής ομάδας μπορούν να διαμορφώσουν τις στάσεις και τις συμπεριφορές της απέναντι στις διατροφικές τους συνήθειες. Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να τοποθετούνται τα συμπεράσματα μέσα στις συνθήκες που διεξήχθησαν, είτε αυτές αφορούν την κουλτούρα, είτε το έθνος, την ηλικία, το φύλο κ.λπ.

Παρακάτω θα αναφερθούμε σε μια έρευνα που έγινε για την επιρροή του τρόπου ζωής στην αποκατάσταση ατόμων με πνευμονολογικά προβλήματα, σε σχέση με τη συμβουλευτική για την προαγωγή της φυσικής άσκησης.

Η υπόθεση εργασίας που έκανε μια ομάδα Ολλανδών ερευνητών είναι ότι ένας ενεργός τρόπος ζωής είναι ζωτικής σημασίας για την ταχύτερη αποκατάσταση ανθρώπων διαγνωσμένων με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, (COPD, Chronic Obstructive Pulmonary Disease).

Ως ενεργητικό τρόπο ζωής οι ερευνητές εννοούν το περπάτημα, την ποδηλασία, τη χρήση σκάλας αντί ασανσέρ και την κηπουρική (de Block et al., 2006). Βλέπουμε λοιπόν με ποιες μεταβλητές μπορεί να εννοηθεί ο τρόπος ζωής και πώς μπορούν οι επαγγελματίες υγείας να στοχεύσουν στην αλλαγή του τρόπου ζωής των ασθενών/ πελατών.

Η έρευνα των Ολλανδών δείχνει σχετικά υψηλά ποσοστά επιτυχίας (69%) στην αύξηση της φυσικής άσκησης από τον πληθυσμό του δείγματος, μετά από παρέμβαση προαγωγής υγείας με τον ίδιο, στόχο. Παίρνοντας το παράδειγμα αυτό ως αφορμή, μπορεί κάποιος να υποθέσει πως η αξία της έννοιας «lifestyle» δεν αφορά μόνο την ακαδημαϊκή έρευνα αλλά έχει και πρακτική χρησιμότητα για τους επαγγελματίες υγείας που εργάζονται στους τομείς της πρόληψης, της αποκατάστασης και της κοινωνικής πρόνοιας.

Προηγούμενες έρευνες στην Ελλάδα τεκμηρίωσαν ότι ο τρόπος ζωής σχετίζεται με συμπεριφορές όπως: υγείας (Chliaoutakis et al. 2002a, Sarri et al. 2005) και διακινδύνευσης κατά την οδήγηση (Chliaoutakis et al. 1999, 2005, Gnardellis et al. 2008).

Ιδιαίτερα, εφαρμόζοντας την πολιτισμική διάσταση της έννοιας «lifestyle» στον ελληνικό χώρο, οι Chliaoutakis et al. (1999) ερεύνησαν την επίδραση του τρόπου ζωής των νεαρών οδηγών στον κίνδυνο πρόκλησης αυτοκινητιστικής σύγκρουσης. Χρησιμοποίησαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πληθυσμού 241 ατόμων ηλικίας 18-24 ετών και με την χρήση ερωτηματολογίων συνέλεξαν στοιχεία για τον τρόπο ζωής σε σχέση με την επικίνδυνη οδήγηση.

Δέκα παράγοντες προέκυψαν από την στατιστική ανάλυση οι οποίοι αντιστοιχούσαν σε δέκα αντίστοιχους τρόπους ζωής των νέων: 1) κουλτούρα, 2) αθλητική δραστηριότητα, 3) αισθητική, 4) εξάρτηση από το αυτοκίνητο, 5) χρήση αλκοόλ και κάπνισμα, 6) ενδιαφέρον για τα δημόσια ζητήματα, 7) τρόπο διασκέδασης, 8) επιθετική συμπεριφορά, 9) θρησκευτικότητα και 10) οδήγηση ως χόμπι.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα νεαρά άτομα, των οποίων ο τρόπος ζωής περιλαμβάνει την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, την οδήγηση για προσωπική ευχαρίστηση και οδήγηση χωρίς προορισμό, διέτρεχαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο να εμπλακούν σε τροχαίο συμβάν.

Αντίθετα, οι νέοι άνθρωποι που είχαν τον πολιτισμό ως πρώτη προτεραιότητα στη ζωή τους διέτρεχαν χαμηλότερο κίνδυνο τροχαίας σύγκρουσης. Η έρευνα αυτή, βέβαια, έλαβε υπόψη της τους κοινωνικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής αφού αναζήτησε το κοινωνικο-δημογραφικό προφίλ των ερωτώμενων.

Σε επόμενη έρευνα των Chliaoutakis et al. (2000), οι ερευνητές επιχείρησαν να μοντελοποιήσουν τους παράγοντες που σχετίζονται με τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά της μη-χρήσης ζώνης ασφαλείας από τους οδηγούς. Έτσι, με το ίδιο ηλικιακό εύρος σε δείγμα 200 οδηγών, προσπάθησαν να διερευνήσουν τη σχέση μεταξύ της στάσης και τελικά της συμπεριφοράς των οδηγών ως προς τη χρήση ζώνης ασφαλείας.

Οι παράγοντες που σχετίζονται θετικά με τη χρήση ζώνης ήταν η μίμηση, η αυτοπροστασία και η νομιμοφροσύνη. Αντίθετα ο παράγοντας της έλλειψης άνεσης κατά τη χρήση της σχετιζόταν αρνητικά με τη χρήση ζώνης ασφαλείας. Φαίνεται, λοιπόν, από την έρευνα ότι οι νέοι έχουν την τάση να υιοθετούν ένα ριψοκίνδυνο οδηγικό τρόπο που περιλαμβάνει την γρήγορη οδήγηση και την αποφυγή χρήσης ζώνης.

Στη συνέχεια, οι Chliaoutakis et al. (2002b), χρησιμοποιώντας αντιπροσωπευτικό δείγμα 356 νεαρών ατόμων ηλικίας από 18 έως 24 ετών, συσχέτισαν την επιθετικότητα κατά την οδήγηση με την εμπλοκή σε τροχαίο συμβάν. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δύο κύριοι παράγοντες σχετίζονται με την επιθετική οδηγική συμπεριφορά, οι παραβιάσεις του Κ.Ο.Κ. και ο εκνευρισμός κατά τη διάρκεια της οδήγησης.

Όπως έχει επισημανθεί και από τον Tronsmoen (2010), σε αντιπροσωπευτικό δείγμα νέων οδηγών ηλικίας 18-20 ετών (n = 1419) η έρευνά του απέδειξε ότι δεν σχετίζεται η εκπαίδευση που λαμβάνουν οι νέοι οδηγοί με τις ριψοκίνδυνες συμπεριφορές. Τα ευρήματα έδειξαν ότι υπήρχε ισχυρή σύνδεση ανάμεσα σε εμπλοκή σε τροχαίο και έκθεση στους δρόμους, (λαμβάνοντας υπόψιν τους μήνες που είχαν την άδεια οδήγησης). Υπήρχε ισχυρή σύνδεση με την λεγόμενη οδηγική ικανότητα που θεωρούσαν ότι είχαν παρά με τις ασφαλείς στάσεις τους απέναντι στην οδήγηση.

Καταλήγοντας, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι κάθε οδηγός είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των άλλων όπως και για την δική του. Επομένως είναι σημαντικό όταν εκπαιδεύονται οι νέοι οδηγοί, να συνδέεται ο κίνδυνος όχι τόσο με τις ατομικές συνέπειες, δηλ. συνέπειες που μπορούν να συμβούν σε αυτούς τους ίδιους, αλλά μάλλον με γενεσιουργές αιτίες που μπορεί να προξενήσουν κακό σε άλλους. Εύρημα που αξίζει να συσχετιστεί με την κουλτούρα ασφαλείας της εκάστοτε χώρας και την εκπαιδευτική της πολιτική.

Oι Bina, Graziano και Bonino (2006) στη Μεσόγειο και συγκεκριμένα στην Ιταλία ανίχνευσαν με ερωτηματολόγιο 650 εφήβους, ηλικίας 14-17 ετών και ανέλυσαν την εμπλοκή σε ριψοκίνδυνη οδήγηση, τον τρόπο ζωής και άλλες ριψοκίνδυνες συμπεριφορές σχετικά με την υγεία και τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, βρέθηκε ότι μεγάλο ποσοστό νεαρών Ιταλών οδηγούν αυτοκίνητα ή μηχανές, χωρίς να έχουν αποκτήσει δίπλωμα οδήγησης. Επίσης, συχνά υπερέβαιναν τα όρια ταχύτητας και δεν χρησιμοποιούσαν τις αποστάσεις ασφαλείας.

Όσον αφορά τη συμμετοχή των δύο φύλων στις οδηγικές συγκρούσεις, οι Özkan, και Lajunen, (2006) σε έρευνα 217 νέων Τούρκων οδηγών (131 άντρες και 86 γυναίκες), χρησιμοποιώντας μια συντομευμένη φόρμα του «Bem Sex Role Inventory» (BSRI), του «Driver Skill Inventory» (DSI) και ερωτήσεις γύρω από το ιστορικό των ατυχημάτων τους καθώς και δημογραφικών πληροφοριών, ανέδειξαν ότι τα υψηλά τεχνικά αντιληπτικά επίπεδα του δείγματος συνιστούσαν σοβαρό παράγοντα κινδύνου εάν δεν συνοδεύονταν από υψηλά επίπεδα ικανοτήτων που σχετίζονται με την ασφάλεια.

Βρέθηκε επίσης ότι τα ανδρικά χαρακτηριστικά υποδείκνυαν ένα σύνολο από ενεργητικές και παθητικές συγκρούσεις, ενώ τα θηλυκά χαρακτηριστικά μπορούσαν να προγνώσουν θετικά τις ικανότητες της ασφάλειας. Στη συζήτησή τους αναφέρουν ότι και τα δύο φύλα μπορούν να έχουν αρσενικά και/ή θηλυκά χαρακτηριστικά.

Από την στιγμή, λένε, που το γένος «gender» είναι μια κοινωνική και πολιτισμική περισσότερο διάσταση παρά προσδιορισμένη τόσο πολύ από ιδιοσυγκρασιακές διαφορές ανάμεσα στα φύλα (παρόλο που συζητούνται οι βιολογικές διαφορές), οι κοινωνικοψυχολογικές θεωρίες (για παράδειγμα το μοντέλο του κοινωνικού ρόλου του Eagly, 1987) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ώστε να ξανασμιλέψουμε τη σχέση ανάμεσα στους ρόλους του φύλου των οδηγών και γενικά το στυλ οδήγησης, μέσα από την εκπαίδευση των οδηγών και τις καμπάνιες από τα ΜΜΕ.

Με αυτόν τον τρόπο, ισχυρίζονται οι συγγραφείς, κάποια από τα θηλυκά χαρακτηριστικά, π.χ. η φροντίδα και το ενδιαφέρον για τους άλλους, που βρέθηκαν να συνδέονται με περισσότερο προσεκτική οδήγηση και λιγότερα λάθη (τουλάχιστον όχι τόσο σοβαρά) (Özkan & Lajunen, 2005), θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από μια σχετικά πατριαρχική κοινωνία όπως η Τουρκική με (role models), με κάποια υποδείγματα προς μίμηση. Με αυτόν τον τρόπο, υποδεικνύουν, ότι θα μπορούσε η κοινωνική πολιτική να έχει στην κατοχή της ένα νέο εργαλείο ώστε να βελτιωθεί η τροχαία ασφάλεια.

Για τον Chliaoutakis et al, (1999) και Τζαμαλούκα και συν. (2006) οι άνδρες είναι αυτοί που κυριαρχούν στις ομάδες υψηλής διακινδύνευσης, εκνευρίζονται εύκολα για τα λάθη των άλλων οδηγών ή πεζών, μεταχειρίζονται τα αυτοκίνητά τους ως μέσα επίδειξης παρά μεταφοράς, οδηγούν χωρίς σαφή προορισμό και αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες χωρίς την ανάλογη προσοχή.

Η οδήγηση γίνεται λοιπόν η βαλβίδα εκτόνωσης συσσωρευμένης επιθετικότητας. Στις έρευνες και τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται στον ελληνικό χώρο πρέπει να διακρίνουμε τις πολιτισμικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες του πληθυσμού-στόχου έναντι των αντίστοιχων πληθυσμών των οικονομικά αναπτυγμένων χωρών.

Η Dixey (1999) αναφέρεται στην ιδεολογική μεροληψία της προαγωγής υγείας υπέρ των βιομηχανοποιημένων χωρών του δυτικού κόσμου. Παρατηρεί ότι η οι παρεμβάσεις πρόληψης των ατυχημάτων διεξάγονται κατά κάποιο τρόπο στις αναπτυσσόμενες χώρες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά των τελευταίων, όπως συγκεκριμένα στην Νιγηρία που διεξήχθη η έρευνά της. Για παράδειγμα, παρεμβάσεις για τον τρόπο ζωής του ατομικιστή και ορθολογιστή δυτικού ανθρώπου δεν μπορούν να επιτύχουν σε μοιρολατρικές κοινωνίες όπως η Νιγηριανή.

Μια κουβέντα η οποία μας μεταφέρει πάλι στην ταξονομία των τύπων των κοινωνιών του Adams (2005), όπως αναλύεται στην Εισαγωγή του παρόντος βιβλίου. Αν θέλουμε να τροποποιήσουμε τη συμπεριφορά, χρειάζεται περισσότερη έρευνα στους υποβόσκοντες μηχανισμούς της και στην διαδικασία της αλλαγής (Skår, et al., 2008).

Αυτή η έρευνα εξακολουθεί να είναι πρωταρχικής σπουδαιότητας (Underwood, 2005), όπως και οι καμπάνιες για την οδηγική ασφάλεια (Delhomme, et al., 2009), καθώς και οι καταρτίσεις αποκατάστασης για τους παραβάτες οδήγησης (Delhomme, Kreel, & Ragot, 2008).

Αυτά τα μέτρα μπορούν να πείσουν τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν περισσότερο αειφόρα σχήματα μεταφοράς καθώς επίσης με περισσότερη σύνεση τα ήδη υπάρχοντα μέσα. Όλα αυτά θα αυξήσουν την κατανόηση των αναγκών των ταξιδιωτών και των ενδιαφερόντων τους, καθώς και των εμποδίων τους να τα εφαρμόσουν.

Συμπέρασμα 

Η έννοια της συμπεριφοράς απέναντι στον κίνδυνο της υγείας συνδέεται άμεσα με την έννοια του τρόπου ζωής. Η σύνδεση αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά κοινωνίες οι τρόποι ζωής είναι κατά ένα μεγάλο μέρος επιζήμιοι για την υγεία του πληθυσμού. Η έκθεση της υγείας του ατόμου σε ποικίλους κινδύνους δεν αποτελεί συνήθως μια ελεύθερη επιλογή, αλλά συχνά συμβαίνει να είναι μια κατ’ ανάγκην επιταγή, προκειμένου να διασφαλίσει κάθε άτομο τη συνέχεια της κοινωνικής του λειτουργικότητας και να αντιμετωπίσει τις πιέσεις και τα άγχη που προέρχονται από τις δομές και τους θεσμούς ή το κοινωνικό γίγνεσθαι συνολικά (σύγχρονος τρόπος ζωής).

Στο πλαίσιο των διεργασιών της κοινωνικοποίησης, τα άτομα δεν διδάσκονται αρκετά ή δεν έχουν τις ευκαιρίες εκμάθησης μεθόδων και τεχνικών αντιμετώπισης ή υπέρβασης καταστάσεων που δημιουργούν κινδύνους για την υγεία τους, προκειμένου να επιλέγουν τις καλύτερες εναλλακτικές λύσεις, προάγοντας αποτελεσματικά την υγεία τους.

Η τροποποίηση της συμπεριφοράς αποσκοπεί στη δημιουργία μιας μακροχρόνιας στρατηγικής διαμόρφωσης συνθηκών και όρων που θα επιτρέψουν τη δημιουργία ενός νέου προτύπου συμπεριφοράς υγείας.

Η στρατηγική αυτή δεν αφορά μόνο την ενίσχυση των ατόμων και ομάδων του πληθυσμού στην αντιμετώπιση παραγόντων επικίνδυνων για την υγεία αλλά επίσης στη δημιουργία μιας θετικής εικόνας για ένα διαφορετικό τρόπο καθημερινής ζωής.

Έναν τρόπο ζωής που άπτεται των ψυχοκοινωνικών, κοινωνικό-πολιτισμικών και κοινωνικό-οικονομικών διαστάσεων της υγείας και της αρρώστιας. Με αυτόν τον τρόπο διευρύνεται το εύρος των προσωπικών επιλογών και εναλλακτικών αποφάσεων.

Ο ρόλος της Αγωγής Υγείας δεν είναι απλώς να προληφθεί η συμπεριφορά έναντι των κινδύνων υγείας, αλλά η προβολή κατευθυντήριων γραμμών και η προώθηση της κατάλληλης ενημέρωσης-ευαισθητοποίησης, ούτως ώστε τα άτομα, οι ομάδες και οι κοινωνικοί θεσμοί να λαμβάνουν αποφάσεις που περιορίζουν σημαντικά το βαθμό έκθεσης στους κινδύνους υγείας μέσω της αποδοχής και ανάπτυξης μιας νέας συμπεριφοράς υγείας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Adams J. (2005) Risk. Routledge, London & NewYork.
Berg, H. Y. (1994) Lifestyle, traffic and young drivers: an interview study, Swedish Road and Transport Research Institute, Linkoping, Sweden.
Bina, M., Graziano, F., & Bonino, S. (2006) Risky driving and lifestyles in adolescence, Accident Anal. & Prevention, 38 , 72–481.
Bourdieu, P. (1986) The forms of capital. In: Richardson, J.G. (Ed.), Handbook of Theory and Research for the Sociology of Education, Greenwood Press, New York, 241-258.
Bourdieu, P. (1987) What makes a social class? Berkeley, Journal of Sociology 32, 1- 18.
Bourdieu, P. (2001) Masculine Domination, Stanford University Press, Stanford, CA.
Breslow L., & Enstrom J., (1980) Persistence of Health Habits and Their Relationship to Mortality, Prev. Medicine, 9, 469-483.
Chaney, D. (1996) Lifestyles, Routledge, London.
Carpiano, Richard M., Link, Bruce G., Phelan, Jo C. (2008) Social Inequality and Health: Future Directions for the Fundamental Cause Explanation for Class Differences in Health.
In: Lareau, Annette, Conley, Dalton (Eds.), Social Class: How Does It Work? Russell Sage Foundation, New York, 232-263.
Chliaoutakis, J., Darviri, C. and Demakakos, P. (1999). The impact of young drivers’ lifestyle on their road traffic accident risk in greater Athens area, Accident Analysis & Prevention, Volume 31, pp. 771-780.
Chliaoutakis, J., Demakakos, P., Tzamalouka, G., Bakou, V., Koumaki, M., and Darviri, C. (2002a) Aggressive behavior while driving as predictor of self-reported car crashes, Journal of Safety Research, 33, (4), 431-443.
Chliaoutakis, J., Drakou, I., Gnardellis, C., Galariotou, S., Carra, H. and Chliaoutaki, M. (2002b). Greek Christian Orthodox ecclesiastical lifestyle: Could it become a pattern of health-related behavior? Preventive Medicine, Volume 34, pp. 428-435.
Chliaoutakis, J., Gnardellis, C., Drakou, I., Darviri, C., & Sboukis, V., (2000) Modelling the factors related to the seatbelt use by the young drivers of Athens, Accident Analysis & Prevention, 32, (6), 815-825.
Chliaoutakis, J., Koukouli, S., Lajunen, T. and Tzamalouka, G. (2005). Lifestyle traits as predictors of driving behaviour in urban areas of Greece, Transportation Research, Part F, Volume 8, pp. 413-428.
Cockerham, W.C., Hinote, B. (2009) Quantifying habitus: future directions. In: Robson, K., Sanders, C. (Eds.), Quantifying Theory: Pierre Bourdieu. Springer, New York, 201-210.
Cockerham, W.C. (2013) Bourdieu and an update of health lifestyle theory. In: Cockerham, W.C. (Ed.), Medical Sociology on the Move. Springer, New York, 127-154.
de Block, B., de Greef, M., ten Hacken, N., Sprenger, SR., Postema, K., & Wempe, J., (2006),
The effects of a lifestyle physical activity counseling program with feedback of a pedometer during pulmonary rehabilitation in patients with COPD: A pilot study, Patient Education and Counseling, 61, (1) 548-55 8.
Delhomme, P., Kreel, V., & Ragot, I. (2008) The effect of the commitment to observe speed limits during rehabilitation training courses for traffic regulation offen-ders in France, Revue Européenne de Psychologie Appliquée/European Review of Applied Psychology, 58, 31–42.
Delhomme, P., Dedobbeleer, W., Forward, S., & Simoes, A. (2009) Manual for design-ing, implementing, and evaluating road safety communication campaigns. WP3 in campaigns and awareness raising strategies in traffic safety (CAST project), 6e PCRD. EC.
http://www.academia.edu/17229156/European_road_users_risk_perception_and_mobility
Dixey, R.A. (1999) Fatalism, accident causation and prevention: issues for health promotion from an exploratory study in a Yoruba town, Nigeria, Health Education Research, 14, (2), 197-208.
Eagly, A. H. (1987) Sex differences in social behavior: A social-role interpretation, Hillsdale, NJ: Erlbaum
Edison J. Trickett, Sarah Beehler, Charles Deutsch, Lawrence W. Green, Penelope Hawe, Kenneth McLeroy, Robin Lin Miller, Bruce D. Rapkin, Jean J. Schensul, Amy J. Schulz, and Joseph E. Trimble. (2011) Advancing the Science of Community-Level Interventions. American Journal of Public Health: August, 101, (8), 1410-1419.
Gnardellis, C., G. Tzamalouka, M. Papadakaki, J. Chliaoutakis (2008). An investigation of the effect of sleepiness, drowsy driving, and lifestyle on vehicle crashes, Transportation Research, Part F: Psychology and Behaviour, Issue 4, Volume 11, pp. 270-281.
Hagstroem T., (1991). Young people’s lifestyles. The demands of working life. A review of research. (In Swedish). Arbete & Haelsa, 15, Solna, Arbetsmiljoeinstitutet.
Hermansson H.E., (1988) Young people in search of refuge. In Berg H.Y (1999). Learner drivers and lay instruction. How socio-economic standing and lifestyle are reflected in driving practice from the age of 16. Res. F. Traf. 2,167-179.
Intergovernmental panel on climate change (2014) www.ipcc.ch .
Jacobson, S. H. (2011) A note on the relationship between obesity and driving. Journal of Transport Policy, 18, 772–776.
Kahle, L., Close, A. (2011) Consumer Behavior Knowledge for Effective Sports and Event Marketing. New York: Routledge.
Lutfey, K., Freese, J. (2005). Toward some fundamentals of fundamental causality: Socioeconomic status and health in the routine clinic visit for diabetes. American journal of Sociology , 110, 1326-1372.
Lebaron, F. (2009) How bourdieu “quantified” Bourdieu: the geometric modeling of data.
In: Robson, K., Sanders, C. (Eds.), Quantifying Theory: Pierre Bourdieu. Springer, New York, 11-29.
Luhrmann, T.M. (2012) When God Talks Back: Understanding the American Evangelical Relationship with God. Vintage Books, New Yourk, USA.
Mellor, J.M., Freeborn, B.A. (2011) Religious participation and risky health behaviors among adolescents. Health Econ. 20, 1226-1240.
Miles, S., (2000) Youth Lifestyles in a Changing World. Open University Press, Buckingham.
Monash Obesity & Diabetes Institute (MODI) (2014) www.modi.monash.edu.au .
Özkan, T., & Lajunen, T. (2005) Why are young men risky drivers? The effects of sex and gender-role on aggressive driving, traffic offences and accident involvement among young men and women Turkish drivers. Aggressive Behavior, 31(6), 547–558.
Özkan, T., Lajunen, T. (2006) What causes the differences in driving between young men and women? The effects of gender roles and sex on young drivers’ driving behaviour and self-assessment of skills, Transportation Research Part F, 9,269–277.
Powles, J. (2002) Public health policy in developed countries. Oxford University Press, Oxford.
Raphael, D. (2002) Bridging the gap between knowledge and action on the societal determinants of cardiovascular disease: how one Canadian community effort hit-and –
hurdled- the lifestyle wall, Health Education, 103, (3), 177-189.
Reimer, B. (1988) “No values-new values? Youth and postmaterialism”, Scandinavian Journal of Political Studies, vol.11, no.4, 347-359.
Sarri K.O., Kafatos A.G., Higgins S. (2005) Is religious fasting related to iron status in Greek Orthodox Christians? Br. J. Nutr. 94 (2), 198-203.
Shinar D. (2007) Traffic Safety and Human Behavior, ed. Emerald.
Skår, S., Sniehotta, F. F., Araújo-Soares, V., & Molloy, G. J. (2008) Prediction of behaviour vs prediction of behaviour change: the role of motivational modera-tors in the theory of planned behaviour. Theory-based health behaviour change. In S. Lippke, & J. P.
Ziegelmann (Eds.), Applied psychology. An international review (57), 609–627.
Thorogood, N. (1992) What is the relevance of sociology for health promotion? In Health Promotion: disciplines, diversity and developments, 2nd edn, R. Bunton & Macdonald, eds.
Τζαμαλούκα Γ., Παπαδακάκη Μ., Σουλτάτου Π., Στοϊκίδου Μ., Κοντογιάννης Θ., Χλιαουτάκης Ι. (2006) Νυσταλέα οδήγηση και ημερήσια υπνηλία ως προγνωστικοί δείκτες της διακινδύνευσης αυτοκινητικής σύγκρουσης. Το ΒΗΜΑ των κοινωνικών επιστημών, Μάρτιος, , 45, 73-98.
Τζαμαλούκα Γ.Σ., Σουλτάτου Π. , Χλιαουτάκης Ι. (2008) Ανασκόπηση του Τρόπου Ζωής ως αξιόπιστου μεθοδολογικού εργαλείου για την μελέτη και πρόληψη συμπεριφορών διακινδύνευσης. Το ΒΗΜΑ των Κοινωνικών Επιστημών, 51, 29-56.
Tzamalouka G., Parlalis, S, Soultatou, P., Papadakaki, M., Chliaoutakis J. (2007) Applying the Concept of Lifestyle in Association with Aggression and Violence in Greek Cohabitating Couples, Aggressive Behavior, 33, 73-85.
Tronsmoen T. (2010) Associations between driver training, determinants of risky driving behaviour and crash involvement, Safety Science 48 35–45.
Underwood, G. (2005) Traffic and transport psychology: theory and application. Amsterdam: Elsevier.
Ulmer, D. (1984) Societal influences on health and life-styles, Western Journal of Medicine,141, (6), 793-798.
Vibeke T.,C., Capriano R.M. (2014) Social class differences in BMI among Danish women: Applying Cockerham’s health lifestyles approach and Bourdieu’s theory of lifestyle, .Social Sci. & Med. 112, 12-21.
Wilson, T.C. (2002) The paradox of social class and sports involvement: the roles of Cultural and economic Capital. International Review for the Sociology of Sports 37 (1), 5e16.

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Κίνδυνος (Μέρος Πρώτο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Ερευνητικά Δεδομένα Ιδιαίτερου Κοινωνιοδημογραφικού Ενδιαφέροντος (Μ. Παπανικολάου) (Μέρος Δεύτερο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Οδήγηση – Γνωστικές Λειτουργίες (Μέρος Τρίτο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Προσωπικότητα Και Διακινδυνευμένη Οδήγηση (Personality and risky driving) (Μέρος Τέταρτο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Τρόπος Της Ζωής Και Παράγοντες Διακινδύνευσης Που Οδηγούν Σε Συγκρούσεις (Μέρος Πέμπτο)

Τρόπος Ζωής Του Έλληνα Οδηγού – Κούραση Κατά Την Οδήγηση Και Κίνδυνος Συγκρούσεων (Μέρος Έκτο)

Μοντέλα Προαγωγής Υγείας Και Αλλαγής Συμπεριφοράς (Μέρος Έβδομο)

ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΟΔΗΓΟΥ
Ένα εργαλείο διαχείρισης συμπεριφορών διακινδύνευσης κατά την οδήγηση για την πρόληψη των τροχαίων συγκρούσεων στην Ελλάδα

Εργαστήριο Μελέτης Συμπεριφορών Υγείας και Οδικής Ασφάλειας Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας ΤΕΙ Κρήτης

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ