Κατευθυντήριες οδηγίες του ERC (2015)
Οι κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αναζωογόνησης (ERC 2015) υπογραμμίζουν την κρίσιμη σημασία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του τηλεφωνητή του ΕΚΑΒ, του παρευρισκόμενου που παρέχει Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση και της έγκαιρης εγκατάστασης ενός Αυτόματου Εξωτερικού Απινιδωτή (ΑΕΑ). Μια αποτελεσματική, συντονισμένη κοινοτική ανταπόκριση που αντλεί τα στοιχεία αυτά είναι βασική για την βελτίωση της επιβίωσης από την έξω-νοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή.
Ο τηλεφωνητής της υπηρεσίας έκτακτης ανάγκης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην έγκαιρη διάγνωση της καρδιακής ανακοπής, στην παροχή Καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης με τη βοήθεια αποστολέα (γνωστή και ως τηλεφωνική CPR) και στη θέση και στην αποστολή αυτοματοποιημένου εξωτερικού απινιδωτή. Όσο νωρίτερα καλούνται οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, τόσο πιο γρήγορα μπορεί να ξεκινήσει και να υποστηριχθεί η κατάλληλη θεραπεία.
Οι γνώσεις, οι δεξιότητες και η εμπιστοσύνη των παρευρισκόμενων θα ποικίλουν ανάλογα με τις περιστάσεις, τη σύλληψη, το επίπεδο κατάρτισης και την προηγούμενη εμπειρία.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αναζωογόνησης συνιστά ότι ο παρευρισκόμενος που είναι εκπαιδευμένος και ικανός, πρέπει να αξιολογήσει γρήγορα το θύμα που κατέρρευσε για να διαπιστώσει εάν το θύμα που κατέρρευσε δεν ανταποκρίνεται και δεν αναπνέει κανονικά και στη συνέχεια ειδοποιεί αμέσως την υπηρεσία έκτακτης ανάγκης.
Το θύμα που δεν ανταποκρίνεται και δεν αναπνέει κανονικά βρίσκεται σε καρδιακή ανακοπή και απαιτεί καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση. Αμέσως μετά την καρδιακή ανακοπή, η ροή του αίματος στον εγκέφαλο μειώνεται σχεδόν στο μηδέν γεγονός που μπορεί να προκαλέσει επεισόδια παρόμοια με επιληπτικές κρίσεις που μπορεί να συγχέονται με την επιληψία. Οι παρευρισκόμενοι και οι ιατροί έκτακτης ανάγκης πρέπει να είναι ύποπτοι για καρδιακή ανακοπή σε κάθε ασθενή που παρουσιάζει κρίσεις και να αξιολογούν προσεκτικά ένα το θύμα αναπνέει κανονικά.
Οι παροχείς Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης θα πρέπει να κάνουν θωρακικές συμπιέσεις σε όλα τα θύματα με καρδιακή ανακοπή. Οι παροχείς που έχουν εκπαιδευτεί και μπορούν να δώσουν αναπνοές διάσωσης, θα πρέπει να συνδυάζουν θωρακικές συμπιέσεις και αναπνοές διάσωσης. Η προσθήκη αναπνοών διάσωσης μπορεί να προσφέρει πρόσθετο όφελος για τα παιδία, για εκείνους που υποφέρουν από ασφυξία καρδιακής ανακοπής ή όταν το διάστημα απόκρισης της υπηρεσίας έκτακτης ανάγκης παρατείνεται. Η εμπιστοσύνη μας στην ισοδυναμία μόνο μεταξύ θωρακικής συμπίεσης και πρότυπης καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης δεν αρκεί για να αλλάξει η τρέχουσα πρακτική.
Η καρδιοαναπνευστική ανάνηψη υψηλής ποιότητας παραμένει ουσιαστική για την βελτίωση των αποτελεσμάτων. Οι κατευθυντήριες γραμμές του ERC 2015 για το βάθος συμπίεσης στο θώρακα είναι η ίδια με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2010. Οι πάροχοι καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης θα πρέπει να εξασφαλίσουν συμπιέσεις στο στήθος επαρκούς βάθους (τουλάχιστον 5cm αλλά όχι περισσότερα από 6cm) με ρυθμό 100-120 συμπιέσεις ανά λεπτό. Ο θώρακας πρέπει να επανακτηθεί πλήρως μετά από κάθε συμπίεση και να ελαχιστοποιηθούν οι διακοπές τις συμπιέσεις. Κατά την παροχή αναπνοής (εξαερισμού διάσωσης)αφήνεται περίπου 1’ φουσκώνοντας το στήθος με αρκετό όγκο για να εξασφαλιστεί ότι ο θώρακας θα ανέβει ορατά. Η αναλογία των θωρακικών συμπιέσεων και αναπνοών παραμένει 30:2. Δεν θα πρέπει να διακόπτονται οι θωρακικές συμπιέσεις για περισσότερο από 10 δευτερόλεπτα για την παροχή αερισμού.
Η απινίδωση μέσα σε 3-5 λεπτά κατάρρευσης μπορεί να προκαλέσει ποσοστά επιβίωσης τόσο υψηλά όσο 50-70%. Η πρόωρη απινίδωση μπορεί να επιτευχθεί μέσω των παροχών Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης που χρησιμοποιούν δημόσια πρόσβαση και Αυτόματου Εξωτερικού Απινιδωτή επιτόπου. Τα προγράμματα εγκατάστασης AEA για το κοινό πρέπει να εφαρμόζονται ενεργά σε δημόσιους χώρους με μεγάλο αριθμό πολιτών, όπως σε αεροδρόμια σιδηροδρομικούς σταθμούς, λεωφορεία, αθλητικές εγκαταστάσεις, εμπορικά κέντρα, γραφεία και καζίνο. Η τοποθέτηση των ΑΕΑ σε περιοχές όπου μπορεί να αναμένεται μια καρδιακή ανακοπή ανά 5 χρόνια θεωρείται αποδοτική ως προς το κόστος και το κόστος ανά προστιθέμενο έτος ζωής είναι συγκρίσιμο με άλλες ιατρικές παρεμβάσεις.
Η ακολουθία της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης που χρησιμοποιείται στους ενήλικες μπορεί να ακολουθηθεί και στα παιδιά που δεν ανταποκρίνονται και δεν αναπνέουν κανονικά. Για πάροχους καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης με πρόσθετη εκπαίδευση μια τροποποιημένη ακολουθία, η οποία περιλαμβάνει την παροχή 5 αρχικών αναπνοών διάσωσης, πριν από την έναρξη των θωρακικών συμπιέσεων και την καθυστέρηση που πηγαίνει για βοήθεια στην απίθανη κατάσταση στην οποία ο διασώστης είναι μόνος του είναι ακόμη πιο κατάλληλος για το θύμα το οποίο είναι παιδί και σε περίπτωση πνιγμού. Το βάθος συμπιέσεων του θώρακα στα παιδιά πρέπει τουλάχιστον να είναι 1/3 του βάθους του στήθους (για βρέφη είναι 4cm ενώ για τα παιδιά είναι 5cm).
Ένα ξένο σώμα που προκαλεί απόφραξη του αεραγωγού χρήζει άμεσης παρέμβασης. Παρουσιάζεται σχεδόν πάντα ενώ το θύμα τρώει ή πίνει και χρειάζεται να παροτρύνουμε το θύμα να βήξει, χωρίς να πανικοβληθεί. Εάν το θύμα έχει σοβαρή απόφραξή των αεραγωγών ή αρχίζει να ερεθίζονται τότε ξεκινάμε τα χτυπήματα και εάν δεν απαλλαγεί από την απόφραξη, αρχίζουν οι κοιλιακές ωθήσεις. Εάν το θύμα χάσει τις αισθήσεις του ξεκινάει αμέσως η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση ενώ καλείται και η βοήθεια άμεσα [41].
Ο ρόλος του νοσηλευτή στην εκπαίδευση ΚΑΡΠΑ
Ο νοσηλευτής ως επαγγελματίας υγείας, θα πρέπει μεν απαραίτητα να φροντίζει να ενημερώνεται και να εκπαιδεύεται σύμφωνα με τις τελευταίες οδηγίες και τα τελευταία πρωτόκολλα αντιμετώπισης μιας ανακοπής, αλλά ο ρόλος του δεν σταματά εκεί. Η θέση του στην εκπαίδευση της Καρδιοπνευμονικής Αναζωογόνησης είναι πολύτιμη και ιδιαίτερα χρήσιμη. Ο κλινικός νοσηλευτής-εκπαιδευτής έχει επιφορτισθεί από τη μία τη πρακτική άσκηση όλων των γνώσεων και δεξιοτήτων που κατέχει, ενώ παράλληλα θα πρέπει να μεταδίδει τη γνώση στους νεότερους συναδέλφους καθώς και σε φοιτητές. Εξάλλου η σύγχρονη ενοποίηση της ακαδημαϊκής γνώσης με την πρακτική άσκηση, απαιτεί από τον νοσηλευτή έναν πιο πολυδιάστατο ρόλο. Επίσης, υπάρχουν πολλοί νοσηλευτές που έχουν πιστοποιηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αναζωογόνησης και συμμετέχουν σε εκπαιδευτικά σεμινάρια ως Διοργανωτές Σεμιναρίων (Course Organizers), ως Διευθυντές Σεμιναρίων (Course Director) και ως Εκπαιδευτές (Instructors). Τέλος, μία άλλη εκπαιδευτική κατεύθυνση αφορά την δια βίου μάθηση και τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση των νοσηλευτών, η οποία πραγματοποιείται από νοσηλευτές-εκπαιδευτές. Παρακάτω, αναλύονται εκτενέστερα οι εκπαιδευτικοί ρόλοι ενός νοσηλευτή.
Κλινική διδασκαλία και άσκηση φοιτητών νοσηλευτικής
Ο πρωταρχικός στόχος της κλινικής διδασκαλίας είναι να δώσει στους φοιτητές την ευκαιρία να έχουν άμεση επαφή με ασθενείς ή άλλα άτομα του χώρου υγείας και να μελετήσουν πραγματικά περιστατικά, εφαρμόζοντας τις θεωρητικές γνώσεις και δεξιότητες νοσηλευτικής που έχουν διδαχθεί με άλλες μορφές διδασκαλίας. Με την κλινική εμπειρία επιβεβαιώνουν και διευκρινίζουν έννοιες, αρχές και διαδικασίες που έχουν μελετήσει θεωρητικώς και ταυτόχρονα θέτουν σε εφαρμογή τις γνώσεις και δεξιότητες που έχουν αποκτήσει. Η κλινική διδασκαλία συνδέεται με τη θεωρητική διδασκαλία που γίνεται παράλληλα με άλλες διδακτικές μεθόδους, έτσι ώστε να υπάρχει συνεχής αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ θεωρητικής κατάρτισης και κλινικής άσκησης. Αυτή η αμφίδρομη εμπειρία που αποκτά ο φοιτητής, συμβάλλει σημαντικά στην επιστημονική και τεχνική του κατάρτιση και την απόκτηση επαγγελματικής ικανότητας και αυτοπεποίθησης.
Όσον αφορά την κλινική διδασκαλία της Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης πρωταρχικός στόχος του καθηγητή είναι οι φοιτητές να κατανοήσουν πως η αναγνώριση της καρδιακής ανακοπής και η άμεση εφαρμογή Β-ΚΑΡΠΑ είναι ζωτικής σημασίας. Ο καθηγητής διδάσκει στους φοιτητές τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουν σε περίπτωση που βρεθούν μάρτυρες σε μια καρδιακή ανακοπή. Έπειτα, εφαρμόζει τις θεωρητικές γνώσεις και δεξιότητες της ΚΑΡΠΑ πάνω σε ένα πρόπλασμα που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό. Ο καθηγητής κάνει επίδειξη σε ρεαλιστικό χρόνο και επεξηγεί στους φοιτητές του τον αλγόριθμό της Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης. Στη συνέχεια, τους παροτρύνει να δοκιμάσουν και οι ίδιοι την διαδικασία αυτή με την καθοδήγηση του. Με σκοπό, οι φοιτητές πέρα από την θεωρητική γνώση στην ΚΑΡΠΑ να έχουν και πρακτική εμπειρία στην τεχνική της.
Η οργάνωση της κλινικής διδασκαλίας περιλαμβάνει κατά τέσσερις κυρίως φάσεις στις οποίες όλες οι δραστηριότητες γίνονται σε άμεση συνεργασία καθηγητή και φοιτητών. Οι φάσεις αυτές είναι:
H προετοιμασία της κλινικής εμπειρίας
Η προετοιμασία για την κλινική εμπειρία αρχίζει με τη συλλογή πληροφοριών για την κατάσταση του ασθενούς. Πηγές των πληροφοριών αυτών είναι το ιατρικό πρόγραμμα θεραπευτικής αγωγής, το πρόγραμμα φροντίδας, η καρτέλα με τα κλινικά στοιχεία του ασθενούς, η φαρμακευτική αγωγή, τα μέλη της ομάδας φροντίδας, ο ίδιος ο ασθενής και οι συγγενείς του.
Οι πληροφορίες συλλέγονται με κάποιο σχέδιο που κατευθύνει το φοιτητή να αναζητεί τα δεδομένα που είναι απαραίτητα, όπως όνομα, ηλικία, διάγνωση, εγχειρητικές επεμβάσεις, θεραπεία, φαρμακευτική αγωγή, εργαστηριακές και διαγνωστικές εξετάσεις. Μετά από τη συλλογή των βασικών πληροφοριών, ο φοιτητής κάνει επισκόπηση των σχετικών θεωρητικών γνώσεων με βάση τις οποίες θα ερμηνεύσει την κατάσταση του ασθενούς και θα καθορίσει ειδική νοσηλευτική αγωγή σε συνδυασμό με τα ιατρικά δεδομένα.
H νοσηλευτική άσκηση με ασθενείς
Η άσκηση γίνεται σε άμεση επικοινωνία με τον ασθενή. Με την επαφή αυτή ο φοιτητής έχει την ευκαιρία να εφαρμόζει τις γνώσεις και τις δεξιότητες που έχει μάθει και αποκτά τη βασική νοσηλευτική κατάρτιση. Ο κλινικός καθηγητής διαμορφώνει το κλίμα της άσκησης των φοιτητών με τους ασθενείς. Ενισχύει τις προσπάθειες τους και τους δίνει ευκαιρίες να δοκιμάζουν τις ικανότητές τους.
Η κλινική άσκηση προκαλεί συχνά άγχος στους φοιτητές. Το άγχος αποτελεί ένα ειδικό πρόβλημα ιδιαίτερα στους αρχάριους, οι οποίοι νιώθουν αβεβαιότητα για τις νέες νοσηλευτικές μεθόδους και ανησυχία μήπως με κάποιο λάθος ή αμέλειά τους βλάψουν τον ασθενή. Ο ρόλος του καθηγητή είναι να παρέχει στους φοιτητές πλούσιες κλινικές εμπειρίες, λαμβάνοντας μέτρα για την ασφάλεια και την προστασία των ασθενών. Oι μετακλινικές δραστηριότητες
Η φάση αυτή ακολουθεί μετά την άσκηση με τους ασθενείς και περιλαμβάνει μετανοσηλευτικές συναντήσεις, τήρηση ημερολογίου, σχέδια νοσηλευτικής φροντίδας και καταγραφή διαδικασιών. Καθεμιά από τις δραστηριότητες αυτές βοηθά τους φοιτητές να αξιοποιούν τις εμπειρίες τους και να καταγράψουν όσα έχουν αποκομίσει από την κλινική διδασκαλία.
Παρέχουν επίσης στον καθηγητή υλικό για την αξιολόγηση της επίδοσης και της προόδου των φοιτητών στην κλινική πρακτική. Κατά τις μετακλινικές συναντήσεις οι φοιτητές παρουσιάζουν τα περιστατικά τους και ακολουθεί συζήτηση ώστε να ανταλλάξουν τις εμπειρίες τους, να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους και τις ικανότητές τους στην αντιμετώπισή των κλινικών προβλημάτων. Ο ρόλος του καθηγητή είναι να παρακολουθεί, να συντονίζει, να θέτει ερωτήματα, να ενθαρρύνει και να διευκολύνει τη συζήτηση.
H αξιολόγηση της κλινικής μάθησης
Η αξιολόγηση γίνεται με βάση την επίδοση του φοιτητή στην πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών γνώσεων και δεξιοτήτων που έχει αποκτήσει.
Η κλινική άσκηση αναφέρεται σε όλες τις δραστηριότητες που περιλαμβάνει ο ρόλος του σύγχρονου νοσηλευτή: νοσοκομειακή φροντίδα, προληπτική υγιεινή, αγωγή υγείας, παροχή πρώτων βοηθειών και αποκατάσταση θεραπευμένων. Στην κλινική άσκηση ο φοιτητής καλείται σταδιακά και μεθοδικά να έρθει αρχικά σε επαφή και να εξοικειωθεί με το περιβάλλον του νοσοκομείου και των άλλων υπηρεσιών υγείας, να πλησιάσει τον ασθενή, να κατανοήσει τον ανθρώπινο πόνο, να αντιμετωπίσει ακόμη και το θάνατο. Στη συνέχεια καλείται να ασκηθεί στη χρήση των οργάνων, των συσκευών και των υλικών που χρησιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση νοσηλείας, καθώς και στις διαδικασίες και πρακτικές που εφαρμόζονται για την υλοποίηση των προγραμμάτων νοσηλευτικής φροντίδας. Σημαντικοί συντελεστές στην κλινική άσκηση είναι η προϊσταμένη και οι νοσηλευτές οι οποίοι διαμορφώνουν τις συνθήκες και το πλαίσιο της κλινικής άσκησης. Τον κύριο διδακτικό ρόλο και την ευθύνη της άσκησης έχει ο καθηγητής της κλινικής άσκησης, ο οποίος οργανώνει, διδάσκει, κατευθύνει και παρακολουθεί την όλη διεξαγωγή του προγράμματος.
Ως διδακτικό αντικείμενο και μέθοδος διδασκαλίας η κλινική άσκηση διαφέρει σημαντικά από τη συνήθη διδασκαλία στη σχολική αίθουσα. Απαιτεί συνδυασμό ενός ευρύτερου φάσματος γνώσεων και δεξιοτήτων όπως και την ενεργοποίηση διαφόρων στοιχείων της προσωπικότητας, λόγου χάρη της δημιουργικότητας, της ετοιμότητας, της δεξιοτεχνίας, της κοινωνικότητας. Ο φοιτητής συμμετέχει με όλα τα χαρακτηριστικά του ψυχοφυσικού του οργανισμού: τις αισθήσεις, τις γνωστικές λειτουργίες, τα συναισθήματα, τα κίνητρα, τα ενδιαφέροντα και την κίνηση. Είναι γνωστό πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η ολική αυτή συμμετοχή στη μάθηση.
Η κλινική άσκηση ακολουθεί τα εξής τρία μεθοδικά στάδια:
Προπαρασκευή της κλινικής άσκησης
Στο στάδιο αυτό γίνονται όλες οι προκαταρκτικές εργασίες από την πλευρά του καθηγητή και των φοιτητών, πριν από την ημέρα και ώρα προσέλευσης στο θάλαμο του νοσοκομείου. Επιλέγεται το είδος της νοσηλείας που θα διδαχθεί, καθορίζεται ο αντικειμενικός στόχος και σχεδιάζεται το πρόγραμμα νοσηλευτικής φροντίδας. Οι φοιτητές ενημερώνονται, ανανεώνουν τις σχετικές γνώσεις τους και συγκεκριμενοποιούν την προετοιμασία τους, απαντώντας σε τρία βασικά ερωτήματα: ποιο είδος νοσηλείας πρόκειται να εκτελέσουν, ποια σειρά ενεργειών πρέπει να ακολουθήσουν και ποια σκοπιμότητα και ερμηνεία έχουν αυτά στα οποία θα ασκηθούν.
Διεξαγωγή της κλινικής άσκησης
Στη φάση αυτή οι φοιτητές, σε μικρές ομάδες, προσέρχονται στο νοσοκομειακό θάλαμο και υπό την καθοδήγηση και επίβλεψη του κλινικού καθηγητή εκτελούν την προγραμματισμένη άσκηση.
Αξιολόγηση της κλινικής άσκησης
Η αξιολόγηση της επίδοσης στην κλινική διδασκαλία και άσκηση διαφοροποιείται από την αξιολόγηση που εφαρμόζεται στις άλλες μορφές διδασκαλίας ως προς τη διαδικασία και τα μέσα που χρησιμοποιούνται.
Οι βασικές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της κλινικής εκπαίδευσης είναι οι εξής:
Η αξιολόγηση γίνεται με βάση τους αντικειμενικούς σκοπούς που έχουν τεθεί για τη συγκεκριμένη νοσηλευτική φροντίδα, νοσηλευτική μονάδα και υπηρεσία υγείας.
Λαμβάνεται υπόψη η παρατηρούμενη συμπεριφορά των φοιτητών ως προς την εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων και εκτέλεση πρακτικών δεξιοτήτων.
Το είδος της αξιολόγησης προσδιορίζεται με βάση το επίπεδο επίδοσης των φοιτητών.
Η διαδικασία αξιολόγησης είναι συνεχής.
Λαμβάνεται υπόψη η συνολική εικόνα της προσωπικότητας του φοιτητή: φυσική, γνωστική, κοινωνική, συναισθηματική.
Η κατανομή της κλινικής άσκησης ανά ειδικότητα και ανά εξάμηνο είναι ανάλογη των γνώσεων που αποκτούν οι φοιτητές από τη θεωρητική διδασκαλία των αντίστοιχων μαθημάτων και από την παρακολούθηση των εργαστηρίων στο Τμήμα Νοσηλευτικής.
Αντικειμενικοί σκοποί της κλινικής άσκησης των φοιτητών είναι: να εξοικειωθούν με τον κλινικό χώρο να είναι σε θέση να εκτιμούν και να ιεραρχούν τα νοσηλευτικά προβλήματα του ατόμου να εφαρμόσουν στο μέτρο του εφικτού (και υπό εποπτεία) διάφορες νοσηλευτικές πράξεις να αξιολογούν τα αποτελέσματα μετά την εφαρμογή της φροντίδας και να παρακολουθούν τη χορήγηση νοσηλευτικών οδηγιών στον άρρωστο και στους συγγενείς του
να έρθουν σε επαφή με το σύγχρονο βιοϊατρικό εξοπλισμό στο κλινικό περιβάλλον και γενικότερα, να εφαρμόσουν τις θεωρητικές τους γνώσεις στην πράξη [42].
Προσανατολισμός και εκπαίδευση νεοπροσληφθέντων νοσηλευτών
Η είσοδος των νέων νοσηλευτών στο επάγγελμα θεωρείται θέμα μεγάλου ενδιαφέροντος στη διεθνή βιβλιογραφία, γιατί πιστεύεται ότι από την ομαλή ένταξη στον οργανισμό των νεοπροσλαμβανόμενων νοσηλευτών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η μετέπειτα ικανοποίησή τους από το επάγγελμα και η παραμονή τους στον οργανισμό.
Η παραίτηση νέων νοσηλευτών από τον οργανισμό που τους προσέλαβε ανέρχεται σε υψηλά ποσοστά, μεταξύ 35% και 60%, (Halfer et al.,2008), γεγονός που επιφέρει σημαντικό κόστος στους οργανισμούς υγείας, αλλά και αρνητικές συνέπειες για τη φροντίδα και την ασφάλεια των ασθενών. Μερικά από τα βασικότερα προβλήματα των νέων νοσηλευτών, όπως αναφέρονται στην έρευνα του Casey et al. (2004), είναι το υψηλό στρες και η δυσκολία στη μετάβαση από το ρόλο του φοιτητή στον επαγγελματικό ρόλο. Οι βασικές αιτίες για το στρες είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησης σχετικά με τις κλινικές δεξιότητες, η αδυναμία καθορισμού προτεραιοτήτων και οργάνωσης, ελλείψεις στην κριτική σκέψη, οι σχέσεις με τους συναδέλφους και τους νοσηλευτές εκπαίδευσης, απογοητεύσεις που σχετίζονται με το επαγγελματικό περιβάλλον (π.χ. αριθμός ασθενών ανά νοσηλευτή) και η επικοινωνία με τους γιατρούς [42].
Οι Sullivan & Decker (2005), τονίζουν ότι είναι πολύ σημαντικό ένας νέος εργαζόμενος να ξεκινήσει την απασχόλησή σε έναν οργανισμό με το σωστό τρόπο. Ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα προσανατολισμού, μειώνει το άγχος που νιώθουν οι νέοι υπάλληλοι όταν ξεκινούν την εργασία τους. Επιπλέον, η γνωριμία του υπαλλήλου με το χώρο εργασίας του, συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του τμήματος, μειώνοντας τη δυσαρέσκεια, τις απουσίες και την επιθυμία διαρκών μετακινήσεων σε άλλο τμήμα.
Η επαφή με τους νέους εργαζόμενους μπορεί μερικές φορές να είναι δύσκολη λόγω του άγχους που νιώθουν όταν έρχονται για πρώτη φορά στη δουλειά. Απλώς δεν ακούν όλες τις πληροφορίες που τους δίνονται. Δαπανούν πολύ ενέργεια στην προσπάθειά τους να αξιοποιήσουν και να ερμηνεύσουν τις πληροφορίες που τους δόθηκαν και επόμενο είναι να χάνουν μερικές από αυτές. Γι’ αυτό η επανάληψη ίσως είναι απαραίτητη τις πρώτες μέρες ή εβδομάδες που βρίσκονται στη δουλειά.
Επειδή οι προϊστάμενοι διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση των νέων εργαζομένων, θα πρέπει να συζητούν ανοιχτά μαζί τους, ειδικά το τι περιμένουν από αυτούς. Ο νέος εργαζόμενος προσαρμόζεται πιο εύκολα όταν συμβαίνει αυτό.
Ο προϊστάμενος οφείλει να συζητά τα πάντα, από τα πρότυπα απόδοσης, την τυπικότητα στην παρουσία και τη διαχείριση της φροντίδας των ασθενών μέχρι και την ανατροφοδότηση που πρέπει να αναμένει ο εργαζόμενος κατά τις αξιολογήσεις της απόδοσης. Μια μέθοδος προσανατολισμού/καθοδήγησης είναι το μοντέλο του νοσηλευτή/ εκπαιδευτή (Preceptor model), το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει τους νέους και να ανταμείψει κατά κάποιο τρόπο τα έμπειρα στελέχη του οργανισμού. Το συγκεκριμένο μοντέλο μπορεί να αποτελέσει ένα μέσο για την καθοδήγηση και την επαφή του νέου εργαζόμενου με τους συναδέλφους του, αλλά και ένα τρόπο επιβράβευσης των στελεχών που έχουν ιδιαίτερα υψηλή απόδοση. Για παράδειγμα τα νοσηλευτικά στελέχη του οργανισμού που παίζουν το ρόλο του κλινικού εκπαιδευτή επιλέγονται με βάση την κλινική τους ικανότητα, τις οργανωτικές τους δεξιότητες και την ικανότητά τους να κατευθύνουν και να καθοδηγούν άλλους
Ο κύριος σκοπός των νοσηλευτών / εκπαιδευτών είναι να βοηθήσουν τους νέους νοσηλευτές να αποκτήσουν τις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες, ώστε να μπορούν να αποδώσουν αποτελεσματικά στην εργασία τους. Δίνουν στους νέους νοσηλευτές το πλεονέκτημα ενός προγράμματος εκπαίδευσης μέσα στο χώρο της δουλειάς, προσαρμοσμένου ειδικά στις ανάγκες τους. Ενώ η κύρια δραστηριότητα του νοσηλευτή / εκπαιδευτή είναι να ενημερώσει το νέο νοσηλευτή σχετικά με το τμήμα του. Αυτό περιλαμβάνει την κατάλληλη και επαρκή πληροφόρηση γύρω από την ομάδα των συναδέλφων του, αλλά και την εξοικείωσή του με τις λειτουργίες του τμήματος. Διδάσκει τυχόν μη γνώριμες κλινικές διαδικασίες και βοηθά το νέο νοσηλευτή να αναπτύξει τις απαραίτητες δεξιότητες. Ενεργεί ως σύμβουλος πάνω σε θέματα που αφορούν στον τρόπο λειτουργίας της ομάδας, αλλά και τις πολιτικές και τις διαδικασίες γενικότερα του οργανισμού.
Οι νοσηλευτές/εκπαιδευτές έχουν ανάγκη από υποστήριξη για να πετύχει το πρόγραμμα. Δέχονται εκπαίδευση και καθοδήγηση από τους κλινικούς εκπαιδευτές και αναγνώριση του ρόλου τους. Η προετοιμασία των νοσηλευτών/εκπαιδευτών γίνεται με ένα μικτό σύστημα. Διδασκαλία βασισμένη στο διαδίκτυο ενημερώνει τους preceptors για τους ρόλους και τις ευθύνες τους, για τις αρχές της διδασκαλίας ενηλίκων και την ανατροφοδότηση. Μετά το στάδιο της αυτοδιδασκαλίας μέσω διαδικτύου, οι νοσηλευτές/εκπαιδευτές παρακολουθούν ένα τετράωρο εργαστήριο όπου μαθαίνουν για τις διαφορές μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων και συμμετέχουν σε ομαδικές συζητήσεις για τρόπους μάθησης, διδασκαλίας και τους τρόπους ανατροφοδότησης [43].
Η Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση αποτελεί μια από τις βασικές γνώσειςδεξιότητες που πρέπει να διαθέτουν όλοι οι νοσηλευτές. Οι νέοι νοσηλευτές πρέπει να καθοδηγούνται από τους παλιότερους συνάδελφους τους, καθώς και από τον προϊστάμενο του τμήματος για την αντιμετώπιση μιας καρδιοπνευμονικής ανακοπής. Η άμεση αναγνώριση της καρδιακής ανακοπής και η εφαρμογή αποτελεσματικής αναζωογόνησης από το παρευρισκόμενο νοσηλευτικό προσωπικό, μπορεί να διπλασιάσει την πιθανότητα επιβίωσης του ασθενή. Ο κύριος σκοπός των παλιότερων νοσηλευτών είναι να βοηθήσουν τους νέους να εκπαιδευτούν αλλά και να αναγνωρίσουν έγκαιρα την καρδιοπνευμονική ανακοπή. Επίσης, να τους μάθουν τα φάρμακα(αδρεναλίνη, αντιαρρυθμικά) που χρησιμοποιούνται κατά την διάρκεια της αναζωογόνησης και να τους ενημερώσουν που θα πάει το θύμα μετά από επιτυχή αναζωογόνηση. Σε περίπτωση που συμβεί καρδιοπνευμονική ανακοπή και συμμετάσχει ο νέος νοσηλευτής στην ανάνηψη του θύματος, ο αρχηγός της ομάδας αναζωογόνησης οφείλει να τον επιβραβεύσει για την πράξη του, δίνοντας τα εφόδια να συνεχίσει και να αποβάλει το άγχος.
Δια βίου μάθηση και συνεχιζόμενη κατάρτιση νοσηλευτών
Νομικό Πλαίσιο της Διά Βίου Μάθησης
Στο Νόμο 3879 (21/9/2010) για την «Ανάπτυξη της Δια Βίου Μάθησης», ως συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση ορίζεται η κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού που συμπληρώνει, εκσυγχρονίζει ή και αναβαθμίζει γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες, οι οποίες αποκτήθηκαν από τα συστήματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης ή από επαγγελματική εμπειρία με στόχο την ένταξη ή επανένταξη στην αγορά εργασίας, τη διασφάλιση της εργασίας και την επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη (ΦΕΚ 163, 2010).
Η επαγγελματική κατάρτιση παρουσιάζει σημαντικές διαφορές με την τυπική (δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια) εκπαίδευση, οι οποίες οδηγούν και σε διαφορετικές προσεγγίσεις στη μεθοδολογία υλοποίησης κάθε μορφής εκπαίδευσης, είτε αυτή γίνεται με συμβατικό τρόπο είτε εξ’ αποστάσεως
Τα αντικείμενα και το περιεχόμενο στην επαγγελματική κατάρτιση αλλάζουν πολύ ταχύτερα σε σχέση με την τυπική εκπαίδευση. Η διάρκεια ζωής των επαγγελματικών γνώσεων είναι πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη της τυπικής εκπαίδευσης, γεγονός που οδήγησε άλλωστε στη μεγάλη ανάπτυξη της συνεχιζόμενης κατάρτισης τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο.
Απαιτείται επομένως, στην επαγγελματική κατάρτιση, συχνή ενημέρωση και επικαιροποίηση του εκπαιδευτικού υλικού, για να αντιμετωπιστούν οι συχνά μεταβαλλόμενες εκπαιδευτικές ανάγκες.
Στην επαγγελματική κατάρτιση δίνεται ιδιαίτερη έμφαση όχι μόνο στην απόκτηση γνώσεων σχετικών με τα αντικείμενα εκπαίδευσης, αλλά κυρίως στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων και των επαγγελματικών προσόντων των εκπαιδευομένων. Αντίστοιχα, το εκπαιδευτικό υλικό οφείλει να είναι εμπλουτισμένο με ασκήσεις (projects), που εμπλέκουν τους εκπαιδευόμενους σε ενεργή συμμετοχή και οδηγούν στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους. Παράλληλα, απαιτείται συχνή παρακολούθηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας από εκπαιδευτή και ανάπτυξη συνεργατικών μεθόδων μέσω του διαδικτύου.
Στη Ελλάδα η ανάπτυξη της Δια Βίου Μάθησης και Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης παρουσιάζει σημαντική υστέρηση σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο νόμος 3879/2010 για την ανάπτυξη της Δια Βίου Μάθησης θέτει το πλαίσιο για τον εθνικό συντονισμό των προγραμμάτων, την πιστοποίηση των δομών, των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και των εκπαιδευτών της μη τυπικής εκπαίδευσης. Δημιουργείται το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων που συνδέεται με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, ώστε να είναι εύκολα αναγνωρίσιμα και συγκρίσιμα τα προσόντα και οι δεξιότητες των πολιτών. Ο ρόλος τους εκπαιδευτή ενηλίκων στα πλαίσια της Διά Βίου Μάθησης και Επαγγελματικής Κατάρτισης αλλάζει. Δεν είναι ένας απλός γνώστης του αντικειμένου του ή ένας πομπός γνώσεων, αλλά συντονιστής / εμψυχωτής της μαθησιακής διαδικασίας, που γνωρίζει να αναπτύσσει την ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευομένων, την κριτική τους ικανότητα, τη μάθηση μέσω της πράξης [42].
Η συνεχής εκπαίδευση του νοσηλευτή είναι απαραίτητη καθώς οι κατευθυντήριες οδηγίες της Καρδιοπνευμονικής Αναζωογόνησης, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, ανανεώνονται συνεχώς. Ο νοσηλευτής αποτελεί τον πρώτο αποδέκτη του επείγοντος περιστατικού, όποτε θα πρέπει να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την επείγουσα κατάσταση σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που υπάρχουν. Η νοσηλευτική υπηρεσία κάθε νοσοκομείου, οφείλει να διοργανώνει συνεχώς νέα προγράμματα που αφορούν στην εκπαίδευση των νοσηλευτών στην αντιμετώπιση ενός θύματος καρδιοπνευμονικής ανακοπής. Όλοι οι νοσηλευτές που εργάζονται στο νοσοκομείο είναι αναγκαίο να γνωρίζουν ΚΑΡΠΑ και όχι μόνο οι νοσηλευτές που δουλεύουν στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και στη Μονάδα Εμφραγμάτων.
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ:
“Η αναγκαιότητα των AED στη Βασική Καρδιοπνευμονική Αναζωογόνηση. Διερεύνηση και
χαρτογράφηση των AED στον Ελλαδικό χώρο.”
ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ
ΖΥΚΑΪ ΦΛΟΥΤΟΥΡΑ
ΧΑΜΗΛΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ