Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Xρειάζεται ένα σύστημα για να σωθεί μια ζωή (Μέρος Δεύτερο)

Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Xρειάζεται ένα σύστημα για να σωθεί μια ζωή (Μέρος Δεύτερο)

2. Καρδιοαναπνευστική (Καρδιοπνευμονική) Αναζωογόνηση

Η καρδιοαναπνευστική ή καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση (ή εν συντομία ΚΑΡ.Π.Α.), όπως μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα ο αγγλικός όρος „Cardiopulmonal Resuscitation“ (ή „CPR“), αναφέρεται στις ενέργειες εκείνες που οδηγούν στην εξασφάλιση των απαραίτητων για τη ζωή λειτουργιών της αναπνοής και της κυκλοφορίας του αίματος στην περίπτωση αιφνίδιας ανακοπής.

Διακρίνεται στη βασική („Basic Life Support“ ή „BLS“), δηλαδή χωρίς τη χρήση ειδικού εξοπλισμού, και στην εξειδικευμένη υποστήριξη της ζωής („Advanced Life Support“ ή „ALS“), η οποία πραγματοποιείται από εξειδικευμένο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και απαιτεί ειδικό εξοπλισμό καθώς και τη χρήση φαρμακευτικών ουσιών (Perkins et al., 2015).

Επειδή περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις αιφνίδιου θανάτου συμβαίνουν εκτός νοσοκομείου (Al-Kathib et al., 2018), είναι σαφές ότι τις περισσότερες φορές η βασική υποστήριξη ζωής είναι η μοναδική αρχική αντιμετώπιση που μπορεί να λάβει χώρα. Ιστορικά, η μέθοδος της καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης άρχισε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του 1960, μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των πρώτων ερευνών που έδειξαν την αποτελεσματικότητα της «στόμα με στόμα» αναπνοής, των καρδιακών μαλάξεων και της χρήσης απινιδωτή (Kouwenhoven,1960; Kouwenhoven, 1958, Safar et al., 1958).

Έκτοτε, εκτεταμένη έρευνα έχει πραγματοποιηθεί, κυρίως από δυο αναγνωρισμένες, καρδιολογικές εταιρείες του δυτικού κόσμου, την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (Αmerican Heart Association) και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αναζωογόνησης (European Resuscitation Council) με στόχο τη διαμόρφωση οδηγιών, ώστε η καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση να πραγματοποιείται με τον καλύτερο και πλέον συστηματοποιημένο τρόπο.

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αναζωογόνησης, τα βασικά βήματα για την επιτυχή βασική υποστήριξη της ζωής συνοψίζονται στη λεγόμενη «αλυσίδα της ζωής» (Perkins et al., 2015).

Αλυσίδα Επιβίωσης

Η αναλυτική παρουσίαση των πρακτικών βημάτων της βασικής υποστήριξης ζωής ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτής της εργασίας. Συνοπτικά, οι κρίκοι της αλυσίδας της ζωής είναι οι ακόλουθοι:

• Έγκαιρη αναγνώριση της επείγουσας κατάστασης και κλήση για βοήθεια

• Έγκαιρη διενέργεια καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης

• Έγκαιρη απινίδωση

• Έγκαιρη παροχή εξειδικευμένης υποστήριξης της ζωής μετά από επιτυχή ανάνηψη

Η έγκαιρη αναγνώριση μιας επικείμενης ανακοπής (π.χ. μετά από αναφορά έντονου καρδιακού πόνου) από έναν αυτόπτη μάρτυρα μπορεί να μειώσει το χρόνο μέχρι την αναζήτηση εξειδικευμένης φροντίδας και κατ’ επέκταση να βελτιώσει σημαντικά την πρόγνωση του ασθενούς (Waalewijn et al., 2001).

Ο δεύτερος κρίκος της «αλυσίδας της ζωής» είναι η άμεση και σωστή διενέργεια ΚΑΡ.Π.Α. από τους μάρτυρες του περιστατικού. Η άμεση παροχή ΚΑΡ.Π.Α. μπορεί να διπλασιάσει την πιθανότητά επιβίωσης (Halseqvist-Ax et al., 2015).

Έτσι, τα υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης μετά από αιφνίδια ανακοπή αφορούν περιστατικά που συμβαίνον σε τοποθεσίες με μεγαλύτερη πιθανότητά ύπαρξης μαρτύρων, ενώ όσον αφορά τα περιστατικά αιφνίδιου θανάτου που συμβαίνουν στο σπίτι, το ποσοστό επιβίωσης είναι ιδιαίτερα χαμηλό (περίπου 6%) (Αl-Kathib et al., 2018).

Η καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση συνίσταται στην παροχή θωρακικών συμπιέσεων και «στόμα με στόμα» αναπνοών. Χάρη στις θωρακικές συμπιέσεις επιτυγχάνεται συνέχιση της κυκλοφορίας του αίματος, αφενός μέσω άμεσης άσκησης πίεσης στην καρδιά, αφετέρου μέσω αλλαγών της ενδοθωρακικής πίεσης (Rudikoff et al., 1980).

Αποτέλεσμα είναι η εξασφάλιση της αιματικής ροής, σε ποσοστό έως και 30-40% της φυσιολογικής, με ιδιαίτερη ενίσχυση της εγκεφαλικής κυκλοφορίας (Ackermann et al., 2016).

Η ποιότητα, εν τέλει, της αιμάτωσης εξαρτάται άμεσα από την ποιότητα της ΚΑΡ.Π.Α., όπως αυτή καθορίζεται από τις διάφορες τεχνικές παραμέτρους της (συχνότητα και βάθος των παρεχόμενων συμπιέσεων, διάρκεια ενδιάμεσων παύσεων, παροχή δυνατότητας επανάπτυξης του θώρακα κ.λπ.) (Ackermann et al., 2016).

Ενώ ιστορικά η διενέργεια τεχνητών αναπνοών θεωρείται προϋπόθεση παροχής επιτυχημένης ΚΑΡ.Π.Α., οι σύγχρονες διεθνείς οδηγίες τείνουν να μεταθέτουν την έμφαση από την παροχή «στόμα με στόμα» αναπνοών στην παροχή των συμπιέσεων (Kleinmann et al., 2010).

 

 

Η τάση αυτή οφείλεται σε δύο λόγους.

Αφενός η απροθυμία παροχής «στόμα με στόμα» αναπνοών σε αγνώστους μπορεί να οδηγήσει σε ολική ανάσχεση παροχής ΚΑΡ.Π.Α., αφετέρου η παροχή «στόμα με στόμα» αναπνοών με υπέρμετρο ζήλο ενδέχεται μέσω διάφορων παθοφυσιολογικών μηχανισμών να οδηγήσει σε υπεραερισμό με αποτέλεσμα την πρόκληση υπότασης κατά την διάρκεια της καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης η οποία με τη σειρά της επιβαρύνει την αιμάτωση (Aufderheide et al., 2004).

Ιδιαίτερης σημασίας, κατά τη βασική υποστήριξη ζωής, είναι η έγκαιρη εφαρμογή απινίδωσης, εφόσον αυτή δύναται να αυξήσει τη επιβίωση μέχρι και κατά 50-70% (Perkins et al., 2015).

Αντίστροφα, η πιθανότητα επιβίωσης μειώνεται για κάθε λεπτό καθυστέρησης της απινίδωσης, παρόλο που η μείωση αυτή είναι μικρότερη στην περίπτωση που στο ενδιάμεσο διενεργείται χωρίς διακοπή αποτελεσματική ΚΑΡ.Π.Α. (Perkins et al., 2015).

Ωστόσο, η απινίδωση είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση συγκεκριμένων αρρυθμιών, συγκεκριμένα της κοιλιακής μαρμαρυγής και της άσφυγμης κοιλιακής ταχυκαρδίας (Nichol et al., 2017).

Μόνο σε ένα 20% των περιπτώσεων αιφνίδιας ανακοπής ο αρχικός ρυθμός επιτρέπει την απινίδωση αν και ένας αρχικά μη απινιδώσιμος ρυθμός μπορεί στην πορεία να μετατραπεί σε απινιδώσιμο ρυθμό (Nichol et al., 2017).

Ενώ το θεωρητικό υπόβαθρο της καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης δε διαφέρει ανάμεσα σε παιδιά κι ενήλικες, είναι λογικό ότι, όταν η αναζωογόνηση αφορά παιδιά, η τεχνική που χρησιμοποιείται πρέπει να προσαρμόζεται στις διαστάσεις και στην ελαστικότητα του στήθους των παιδιών αλλά και ότι δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι διαφορετικές πιθανές αιτιολογίες αιφνίδιας ανακοπής που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στα παιδιά.

Οι ιδιαιτερότητες αυτές λαμβάνονται υπόψιν στις διεθνείς οδηγίες υποστήριξης της ζωής, οι οποίες συμβουλεύουν μια διαφορετική τεχνική αναπνοών/συμπιέσεων και τονίζουν (αντίθετα με την περίπτωση των ενηλίκων) τη σημασία πραγματοποίησης τεχνητών αναπνοών στην περίπτωση των παιδιών (Ackermann et al., 2016).

Είναι σαφές ότι απαραίτητη και αναντικατάστατη προϋπόθεση για την επιβίωση και βελτίωση της πρόγνωσης μετά από αιφνίδια ανακοπή είναι η παροχή εξειδικευμένης υποστήριξης της ζωής. Το γεγονός αυτό τονίζει τη σημασία του πρώτου κρίκου της «αλυσίδας της ζωής», συγκεκριμένα την ανάγκη για έγκαιρη κλήση για βοήθεια. Στις περισσότερες κοινότητες του δυτικού κόσμου ο μέσος χρόνος από την κλήση μέχρι την άφιξη της μονάδας άμεσης βοήθειας είναι 5-8 λεπτά (Weisfeld et al., 2010).

Στο διάστημα αυτό η μόνη δυνατή βοήθεια είναι η βασική υποστήριξη της ζωής από τους παρόντες απλούς πολίτες.

Πράγματι, στην περίπτωση καρδιακής ανακοπής εκτός νοσοκομείου η πραγματοποίηση θωρακικών συμπιέσεων και η έγκαιρη απινίδωση είναι οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν την πρόγνωση (Greif et. al, 2015).

Η εκπαίδευση επομένως των απλών πολιτών στη βασική υποστήριξη της ζωής μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της επιβίωσης μετά από καρδιακή ανακοπή (Kudenchuk et al., 2012).

Ξεκινώντας από το σύνθημα «χρειάζεται ένα σύστημα για να σωθεί μια ζωή» η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αναζωογόνησης αναγνωρίζει την ανάγκη ενσωμάτωσης στο «σύστημα» των απλών πολιτών (Jackisch et al., 2019).

Ως απλοί πολίτες εννοούνται τα άτομα που δεν διαθέτουν κάποια ιατρική ή παραϊατρική εκπαίδευση και που στην αγγλική βιβλιογραφία αναφέρονται γενικά ως „lay men“. Ακριβώς επειδή δεν διαθέτουν ιατρικές γνώσεις, οι απλοί πολίτες εμφανίζονται συχνά απρόθυμοι να πραγματοποιήσουν ΚΑΡ.Π.Α., κυρίως λόγω διαφόρων φόβων π.χ. φόβου μολύνσεων, φόβου λάθους ή ακόμα και φόβου νομικών κυρώσεων (Savastano et al., 2011).

Η επίλυση αυτών των προβληματισμών με στόχο την ενίσχυση της προθυμίας των πολιτών να πραγματοποιήσουν ΚΑΡ.Π.Α. είναι δυνατή μόνο μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσής τους (Tanigawa et al., 2011).

Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Αιφνίδιος Καρδιακός Θάνατος (Μέρος Πρώτο)

Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Xρειάζεται ένα σύστημα για να σωθεί μια ζωή (Μέρος Δεύτερο)

Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Aναζήτηση τρόπων και μεθόδων εκπαίδευσης των απλών πολιτών (Μέρος Τρίτο)

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
«ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΣΥ»

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
«Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς. Συστηματική ανασκόπηση των μεθόδων εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών στην καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση και ποιοτική έρευνα
γύρω από τη στάση τους απέναντι σε αυτή»

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΝΙΣΟΒΙΤΗ

ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ, 2020

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ