Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝΤΟΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 12 του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας, ο ιατρός μπορεί να προχωρήσει στη διενέργεια της ιατρικής πράξης χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς, σε περίπτωση που συντρέχει κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας στον ασθενή, προκειμένου να αποφευχθεί κάποια μη αναστρέψιμη βλάβη στην υγεία του, ακόμη και στην περίπτωση που η συναίνεσή του δεν μπορεί να ληφθεί λόγω αδυναμίας έκφρασης του ίδιου του ασθενούς.
Είναι αναμενόμενο να μην υπάρχουν ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με την έκβαση, και πολλές φορές λόγω των συνθηκών να πραγματοποιείται μια πλημμελής ενημέρωση, η οποία να υπονομεύει την ικανότητα για ορθολογιστικές αποφάσεις.
Η διατύπωση των δύο προϋποθέσεων που θέτει είναι αρκετά ελαστική και δίνει το περιθώριο ερμηνειών που θα μπορούσαν να υπονομεύουν τελικά την αρχή της αυτοδιάθεσης.
Στις περιπτώσεις αυτές, όπως της καρδιακής ανακοπής, όπου δεν μπορούσε να έχει προβλεφθεί και ο ασθενής να έχει ενημερωθεί σχετικά, λόγω του αιφνίδιου μη αναμενόμενου χαρακτήρα της ανακοπής, συνήθως συνιστά μια μη προσχεδιασμένη και αιφνίδια πρώτη επαφή ιατρού-ασθενούς.
Είναι ξεκάθαρο και δεν υπάρχει χώρος αμφισβήτησης ότι συντρέχουν και οι δυο προϋποθέσεις, τόσο της αδυναμίας έκφρασης του ασθενούς, όσο και της κατεπείγουσας ανάγκης παροχής ιατρικής φροντίδας. Η ιατρική παρέμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβάλλει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, του ούτως ή άλλως ανίκανου να εκφράσει ο ίδιος τη βούλησή του.
Ωστόσο, κάτι το ξεχωριστό είναι η δυνατότητα ενημέρωσης και λήψης συναίνεσης στην περίπτωση, κατά την οποία η κατεπείγουσα ανάγκη ιατρικής φροντίδας ή η αδυναμία έκφρασης δεν εμφανίζονται απρόοπτα, αλλά αποτελούν εξέλιξη πορείας νόσου, κατά την οποία έχουν μεσολαβήσει και άλλες προηγούμενες επαφές μεταξύ ιατρού και ασθενούς.
Στην περίπτωση αυτή, αν ο ασθενής έχει εκφραστεί εκ των προτέρων αρνούμενος τη συναίνεσή του για οποιαδήποτε παροχή ιατρικής φροντίδας, η βούλησή του θα πρέπει να γίνεται σεβαστή.
Τέλος στην περίπτωση που η αρμοδιότητα για τη χορήγηση της συναίνεσης ανήκει σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, το οποίο όμως αρνείται να συναινέσει στη διενέργεια της απολύτως απαραίτητης και επείγουσας επέμβασης, η χορήγηση της απαιτούμενης συναίνεσης ανατίθεται από το νόμο σε τρίτο πρόσωπο, όταν ο ασθενής, λόγω έλλειψης της απαιτούμενης πνευματικής ωριμότητας, δεν έχει την ικανότητα να αποφασίζει αυτοπροσώπως και να χορηγήσει έτσι ο ίδιος τη συναίνεση του.
Στην προκειμένη περίπτωση, για ενήλικους ασθενείς μη διαθέτοντες ικανότητα συναίνεσης καλούνται να αποφασίσουν ο δικαστικός συμπαραστάτης, αν υφίσταται, αλλιώς οι 44 οικείοι του ασθενούς. Κατά τη διαδικασία αυτή, συνήθως κάποιος συγγενής εξουσιοδοτείται να λαμβάνει αποφάσεις αντί του ασθενούς όταν δεν είναι σε θέση να αποφασίζει ο ίδιος.
Το δικαίωμά τους είναι, όπως λέγεται, λειτουργικό σύμφωνα με το άρθρο 1511 του Αστικού Κώδικα. Δεν υπάρχει προς το δικό τους συμφέρον, αλλά προς το συμφέρον του τρίτου ατόμου, δηλαδή του ασθενούς. Αν υπάρχει χρόνος, είναι σκόπιμο να ζητείται η άδεια του αρμόδιου Εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 1534 του Αστικού Κώδικα. Διαφορετικά, η διενέργεια της ιατρικής πράξης από τον ιατρό καλύπτεται σε κάθε περίπτωση από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας προς το σκοπό της προστασίας του αντικειμενικού συμφέροντος του ασθενούς, της ίδιας του της ζωής.
Το εν λόγω δικαίωμα του τρίτου προσώπου δεν μπορεί να έχει όμως την ίδια έκταση με το καθαυτό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του ικανού προς συναίνεση ασθενούς, αφού πρόκειται για ετεροκαθορισμό και πρόκειται να πάρει αποφάσεις για ένα άλλο άτομο για το οποίο τρέφει συναισθήματα αγάπης σεβασμού και αίσθημα ευθύνης και θα πρέπει να αποφασίζει με μοναδικό κριτήριο το αντικειμενικό συμφέρον του ασθενούς.
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, όταν αντιμετωπίζεται περιστατικό καρδιοπνευμονικής ανακοπής, για το οποίο ενδείκνυται η καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση, ο ιατρός δεν χρειάζεται τη συναίνεση των οικείων, λόγω του ότι συντρέχει η προϋπόθεση του κατεπείγοντος.
Επιπροσθέτως, δε χρειάζεται να λάβει υπόψιν του τυχόν υπάρχουσα οδηγία μη ανάνηψης του ασθενούς, παρά μόνον στην περίπτωση που κρίνει ότι η ανάνηψη ισοδυναμεί με ματαιόπονη πράξη και δεν θα υπάρξει κάποιο μόνιμο θεραπευτικό όφελος.
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ
Ιατρική αμέλεια υφίσταται στις περιπτώσεις εκείνες που ο ιατρός κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, κατά την παροχή ιατρικής φροντίδας στον ασθενή του, δεν εκδηλώνει τη συμπεριφορά την οποία θα τηρούσε υπό τις ίδιες συνθήκες ο μέσος συνετός ιατρός της ίδιας ειδικότητας και των ίδιων επαγγελματικών ικανοτήτων.
Επίσης έχουν προταθεί ως κριτήρια η χρήση ως σημείο αναφοράς των προτύπων ποιότητας – προδιαγραφών του ιατρικού επαγγέλματος, ή το συμφέρον σε κάθε περίπτωση του ασθενή.
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι προσωπικές ιδιότητες και επιδόσεις δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο, καθώς η ανεύρεση του ως άνω προτύπου του επιμελούς ιατρού θα πρέπει να υπακούει σε αντικειμενικούς και αφηρημένους κανόνες, σύμφωνα με τα γενικότερα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής αλλά και της ιατρικής επιστήμης ειδικότερα.
Η κατά τα ανωτέρω οριοθέτηση της ιατρικής αμέλειας προσεγγίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την έννοια του ιατρικού σφάλματος και της πλημμελούς εκπλήρωσης της σύμβασης ιατρικής αγωγής, με αποτέλεσμα εν προκειμένω να αναδεικνύεται ευκρινώς η «διπλή λειτουργία της αμέλειας», υπό την έννοια ότι το αυτό βιοτικό συμβάν, δηλαδή η ανθρώπινη συμπεριφορά, εμπίπτει τόσο στην έννοια του ιατρικού σφάλματος ή της πλημμελούς εκπλήρωσης της σύμβασης αντίστοιχα, όσο και στην πλήρωση της προϋπόθεσης της υπαιτιότητας.
Σύμφωνα, δηλαδή, με την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η παράβαση των κανόνων επιμέλειας που διέπουν την ιατρική δραστηριότητα συνιστά παρανομία εκ μέρους του ιατρού, ο οποίος δεν έπραξε βάσει των κανόνων της επιστήμης του και με απώτερο σκοπό το συμφέρον του ασθενούς.
Στην περίπτωση της αναζωογόνησης, δεν έχουν καταγραφεί περιστατικά ιατρικής αμέλειας. Πράγμα δικαιολογημένο γιατί ο γιατρός πράττει υπό κατάσταση κατεπείγοντος με γνώμονα τη διατήρηση στη ζωή του θύματος καρδιακής ανακοπής.
Η προβληματική ξεκινά στις οδηγίες Μη αναζωογόνησης και πότε πρέπει να διακόπτεται η προσπάθεια αναζωογόνησης. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες αλλά με ό,τι αναφέρθηκε παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι οι ‘υπερφυσικές’ ιδιότητες του γιατρού και της ομάδας του έχουν κάποια όρια και πρέπει να γίνεται αποδεκτό και το δυσάρεστο γεγονός ως μέρος της πορείας της νόσου.
ΤΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ
Ως ιατρικό σφάλμα ορίζεται η συμπεριφορά του ιατρού, η οποία αξιολογείται ότι υπολείπεται από την επιμέλεια την οποία επιβάλλεται αυτός να επιδείξει στο επάγγελμά του και στη συγκεκριμένη περίπτωση ενός ασθενή.
Τα ιατρικά σφάλματα διακρίνονται σε:
ΣΦΑΛΜΑ ΑΝΑΛΗΨΗΣ
Όταν δηλαδή ο ιατρός διενεργεί την ιατρική πράξη, χωρίς αυτός να διαθέτει τις απαιτούμενες ατομικές ικανότητες και τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την τήρηση του οφειλόμενου αντικειμενικού προτύπου επιμέλειας.
ΣΦΑΛΜΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ
Όταν ο ιατρός καταλήγει σε εσφαλμένη διάγνωση του περιστατικού, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι κάθε εσφαλμένη διάγνωση συνιστά οπωσδήποτε και ιατρικό σφάλμα. Επίσης, διαπράττεται διαγνωστικό σφάλμα, όταν ο ιατρός παραλείπει διαγνωστική μέθοδο επειδή, κατά παράβαση των κανόνων της επιστήμης και της τέχνης, είτε την αγνοεί είτε δε σταθμίζει σωστά την αναγκαιότητά της.
ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ
Δηλαδή της πληροφόρησης του ασθενή σχετικά με τη θεραπευτικά ορθή συμπεριφορά που οφείλει να τηρήσει. Αποτελεί εκδήλωση της γενικής υποχρέωσης της επιμέλειας του ιατρού.
ΣΦΑΛΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Το οποίο σχετίζεται με την οργάνωση της παροχής της ιατρικής υπηρεσίας, από άποψη εξασφάλισης των αντικειμενικών προϋποθέσεων της τήρησης της οφειλόμενης επιμέλειας, κατανομής αρμοδιοτήτων, ελέγχου και επίβλεψής τους. Αναλύοντας και συνοψίζοντας τα παραπάνω, θέση ιατρικού σφάλματος δεν χωράει στη αναζωογόνηση παρά μονάχα, ίσως το σφάλμα παράλειψης θεραπευτικής ενημέρωσης, εάν και εφόσον ο γιατρός είχε τη δυνατότητα να έχει μια προγενέστερη επαφή πριν την καρδιακή ανακοπή και αυτή μπορούσε να προβλεφθεί ως πιθανό γεγονός.
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΙΑΤΡΙΚΗ
Προβλέπεται με νόμο του κράτους, και ειδικότερα σύμφωνα με το ΦΕΚ 219/τΒ/22.2.2007 της Υπουργικής Απόφασης Υ4Α/οικ.15576: Κανόνες οργάνωσης συστήματος Καρδιοπνευμονικής Αναζωογόνησης, είναι υποχρεωτική η εκπαίδευση για όλους τους επαγγελματίες υγείας όπως ιατροί, νοσηλευτές, πληρώματα ασθενοφόρων και παραϊατρικό προσωπικό. Εκτός αυτού, προβλέπεται και η εκπαίδευση σε βασικές δεξιότητες και μη υγειονομικού προσωπικού , δηλαδή του γενικού πληθυσμού με απώτερο στόχο το συλλογικό όφελος. Με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκεται η θέσπιση βασικών κανόνων χρήσης αυτόματων εξωτερικών απινιδωτών από τον γενικό πληθυσμό και η υποχρεωτική εγκατάστασή τους σε σημεία συγκέντρωσης για την άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση καρδιακής ανακοπής.
Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΒΙΟΗΘΙΚΗ – ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΒΙΟΗΘΙΚΗ – ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ:
Απόψεις και πρακτικές των επαγγελματιών υγείας σε ζητήματα ηθικής στην αναζωογόνηση.
Εργασία της : ΤΣΙΑΠΑΚΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΑΓΜ: 446968 Ειδ/νη Ιατρός Μαιευτικής Γυναικολογίας MSc International Health