Η έντονη καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση με περισσότερες θωρακικές συμπιέσεις σε άτομα που παρουσιάζουν αιφνίδια καρδιακή ανακοπή μπορεί να βελτιώσει τα ποσοστά επιβίωσης.
Αυτό έδειξε μια πρόσφατη πολύ σημαντική μελέτη.
Οι θωρακικές συμπιέσεις βοηθούν στη μετακίνηση του οξυγονωμένου αίματος στην καρδιά και στον εγκέφαλο. Με αυτό τον τρόπο διασώζεται ο εγκέφαλος και προετοιμάζεται η καρδιά για να αποκαταστήσει τον ρυθμό της μετά τη χορήγηση σοκ με απινίδωση.
Οι ερευνητές της μελέτης τόνισαν ότι ακόμα και μικρή διακοπή των θωρακικών συμπιέσεων μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή του ατόμου που υπέστη την καρδιακή ανακοπή.
Αιφνίδια καρδιακή ανακοπή σκοτώνει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής περίπου 325.000 άτομα τον χρόνο ή αλλιώς 800 άτομα την ημέρα.
Μάλιστα, συχνά επέρχεται χωρίς πρόδρομα προειδοποιητικά συμπτώματα. Στην καρδιακή ανακοπή η καρδιά σταματάει απότομα να δουλεύει και να προωθεί το αίμα στον εγκέφαλο και το σώμα, με συνέπεια την κυκλοφορική κατάρριψη.
Έτσι το άτομο καταρρέει και παρουσιάζει απώλεια συνειδήσεως. Η πιο συχνή αιτία αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής είναι ένας χαοτικός καρδιακός ρυθμός, η κοιλιακή μαρμαρυγή και η οποία συνήθως είναι απότοκος εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Σπανιότερα, η κοιλιακή μαρμαρυγή μπορεί να μην οφείλεται σε έμφραγμα του μυοκαρδίου, αλλά σε άλλη δομική ανωμαλία της καρδιάς, όπως είναι η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, η οποία σποραδικά είναι υπεύθυνη για τον αιφνίδιο θάνατο αθλητών.
Όταν συμβεί καρδιακή ανακοπή, ο θάνατος επέρχεται μέσα σε λίγα λεπτά, εκτός και αν αποκατασταθεί άμεσα ο καρδιακός ρυθμός με τη χορήγηση ηλεκτρικού σοκ με έναν απινιδωτή.
Η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση περιλαμβάνει την έναρξη θωρακικών συμπιέσεων για την κυκλοφορία του αίματος στα όργανα του σώματος και την υποστήριξη της αναπνοής με τη «στόμα με στόμα» εμφύσηση αέρα για την οξυγόνωση του αίματος.
Η διακοπή των θωρακικών συμπιέσεων κατά τη διάρκεια της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης είναι ένα συχνό φαινόμενο και τα άτομα που κάνουν ανάνηψη τυπικά περνούν μόνο το 50% του χρόνου τους σε θωρακικές συμπιέσεις.
Η προαναφερθείσα μελέτη, για να καθορίσει την επίδραση των θωρακικών συμπιέσεων στην επιβίωση των θυμάτων αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής, ανέλυσε τα στοιχεία από 78 υπηρεσίες που παρέχουν βοήθεια σε επείγοντα περιστατικά. Ιδιαίτερα, οι ερευνητές κοίταξαν ποιο ήταν το ποσοστό του χρόνου που οι ανανήπτες αφιέρωσαν στις θωρακικές συμπιέσεις σε σχέση με ολόκληρο τον χρόνο που αφιέρωσαν στην καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση.
Από τις 506 συνολικά περιπτώσεις που μελετήθηκαν, επετεύχθη η επιστροφή της αυτόματης κυκλοφορίας σε 58% των περιστατικών των οποίων οι θωρακικές συμπιέσεις καταλάμβαναν έως το 20% του χρόνου.
Όμως, όταν οι θωρακικές συμπιέσεις καταλάμβαναν έως το 79% του χρόνου της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης, η επιστροφή της αυτόματης κυκλοφορίας έφτανε το 81% έως και το 100% των περιστατικών. Επιστροφή της αυτόματης κυκλοφορίας σημαίνει ότι η καρδιά άρχιζε να χτυπάει αποτελεσματικά από μόνη της.
Οι ερευνητές της μελέτης διαπίστωσαν ότι γενικά αύξηση του ποσοστού των θωρακικών συμπιέσεων κατά 10% έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πιθανότητας επιβίωσης κατά 10%. Τα ευρήματα αυτά είναι πολύ σημαντικά γιατί δείχνουν πόσο σημαντικές είναι οι θωρακικές συμπιέσεις.
Φυσικά, περαιτέρω στοιχεία είναι απαραίτητα για να καθοριστεί ακριβώς ποιος είναι ο βέλτιστος αριθμός θωρακικών συμπιέσεων και ποιος είναι ο βέλτιστος χρόνος εφαρμογής τους πριν και μετά τη χορήγηση ηλεκτρικού σοκ με τον απινιδωτή.
Πάντως, τα μέχρι τώρα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι θωρακικές συμπιέσεις πρέπει να συνεχίζονται για το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα και πρέπει να διακόπτονται μόνον όταν είναι απολύτως απαραίτητο και για τη διενέργεια πράξεων που αποδεδειγμένα ωφελούν.
Το τελικό και κεντρικό μήνυμα από την προαναφερθείσα μελέτη είναι ότι η αιφνίδια καρδιακή ανακοπή δεν είναι σίγουρος θάνατος. Οι θωρακικές συμπιέσεις σώζουν ζωές ακόμα και αν δεν χορηγούνται «στόμα με στόμα» ανάσες. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η εκπαίδευση των ατόμων γενικά, και όχι μόνο των γιατρών, για τη σωστή εφαρμογή των θωρακικών συμπιέσεων σε θύματα καρδιακής ανακοπής.
Του ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΣΤΕΦΑΝΑΔΗ, καθηγητή Καρδιολογίας, διευθυντή Α’ Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ιπποκράτειο» ΓΝΑ, προέδρου Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ