Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » Καρδιοπνευμονική Αναζωογόνηση » Παρουσία της οικογένειας κατά τη διάρκεια Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης και Επεμβατικών Διαδικασιών σε Ενήλικες (Μέρος 1ο)

Παρουσία της οικογένειας κατά τη διάρκεια Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης και Επεμβατικών Διαδικασιών σε Ενήλικες (Μέρος 1ο)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Είναι γεγονός ότι η καρδιακή ανακοπή αποτελεί ένα σύμβαμα, για το οποίο είναι μείζονος σημασίας, η άμεση έναρξη καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης του θύματος, αν είναι εφικτό, ακόμα και από την ίδια τη στιγμή της κατάρρευσης του, και πριν γίνουν ενέργειες για κλήση εξειδικευμένης βοήθειας. Αν υπάρχει κάποιος, κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης του θύματος, που μπορεί και ξέρει να προσφέρει τη Βασική Υποστήριξη Ζωής, πρέπει να το κάνει.

 

Κύρια αιτία καρδιακής ανακοπής είναι η στεφανιαία νόσος η οποία οδηγεί σε καρδιακή ανακοπή .Δεν θα πρέπει όμως να παραλειφθούν και άλλοι αιτιολογικοί παράγοντες υπεύθυνοι για την καρδιακή ανακοπή όπως το στρες ,η έντονη σωματική άσκηση ,κάποιες μυοκαρδιοπάθειες και μια πληθώρα άλλων παραγόντων οι οποίοι θα αναφερθούν εκτενέστερα παρακάτω.

 

Η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, δηλαδή η άσκηση θωρακικών συμπιέσεων και αναπνοών σε αναλογία 30 συμπιέσεις και δύο εμφυσήσεις, είναι αυτή που πρέπει να παρασχεθεί στο θύμα μιας καρδιακής ανακοπής το οποίο κατέρρευσε και δεν αναπνέει. Αφού λάβουν χώρα όλα τα παραπάνω, το θύμα πρέπει να μεταφερθεί σε εξειδικευμένη μονάδα για περαιτέρω ιατροφαρμακευτική παρακολούθηση και φροντίδα. Μετά από μια καρδιακή ανακοπή χρειάζεται αρκετός χρόνος και φροντίδα ούτως ώστε το θύμα να επανενταχθεί ομαλά, ξανά, στο κοινωνικό σύνολο. Το ζητούμενο είναι η καλή έκβαση του περιστατικού, το προσδόκιμο επιβίωσης αλλά και η ποιότητα ζωής του ασθενούς.

 

Αν κάτι από τα προαναφερθέντα δεν δύναται να επιτευχθεί τίθενται διλλήματα ηθικής και δεοντολογίας σχετικά με το κατά πόσο θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια αναζωογόνησης, σε άτομα που εκ των πραγμάτων θα έχουν κακή έκβαση και γενικά άσχημη ποιότητα ζωής, πότε θα πρέπει να σταματάνε οι προσπάθειες αναζωογόνησης, ποιος θα πρέπει να έχει το βάρος μιας τόσο σοβαρής απόφασης και κατά πόσο μπορεί να πάρει μια τέτοια απόφαση εκ των προτέρων ο ίδιος ο ασθενής.

 

Ένα ακόμα σημείο, εν κατακλείδι, που πρέπει να αναφερθεί και να αναπτυχθεί εκτενέστερα είναι η παρουσία των συγγενών κατά την προσπάθεια αναζωογόνησης. Πολλά έχουν ειπωθεί κατά καιρούς για το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι πλέον επιτρέπεται η παρουσία των συγγενών κατά την διαδικασία της αναζωογόνησης αρκεί να το επιθυμούν οι ίδιοι να παρίστανται (8085). Όλα τα προαναφερθέντα πραγματεύονται σαφέστερα και αναλυτικότερα παρακάτω.

 

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 1. ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΑΚΟΠΗ

 

1.1 Ορισμός

 

Ως καρδιακή ανακοπή ορίζεται η αιφνίδια παύση της λειτουργίας της καρδιάς, που συμβαίνει σαν επιπλοκή κάποιων σοβαρών καρδιακών ή άλλων προβλημάτων. Στην πλειοψηφία των θυμάτων, εντοπίζεται στεφανιαία νόσος και η καρδιακή ανακοπή συνήθως προκαλείται από έμφραγμα του μυοκαρδίου ή κοιλιακές αρρυθμίες.

 

Άλλες αιτίες περιλαμβάνουν καρδιομυοπάθειες, βαλβιδοπάθειες, παθήσεις στο σύστημα ηλεκτρικής αγωγής της καρδιάς (όπως στο σύνδρομο μακρού QT ή στο σύνδρομο Wolff-Parkinson-White), μυοκαρδίτιδα, τραυματισμό του θώρακα, βαριές ηλεκτρολυτικές διαταραχές και δηλητηρίαση λόγω κατάχρησης παράνομων ή χορηγούμενων φαρμάκων (πχ., δακτυλίτιδα).

 

Η φυσική άσκηση ή ακραίες καταστάσεις συναισθηματικής έντασης προκαλούν ορισμένες φορές καρδιακή ανακοπή. Η τυπική εικόνα της καρδιακής ανακοπής έγκειται στην ξαφνική απώλεια των αισθήσεων ακολουθούμενη από θάνατο, μέσα σε μία ώρα από την έναρξη αυτής (οπότε και μιλάμε για αιφνίδιο θάνατο).

 

1.2 Επιδημιολογία

 

 

Μία από τις κυριότερες αιτίες θανάτου στον κόσμο είναι η ισχαιμική νόσος (1). Στην Ευρώπη ευθύνεται για το 40% των θανάτων σε ηλικίες κάτω των 75 ετών(2). Αντίστοιχα στους ενήλικες η αιφνίδια καρδιακή ανακοπή και κατ’ επέκταση και ο θάνατος που οφείλεται σε στεφανιαία νόσο, αγγίζει το 60% (3).

 

Σύμφωνα με στοιχεία από τις 37 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ετήσια συχνότητα των εξωνοσοκομειακών καρδιακών ανακοπών που αντιμετωπίζονται από υπηρεσίες επείγουσας ιατρικής, είναι 38 ανά 100.000 πληθυσμού. Το ποσοστό αυτό αναφέρεται σε όλους τους καρδιακούς ρυθμούς. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, η συχνότητα των ανακοπών που οφείλονται σε κοιλιακή μαρμαρυγή (VT) είναι 17 ανά 100.000(3). Η επιβίωση με έξοδο από το νοσοκομείο είναι ανεξαρτήτως ρυθμού 10.7%.

 

Όσον αφορά την καρδιακή ανακοπή με κοιλιακή μαρμαρυγή η επιβίωση αγγίζει μόλις το 21,2%. Σύμφωνα με κάποια πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, που προέρχονται από 10 περιοχές στη Βόρεια Αμερική ,η μέση αναλογία επιβίωσης μετά από ένα επεισόδιο ανακοπής που αντιμετωπίζεται από τις υπηρεσίες επείγουσας ιατρικής, για κάθε ρυθμό, και συνοδεύεται με έξοδο από το νοσοκομείο, είναι 8.4%.Το αντίστοιχο ποσοστό επιβίωσης ανακοπών που είναι συνυφασμένες με κοιλιακή μαρμαρυγή φτάνει το 22% (4). Σύμφωνα με κάποια τελευταία στοιχεία, φαίνεται ότι τα ποσοστά μακροχρόνιας επιβίωσης μετά από ένα επεισόδιο καρδιακής ανακοπής αυξάνονται(5,6). Τα θύματα της καρδιακής ανακοπής εκτός νοσοκομείου σε ένα ποσοστό 2530% έχουν κοιλιακή μαρμαρυγή ,όπως φαίνεται μετά από την ανάλυση του καρδιακού τους ρυθμού. Τα τελευταία 20 χρόνια το ποσοστό αυτό έχει την τάση να μειώνεται (7).

 

Είναι πολύ πιθανό, το ποσοστό των ανθρώπων με κοιλιακή μαρμαρυγή ή κοιλιακή ταχυκαρδία κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης να είναι πολύ μεγαλύτερο ,αλλά από την στιγμή του συμβάντος μέχρι την καταγραφή του, ο ρυθμός έχει εξελιχθεί σε ασυστολία (9,10). Αν υπήρχε η δυνατότητα καταγραφής του ρυθμού τη στιγμή της κατάρρευσης ,το ποσοστό ασθενών με κοιλιακή μαρμαρυγή θα άγγιζε 59%-65% (11,12). Σε καρδιακές ανακοπές που συμβαίνουν εντός νοσοκομείου, η συχνότητα είναι 15 ανακοπές ανά 1000 εισαγωγές (13). Σύμφωνα με τα στοιχεία ανακοπών από την εθνική καταγραφή καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης από την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρία, μετά από μια ενδονοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή, η επιβίωση και έξοδος από το νοσοκομείο φτάνει το 17,6% (14) ανεξαρτήτως καρδιακού ρυθμού. Στο 25% των περιπτώσεων ο αρχικός ρυθμός είναι άσφυγμη κοιλιακή ταχυκαρδία ή κοιλιακή μαρμαρυγή και από αυτούς το 37% επιβιώνει και βγαίνει από το νοσοκομείο. Μετά από άσφυγμη ηλεκτρική δραστηριότητα ή ασυστολία μόλις το 11,5% επιβιώνει και βγαίνει από το νοσοκομείο.

 

2. ΚΑΡΔΙΟΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ

 

2.1 Ορισμός

 

Ως καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση (ΚΑΡΠΑ) ορίζεται η χορήγηση θωρακικών συμπιέσεων και αναπνοών σε ένα θύμα το οποίο έχει καταρρεύσει και δεν αναπνέει. Σύμφωνα με τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αναζωογόνησης θα πρέπει να γίνονται στο θύμα 30 θωρακικές συμπιέσεις ακολουθούμενες από 2 εμφυσήσεις μέχρι να έλθει περαιτέρω εξειδικευμένη βοήθεια.

 

H KAΡΠΑ διακρίνεται σε δύο στάδια:

 

την βασική υποστήριξη ζωής (Βασική ΚΑΡΠΑ ή BLS=Basic Life Support)

 

την εξειδικευμένη υποστήριξη ζωής(Εξειδικευμένη ΚΑΡΠΑ ή ALS=Advanced Life Support)

 

Ως βασική υποστήριξη ζωής ορίζεται η επίτευξη της βατότητας του αεραγωγού και η υποστήριξη της αναπνοής και της κυκλοφορίας χωρίς την χρήση άλλου εξοπλισμού εκτός μιας προσωπίδας τσέπης ή μιας προστατευτικής μεμβράνης στόματος.

 

Στον αντίποδα τώρα, η εξειδικευμένη υποστήριξη ζωής αναφέρεται στην αποκατάσταση της αναπνοής και της κυκλοφορίας με τη χρήση ειδικού εξοπλισμού και φαρμακευτικών παραγόντων, με απώτερο στόχο την αποκατάσταση αυτόματης οξυγόνωσης των ιστών και την υποστήριξη της καρδιακής λειτουργίας ,της καρδιακής παροχής και των λοιπών ζωτικών λειτουργιών μετά την αναζωογόνηση.

 

2.2Επιδημιολογία

 

Κατά την προσπάθεια επαναφοράς ενός θύματος στη ζωή ο ρόλος της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης είναι υψίστης σημασίας. Όπως απεικονίζεται και στην αλυσίδα επιβίωσης(Εικ.1) ο ρόλος της ΚΑΡΠΑ και της απινίδωσης είναι τα βασικά στοιχεία αναζωογόνησης ούτως ώστε να επιτευχθεί το θεμιτό αποτέλεσμα.

 

Εικ. 1

 

Με την άμεση εφαρμογή ΚΑΡΠΑ σε συμβάματα καρδιακής ανακοπής με κοιλιακή μαρμαρυγή, εκτός νοσοκομείου ,το ποσοστό επιβίωσης μπορεί να διπλασιαστεί και σε μερικές περιπτώσεις και να τριπλασιαστεί (1518). Εάν δε, εφαρμοστεί σε χρονικό διάστημα 3-5 λεπτών από την κατάρρευση το ποσοστό επιβίωσης ανέρχεται από 49% έως 75% (1926). Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες ,η εφαρμογή θωρακικών συμπιέσεων μέχρι να έρθει ο απινιδωτής και καθώς αυτός φορτίζει, φαίνεται ότι βελτιώνει αρκετά την επιβίωση του θύματος. Και βέβαια πρέπει να επισημανθεί ότι η εφαρμογή ΚΑΡΠΑ μόνο με θωρακικές συμπιέσεις είναι προτιμότερη από το να μη γίνει καθόλου ΚΑΡΠΑ.

 

3. ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΟΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ

 

 

Μετά από μια καρδιακή ανακοπή το πρώτο πράγμα που καλούμαστε να ανακτήσουμε είναι η επάνοδος της αυτόματης κυκλοφορίας. Δυστυχώς όμως η παθολογία του πληγέντος θύματος, η οποία προκύπτει από την επικείμενη ανακοπή, συχνά περιπλέκει το έργο της ανάκαμψης του. Συμβάματα που χαίρουν άμεσης αντιμετώπισης κατά την περίοδο της αναζωογόνησης είναι η δυσλειτουργία του μυοκαρδίου, η πιθανή εγκεφαλική βλάβη και η συστηματική απάντηση ισχαιμίας επαναιμάτωσης (27).

 

Μετά από μια καρδιακή ανακοπή ,πιθανή εγκεφαλική βλάβη εμφανίζεται ως κώμα, μυοκλονίες, σπασμοί και εν κατακλείδι εγκεφαλικό θάνατο. Παράγοντες που μπορούν να επιδεινώσουν την προαναφερθείσα κατάσταση είναι η ανεπάρκεια σε επίπεδο μικροκυκλοφορίας ,η υπερκαπνία, η υπερξυγοναιμία, ο πυρετός, οι σπασμοί και η αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης.

 

Η αδυναμία του μυοκαρδίου είναι συχνό φαινόμενο μετά από μια καρδιακή ανακοπή αλλά μετά από διάστημα 23 ημερών το θύμα συνήθως ανακάμπτει(28,29). Αυξημένος είναι και ο κίνδυνος πολυοργανικής ανεπάρκειας και λοιμώξεων αφού μετά από καρδιακή ανακοπή, η ισχαιμία και η επαναιμάτωση που λαμβάνει χώρα πυροδοτεί τόσο ανοσολογικούς μηχανισμούς όσο και διαταραχές των πηκτικών μηχανισμών.

 

Πέραν τούτου, κατά την διάρκεια της φροντίδας του θύματος μετά την καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση θα πρέπει να εστιάσουμε σε συγκεκριμένα σημεία τα οποία είναι ο αεραγωγός ,ο κυκλοφορικό, η εγκεφαλική βλάβη που πιθανόν να έχει προκύψει και συνοδά νευρολογικά ελλείμματα ,η θερμορύθμιση του θύματος και έλεγχος βιοχημικών παραγόντων και σακχάρου. Εστιάζοντας στο κομμάτι της αναπνοής και του αεραγωγού, συμβάματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν είναι η υπερκαπνία και η υποοξυγοναιμία οι οποίες αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για μια δεύτερη καρδιακή ανακοπή και πιθανότατα να συμβάλλουν σε μια δευτεροπαθή εγκεφαλική βλάβη.

 

Πιο αναλυτικά, κατόπιν ερευνών σε ζώα βρέθηκε ότι υπεροξαιμία μετά από ισχαιμικό σύμβαμα, προκαλεί οξειδωτικό στρες και βλάπτει τους νευρώνες(3134). Στην κλινική πράξη αμέσως μετά την εφαρμογή αξιόπιστου monitoring κορεσμού της αιμοσφαιρίνης με οξυγόνο, γίνονται οι απαραίτητες ρυθμίσεις του οξυγόνου στο εισπνεόμενο μίγμα ούτως ώστε να έχουμε έναν κορεσμό οξυγόνου στο αίμα της τάξεως του 94-98%. Σε κάθε ασθενή με διαταραγμένη εγκεφαλική λειτουργία μετά από καρδιακή ανακοπή η διασωλήνωση αποτελεί μονόδρομο, έτσι ώστε να μπορεί να διατηρείται νορμοκαπνικός με τη ρύθμιση των κατάλληλων παραμέτρων.

 

Δεύτερο σημείο αναφοράς είναι η φροντίδα του κυκλοφορικού συστήματος .Μετά από καρδιακή ανακοπή με STEMI ο ασθενής πρέπει απαραίτητα να υποβληθεί σε στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική και η παρέμβαση αυτή να εξετάζεται ως πιθανό ενδεχόμενο σε όλους τους ασθενείς οι οποίοι υπέστησαν καρδιακή ανακοπή και υπάρχει υποψία στεφανιαίας νόσου (35,36-39).

 

Μετά από μια καρδιακή ανακοπή το μυοκάρδιο νοσεί με αποτέλεσμα να εμφανίζεται υπόταση ,μειωμένη καρδιακή παροχή και αρρυθμίες (28).Αν η κυκλοφορία δεν μπορεί να ανακάμψει με χορήγηση υγρών και αγγειοδραστικών φαρμακευτικών παραγόντων μπορεί να γίνει χρήση ενδοαορτικού ασκού για την υποστήριξη της κυκλοφορίας (35,38).Απώτερος σκοπός είναι να υπάρξει μια τιμή αρτηριακής πιέσεως η οποία επιτυγχάνει μια παροχή ούρων 1ml/kg/h,και φυσιολογικά επίπεδα γαλακτικού οξέος.

 

Τρίτο σημείο αναφοράς είναι η αποκατάσταση της εγκεφαλικής λειτουργίας και η περαιτέρω νευρολογική αποκατάσταση Ένα πρωτεύων θέμα προς άμεση αντιμετώπιση είναι ο έλεγχος των σπασμών και των μυοκλονιών. Το καθένα ξεχωριστά αλλά και τα δύο μαζί συμβαίνουν σε ένα ποσοστό 515%σε ασθενείς μετά από επιτυχή επάνοδο της αυτόματης κυκλοφορίας(ROSC) και σε ένα ποσοστό 1040% σε αυτούς που παραμένουν σε κωματώδη κατάσταση(4144).Οι σπασμοί μπορεί να προκαλέσουν εγκεφαλική βλάβη γιατί αυξάνουν έως και τρεις φορές τον μεταβολισμό του εγκεφάλου γ΄αυτό πρέπει να θεραπευτούν άμεσα με βενζοδιαζεπίνες ,βαρβιτουρικά, φανυντοίνη και προποφόλη. Για την χρήση αντιεπιληπτικής αγωγής μετά από καρδιακή ανακοπή σε ενήλικες και πιθανή προφύλαξη από επιληπτική κρίση και σπασμούς δεν υπάρχουν μελέτες.

 

Τέταρτο σημείο αναφοράς ο έλεγχος του σακχάρου. Έχει βρεθεί ότι αυξημένα επίπεδα γλυκόζης αίματος μετά από αναζωογόνηση από καρδιακή ανακοπή σχετίζονται με φτωχή νευρολογική έκβαση.Μια πρόσφατη μελέτη και δύο μετά αναλύσεις μελετών με αυστηρό έλεγχο της γλυκόζης σε σχέση με τον συμβατικό έλεγχο της γλυκόζης σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς έδειξαν σημαντική διαφορά στα ποσοστά θνητότητας. Επίσης βρέθηκε ότι απόρροια του αυστηρού ελέγχου γλυκόζης ήταν ο αυξημένος κίνδυνος υπογλυκαιμίας(45-47) .Σε βαρέως πάσχοντες, σοβαρή υπογλυκαιμία συνοδεύεται με αυξημένη θνητότητα (48).Μεγαλύτερο κίνδυνο μη διάγνωσης σοβαρής υπογλυκαιμίας διατρέχουν σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό οι ασθενείς που βρίσκονται σε κωματώδη κατάσταση .Με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας μέχρι στιγμής, μετά από ROSC,η τιμή της γλυκόζης του αίματος πρέπει να διατηρείται <180mg/dl (49).Καλό είναι να αποφεύγεται η υπογλυκαιμία. Ειδικά σε ασθενείς με ROSC μετά από καρδιακή ανακοπή δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται αυστηρός έλεγχος γλυκόζης ,επειδή αυτοί οι ασθενείς έχουν την τάση να κάνουν υπογλυκαιμία.

 

Πέμπτο κατά σειρά, σημείο αναφοράς είναι ο έλεγχος της θερμοκρασίας ,και πιο συγκεκριμένα η ρύθμιση της υπερπυρεξίας. Τις πρώτες 48 ώρες μετά από ένα συμβάν καρδιακής ανακοπής παρατηρείται συχνά υπερπυρεξία (5052). Η εμφάνιση πυρετού μετά από καρδιακή ανακοπή προδιαθέτει σε κακή έκβαση του περιστατικού, όπως αποδεικνύουν αρκετές μελέτες(40,50,5255). Παρόλο που η επίδραση της αυξημένης θερμοκρασίας στην έκβαση δεν αποδείχθηκε ,σε περιστατικά όπου εμφανίζεται υπερθερμία μετά από καρδιακή ανακοπή καλό είναι η αντιμετώπιση να περιλαμβάνει αντιπυρετικά ή ακόμα και ενεργή ψύξη ,όπου καθίσταται αναγκαίο.

 

Η θεραπευτική υποθερμία, όπως δείχνουν μελέτες τόσο σε πειραματόζωα όσο και σε ανθρώπους, είναι νευροπροστατευτική (56,57).Το κρύο καταστέλλει κάποιους από τους μηχανισμούς που οδηγούν σε εγκεφαλικό θάνατο. Η υποθερμία μειώνει τον εγκεφαλικό μεταβολικό ρυθμό περίπου 6% για κάθε 1βαθμό Κελσίου μείωσης της θερμοκρασίας (58) και παράλληλα μειώνει την φλεγμονώδη αντίδραση που εμφανίζεται μετά από καρδιακή ανακοπή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας τυχαιοποιημένης μελέτης(59) αλλά και μιας ψευδοτυχαιοποιημένης μελέτης(60) εμφανίζεται βελτίωση στη νευρολογική έκβαση ασθενών κατά την έξοδο από το νοσοκομείο ή μετά από 6 μήνες σε κωματώδη κατάσταση μετά από VF καρδιακή ανακοπή. Η ψύξη ξεκινούσε λίγα λεπτά ή ώρες μετά τη ROSC και η θερμοκρασία ήταν στους 3436οC για 1224 ώρες. Τα παραπάνω δεδομένα μπορούμε να τα δούμε και σε άλλους τύπους καρδιακής ανακοπής(πχ. άλλος αρχικός ρυθμός ,παιδιατρικοί ασθενείς, καρδιακή ανακοπή που εκτυλίσσεται εντός νοσοκομείου)με δεδομένα χαμηλότερου επιπέδου(35,61-67).

 

Σε πρακτικό επίπεδο η θεραπευτική υποθερμία χωρίζεται σε εισαγωγή, διατήρηση και επαναθέρμανση (68). Για την αρχική ψύξη μπορούν να εφαρμοστούν τεχνικές τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής ψύξης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με έγχυση 30ml/kg φυσιολογικού ορού ή γαλακτικού Ringer θερμοκρασίας 4οC,προκαλεί μείωση της θερμοκρασίας του πυρήνα κατά 1,5οC.Άλλες μέθοδοι εισαγωγής και διατήρησης της υποθερμίας είναι η χρήση παγοκύστεων και υγρών πετσετών, επιθέματα με κυκλοφορούν νερό ή αέρα, ενδοαγγειακός εναλλακτής θερμότητας, εξωσωματική κυκλοφορία κα. Κατά τη φάση της διατήρησης της θερμοκρασίας προτιμάται μια μέθοδος ψύξης με συνεχή και αποτελεσματική παρακολούθηση της θερμοκρασίας και η οποία να αποφεύγει πιθανές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Αυτό καθίσταται εφικτό με συσκευές εσωτερικής ή εξωτερικής ψύξης, οι οποίες περιλαμβάνουν συνεχή ανατροφοδότηση για τη θερμοκρασία στόχο που έχει τεθεί. Κατά τη φάση της επαναθέρμανσης όσο και κατά τη φάση της ψύξης ,ο μεταβολικός ρυθμός ,η συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών του πλάσματος καθώς και ο ενδαγγειακός όγκος μπορεί να αλλάξουν ραγδαία. Γι΄αυτό το λόγο η επαναθέρμανση πρέπει να γίνεται αργά. Ένας κοινά αποδεκτός ρυθμός επαναθέρμανσης σήμερα είναι 0,250,5οC την ώρα(66). Στην σημερινή εποχή οι επιπτώσεις της υποθερμίας είναι πολύ καλά αναγνωρισμένες και χρειάζονται προσεκτική διαχείριση (68).

Συνεχίζεται…

Παρουσία της οικογένειας κατά τη διάρκεια Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης και Επεμβατικών Διαδικασιών σε Ενήλικες (Μέρος 1ο)

Παρουσία της οικογένειας κατά τη διάρκεια Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης και Επεμβατικών Διαδικασιών σε Ενήλικες (Μέρος 2ο)

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΘΕΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΡΔΙΟΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΟΩΓΟΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΣΕ ΕΝΗΛΙΚΕΣ.

ΜΕΤΑΠΤ. ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ

 

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ