2.1 Παράγοντες κινδύνου του Συνδρόμου της Στοκχόλμης
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης έχει αναγνωριστεί πολλά χρόνια πριν και έχει εντοπιστεί σε έρευνες πάνω σε ομήρους, φυλακισμένους ή σε βάναυσες καταστάσεις.
Πιο συγκεκριμένα, οι παράγοντες κινδύνου του συνδρόμου αφορούν (Vecchi, 2009):
Κακοποιημένα παιδιά.
Γυναίκες που έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού – κακοποίησης.
Αιχμάλωτοι πολέμου.
Μέλη θρησκειών.
Θύματα αιμομιξίας.
Καταστάσεις εγκληματικής ομηρίας.
Αιχμάλωτοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σχέσεις εξουσίας – εκφοβισμού.
Σύμφωνα με έρευνες, αστυνομικοί έχουν από καιρό γνωρίσει το σύνδρομο αυτό σε καταστάσεις όπου γυναίκες που έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού δεν μπορούν να καταγγείλουν το άτομο που τις κακοποίησε. Τουναντίον, καταθέτουν χρηματική εγγύηση για την αποφυλάκιση του συζύγου/φίλου που τις κακοποίησε. Κάποιες φορές μάλιστα, επιτέθηκαν στους αστυνομικούς που έφτασαν προκειμένου να τις σώσουν από μία βίαιη επίθεση (Vecchi, 2009).
Ακόμη, έχει εξακριβωθεί ότι τέσσερις περιπτώσεις ή καταστάσεις βοηθούν ως θεμέλιο στην ανάπτυξη του συνδρόμου της Στοκχόλμης.
Αυτές οι τέσσερις καταστάσεις δύναται να βρεθούν σε σχέσεις ομηρίας και κακοποίησης (Cantor, & Price, 2009):
– Η παρουσία μίας αντιληπτής απειλής για την φυσική ή πνευματική επιβίωση κάποιου και η πίστη ότι ο κακοποιός είναι σε θέση να εκτελέσει την απειλή αυτή. Σε αυτό περιλαμβάνονται: (α) διαβεβαιώσεις του θύτη προς το θύμα ότι μόνο η συνεργασία του τελευταίου θα εξασφαλίσει την ακεραιότητα του ίδιου, της οικογένειας του ή των φίλων του, (β) ο θύτης αναφέρει ιστορίες ή διηγήσεις βίας, στις οποίες υπήρξε πρωταγωνιστής για να υπενθυμίσει στο θύμα ότι οι συνέπειες είναι σίγουρες εάν δεν συνεργαστεί, και (γ) μπορεί να είναι πράγματι γνωστό κάποιο ιστορικό βίας, που οδηγεί το θύμα να πιστεύει ότι θα μπορούσε να είναι ένας επόμενος στόχος.
– Η παρουσία μίας μικρής, αλλά αντιληπτής ευγένειας από τον κακοποιό προς το θύμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μικρές χειρονομίες «καλοσύνης», όπως το να επιτρέψει ο δράστης στο θύμα μια επίσκεψη στο μπάνιο ή την παροχή τροφής ή και νερού είναι αρκετό για να αλλάξει την αντίληψη του θύματος προς τον θύτη. Άλλες φορές πάλι, ένα δώρο (συνήθως παρέχεται μετά από ένα επεισόδιο κακοποίησης), μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη ότι ο δράστης δεν είναι «τόσο κακός».
– Απομόνωση από άλλες προοπτικές που δεν αφορούν τον κακοποιό. Τα θύματα έχουν την αίσθηση ότι είναι πάντα υπό στενή παρακολούθηση και εποπτεία. Για την επιβίωσή τους, αρχίζουν να υιοθετούν την οπτική του θύτη τους. Αυτή η ανάγκη επιβίωσης και η ταύτιση με τον Θύτη, μπορεί να γίνει τόσο έντονη που το θύμα αναπτύσσει θυμό προς εκείνους που προσπαθούν να βοηθήσουν. Σε σοβαρές περιπτώσεις του συνδρόμου της Στοκχόλμης το θύμα μπορεί να αισθάνεται ότι η επικίνδυνη κατάσταση που βιώνουν οφείλεται σε δικό τους σφάλμα.
– Η αντιληπτή ανικανότητα απόδρασης από την κατάσταση. Τα θύματα μπορεί να έχουν οικονομικές υποχρεώσεις, δυσβάστακτο χρέος, ή αστάθεια στην ζωή τους, σε σημείο που δεν μπορούν να επιβιώσουν μόνα τους. Ο δράστης μπορεί να χρησιμοποιεί απειλές συμπεριλαμβανομένης της αρπαγής των παιδιών, δημόσια έκθεση, ή συνεχών παρενοχλήσεων, που το θύμα θα βιώσει πολύ απειλητικές για την ύπαρξη του.
Άτομα τα οποία βιώνουν συνθήκες ψυχολογικής κακοποίησης στα πλαίσια ψυχολογικής ομηρίας, οι θύτες συμβολίζουν για εκείνους το κλειδί της επιβίωσης. Η αμφισβήτηση έχει εκμηδενιστεί και όλα μοιάζουν μονόδρομος. Ο θύτης προκειμένου να εκφοβίσει και να ελέγξει το θύμα δίνει την εντύπωση του αμείλικτου και αδίστακτου ανθρώπου απαλλαγμένου από αδυναμίες και φόβο, ικανό για κάθε αποτρόπαιη πράξη. Συνήθως, αυτά τα άτομα βρίσκονται σε απομόνωση. Ασυνείδητα δημιουργείται μια προσκόλληση στον απαγωγέα, γιατί έτσι θεωρούν ότι θα μεγιστοποιήσουν της πιθανότητες επιβίωσης (Cantor, & Price, 2009).
Το δέσιμο ανάμεσα σε θύτη και θύμα συνήθως δημιουργείται όταν κάποια από τα θύματα μοιράζονται ακόμα και προσωπικά τους θέματα, καλλιεργώντας συναισθηματικό μοίρασμα, προκειμένου να προκαλέσουν τον οίκτο του θύτη και να μεγιστοποιήσουν την πιθανότητα επιβίωσης (Cantor, & Price, 2009).
Εξετάζοντας την κάθε περίπτωση είμαστε σε θέση να καταλάβουμε το γεγονός πως το σύνδρομο της Στοκχόλμης αναπτύσσεται τόσο σε ρομαντικές σχέσεις όσο και σε εγκληματικές καταστάσεις αλλά και σε περιπτώσεις ομηρίας (Cantor, & Price, 2009).
Ως όμηρος σε ληστεία τραπεζών, που απειλείται από εγκληματίες με όπλα, είναι εύκολο να κατανοηθεί η αντιληπτή αδυναμία διαφυγής. Σε ρομαντικές σχέσεις, η πεποίθηση ότι δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει είναι επίσης πολύ συνηθισμένη. Πολλές σχέσεις καταχρηστικής – ελεγχόμενης σχέσης έχουν την αίσθηση ότι οι σχέσεις κλειδώνονται μεταξύ τους με αμοιβαία οικονομικά ζητήματα και περιουσιακά στοιχεία, αμοιβαίες προσωπικές γνώσεις ή νομικές καταστάσεις. Ακολουθούν ορισμένες συνήθεις περιπτώσεις (Speckhard, et al., 2005):
Οι σύντροφοι που θέλουν να ελέγχουν την σχέση τους αυξάνουν τις οικονομικές υποχρεώσεις – χρέη στη σχέση στο σημείο που κανένας από τους δυο δεν μπορεί να επιβιώσει οικονομικά από μόνος του. Τα άτομα αυτά που αισθάνονται ότι ο σύντροφος τους μπορεί να φύγει συχνά αγοράζουν ένα νέο αυτοκίνητο, ισχυριζόμενοι αργότερα ότι δεν μπορούν να πληρώσουν τη διατροφή ή την υποστήριξη των παιδιών λόγω των μεγάλων πληρωμών τους. Ο νόμιμος τερματισμός μιας σχέσης, ιδιαίτερα μια σχέση με καυγάδες, δημιουργεί συχνά σημαντικά προβλήματα.
Ένας σύζυγος ο οποίος έχει ένα εισόδημα που είναι «κρυφό» ή διατηρείται μέσω νομικά αμφισβητήσιμων καταστάσεων διατρέχει τον κίνδυνο οι πηγές εισοδήματος να διερευνηθούν ή να δημοσιοποιηθούν με αποτέλεσμα το διαζύγιο. Ο σύζυγος τότε γίνεται πιο αναστατωμένος σχετικά με την πιθανή δημόσια έκθεση των επιχειρηματικών του ρυθμίσεων από την απώλεια της σχέσης.
Ο σύζυγος χρησιμοποιεί συχνά ακραίες απειλές, συμπεριλαμβανομένης της απειλής να απομακρύνει τα παιδιά από το κράτος, απειλώντας να εγκαταλείψει τη δουλειά ή την επιχείρηση του παρά να πληρώσει τη διατροφή, απειλώντας με την έκθεση του κοινού στα προσωπικά ζητήματα του θύματος ή εξασφαλίζοντας στο θύμα ότι ποτέ δεν θα έχουν ειρηνική ζωή λόγω της παρενόχλησης χωρίς διακοπή. Σε σοβαρές περιπτώσεις, ο σύζυγος είναι δυνατόν να απειλήσει με μια ενέργεια που θα υποβαθμίσει την υποστήριξη του θύματος, όπως για παράδειγμα «Θα κάψω το αυτοκίνητό σου». Οι σύζυγοι αυτοί συχνά κρατούν το θύμα κλειδωμένο στη σχέση με σοβαρή ενοχή – απειλητική αυτοκτονία αν το θύμα φεύγει.
Το θύμα ακούει «Θα σκοτώσω τον εαυτό μου μπροστά στα παιδιά», «Θα βάλω στον εαυτό μου στη φωτιά στην μπροστινή αυλή» ή «Τα παιδιά μας δεν θα έχουν πατέρα ή μητέρα αν με εγκαταλείψετε».
Στις σχέσεις με έναν καταχραστή, το θύμα έχει επίσης βιώσει μια απώλεια αυτοεκτίμησης, αυτοπεποίθησης και ψυχολογικής ενέργειας. Το θύμα μπορεί να αισθάνεται πάρα πολύ καταθλιπτικό για να φύγει. Επιπλέον, οι υπεύθυνοι συχνά δημιουργούν ένα είδος εξάρτησης ελέγχοντας τα θύματα οικονομικά, τοποθετώντας στο όνομα τους αυτοκίνητα, σπίτια και εξαλείφοντας οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία ή πόρους που μπορεί να χρησιμοποιήσει το θύμα για να φύγει.
Όταν οι γονείς προχωρούν σε διαζύγιο, ένας έφηβος μπορεί να προσκολληθεί σε ένα άτομο που το ελέγχει και αισθάνεται μπορεί να σταθεροποιήσει τη ζωή του. Ακόμη, οι πρωτοετείς στο κολέγιο μπορεί να προσελκύονται από τον έλεγχο των ατόμων που υπόσχονται να τους βοηθήσουν να επιβιώσουν ζώντας μακριά από το σπίτι σε μια πανεπιστημιούπολη κολλεγίων.
Στις ανθυγιεινές σχέσεις και σίγουρα στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης υπάρχει μια καθημερινή ανησυχία. Το πρόβλημα είναι οποιοδήποτε άτομο, ομάδα, κατάσταση, σχόλιο, περιστασιακή ματιά που μπορεί να προκαλέσει ερέθισμα ή ορμητική κατάχρηση από τον θύτη ή τον κακοποιό (Speckhard, et al., 2005).
Για να επιβιώσει το θύμα, το «πρόβλημα» πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος. Το θύμα πρέπει να ελέγχει καταστάσεις που προκαλούν προβλήματα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την αποφυγή της οικογένειας, των φίλων, των συναδέλφων και όσων μπορούν να δημιουργήσουν «προβλήματα» στην εκάστοτε καταχρηστική σχέση (Speckhard, et al., 2005).
Το θύμα δεν μισεί την οικογένεια και τους φίλους. Αποφεύγουν μόνο το «πρόβλημα». Το θύμα καθαρίζει επίσης το σπίτι, χαλαρώνει τα παιδιά, αποφεύγει ορισμένα θέματα και προλαμβάνει κάθε ζήτημα του θύτη ή της κατάχρησης σε μια προσπάθεια αποφυγής του «προβλήματος». Σε αυτή την περίπτωση, τα παιδιά που είναι θορυβώδη γίνονται «πρόβλημα». Οι αγαπημένοι και οι φίλοι είναι πηγές «προβλημάτων» για το θύμα που προσπαθεί να αποφύγει τη λεκτική ή φυσική επιθετικότητα (Speckhard, et al., 2005).
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης παράγει έναν ανθυγιεινό δεσμό με τον εκάστοτε ελεγκτή της κατάστασης και τον κακοποιό. Αυτός είναι ο λόγος που πολλά θύματα εξακολουθούν να υποστηρίζουν έναν δράστη μετά τη λήξη της σχέσης (McKenzie, 2008).
Είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο συνεχίζουν να βλέπουν «την καλή πλευρά» ενός καταχρηστικού ατόμου και εμφανίζονται συμπονετικοί σε κάποιον που έχει πραγματοποιήσει κατάχρηση διανοητικά και μερικές φορές και σωματικά (McKenzie, 2008).
2.2 Πρόληψη του Συνδρόμου της Στοκχόλμης σε Κοινοτικό και
Οικογενειακό Πλαίσιο
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης αποτελεί μία σύνθετη αντίδραση σε μία απειλητική κατάσταση. Η μαθημένη αβουλησία που εκδηλώνει το άτομο που αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις άγχους, φόβου και θλίψης είναι ωστόσο μία πολύ επικίνδυνη κατάσταση καθώς όποιο και αν είναι το εμπόδιο που θα εμφανιστεί στη ζωή του εκάστοτε ατόμου, με το να παραιτηθεί, όχι απλά αρνείται την πραγματικότητα αλλά απομακρύνεται από εκείνη (McKenzie, 2008).
Εν κατακλείδι, αυτό το οποίο χρήζει προσοχής είναι η πρόληψη. Μέσα από μία ουμανιστική και όχι χρησιμοθηρική εκπαίδευση, τα παιδιά μπορούν να μάθουν αρχικά από τους γονείς και έπειτα από το σχολικό περιβάλλον το πώς να αναγνωρίζουν οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης και κυρίως να χτίζουν υγιείς ψυχικά προσωπικότητες ικανές να δημιουργούν ισορροπημένες συναισθηματικά διαπροσωπικές σχέσεις (Vecchi, 2009).
Η πρόγνωση είναι γενικά καλή, αλλά η διάρκεια της θεραπείας που απαιτείται εξαρτάται από διάφορες μεταβλητές όπως η φύση της κατάστασης ομήρων, η διάρκεια της κρίσης και η γενική αντιμετώπιση του ατόμου και οι προηγούμενες εμπειρίες τραύματος (Minu, 2015).
Ουσιαστικά, η πρόληψη του συνδρόμου της Στοκχόλμης στο επίπεδο της ευρύτερης κοινωνίας περιλαμβάνει την περαιτέρω ανάπτυξη δεξιοτήτων παρέμβασης κρίσεων εκ μέρους των αρχών επιβολής του νόμου καθώς και στρατηγικές για την πρόληψη των απαγωγών ή των περιπτώσεων ομηρίας. Η πρόληψη σε ατομικό επίπεδο είναι δύσκολη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, επειδή οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν όλους τους παράγοντες που μπορούν να θέσουν ορισμένα άτομα σε μεγαλύτερο κίνδυνο από άλλα (McKenzie, 2008).
Επιπλέον, οι ερευνητές διαφωνούν σχετικά με τους συγκεκριμένους ψυχολογικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στο σύνδρομο της Στοκχόλμης. Μερικοί θεωρούν το σύνδρομο ως μια μορφή παλινδρόμησης (επιστροφή σε παιδαριώδη πρότυπα σκέψης ή δράσης) ενώ άλλοι το εξηγούν από την άποψη της συναισθηματικής παράλυσης («παγωμένου τρόμου») ή της ταύτισης με τον επιτιθέμενο (Speckhard, et al., 2005, McKenzie, 2008, Cantor, & Price, 2009, Vecchi, 2009, Minu, 2015).
2.3 Εμπειρική Διάγνωση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης
Από ψυχολογική άποψη, το άτομο που γίνεται θύμα και αναπτύσσει συναισθηματικό δέσιμο με τον θύτη του φέρεται, κατά κάποιον τρόπο, κι εντελώς ασυνείδητα, με τον τρόπο που θα λειτουργούσε κι ένα βρέφος, προκειμένου να επιβιώσει (Namnyak, et al., 2007).
Το βρέφος συνδέεται, δημιουργεί συναισθηματικό δεσμό με έναν ενήλικα προκειμένου να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητές του να το φροντίσει αυτός ο ενήλικας κι έτσι να επιβιώσει. Βάσει ενός ανάλογου μηχανισμού, το θύμα αναπτύσσει έναν συναισθηματικό δεσμό ή ψυχολογικό δέσιμο με τον θύτη του, γιατί αυτός είναι ένας τρόπος να αυξήσει τις πιθανότητές του να επιβιώσει (Namnyak, et al., 2007).
Οι ψυχίατροι υποστηρίζουν πως το σύνδρομο της Στοκχόλμης μπορεί να εξηγηθεί ως μια απλή τεχνική πλύσης εγκεφάλου. Μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ως μια φυσική αντίδραση ή μηχανισμός άμυνας εκ μέρους των αιχμαλώτων, προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Είναι η ίδια συναισθηματική αντίδραση που έχουν τα νεογέννητα απέναντι σε μια κυρίαρχη ενήλικη φιγούρα (Namnyak, et al., 2007).
Η ψυχολογική αυτή αντίδραση του συναισθηματικού δεσίματος δε δημιουργείται σε κάθε περίπτωση ομηρίας ή σχέσης κακοποίησης. Φαίνεται ότι υπάρχουν τέσσερις καταστάσεις που καθορίζουν την εμφάνιση του συνδρόμου σε καταστάσεις ομηρίας ή μέσα σε σχέσεις (Namnyak, et al., 2007):
Η αίσθηση του θύματος ότι υπάρχει απειλή στην φυσιολογική ή ψυχολογική επιβίωση του ατόμου και η πεποίθηση ότι ο θύτης θα εκτελέσει την απειλή του.
Η αίσθηση του θύματος ότι υπάρχει μια έστω και μικρή καλοσύνη από τον θύτη προς το θύμα.
Απομόνωση του θύματος από τη γνώμη άλλων ατόμων εκτός από του θύτη..
Η αίσθηση του θύματος ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση.
Οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές διάγνωσης του συνδρόμου της Στοκχόλμης βασίζονται στα παρακάτω χαρακτηριστικά (Namnyak, et al., 2007):
– Στο θύμα προφανώς έχει δοθεί μια «επιλογή», δηλαδή ή η αρρωστημένη «σχέση» με τον θύτη του ή η σχέση με την οικογένεια του. Επειδή το θύμα τελικώς πιστεύει ότι η επιλογή της οικογένειας θα οδηγήσει σε αρνητικές συνέπειες, η οικογένεια έρχεται πάντα δεύτερη.
– Το θύμα μιας τέτοιας κατάστασης είναι έτοιμο να πει ότι η οικογένεια του προσπαθεί να καταστρέψει την σχέση που έχει με τον θύτη του. Ουσιαστικά, όσο περισσότερο πιέζουν ψυχολογικά το θύμα, τόσο περισσότερο θα είναι έκδηλη αυτή η αντίδραση του θύματος.
Για την αξιολόγηση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης, το FBI χρησιμοποιεί συγκεκριμένα κριτήρια. Αυτά τα κριτήρια δημιουργήθηκαν χρησιμοποιώντας τα χαρακτηριστικά σχέσης και τους παράγοντες κατάστασης που αποφασίστηκαν από το FBI και το Ιατρικό Λεξικό ως κεντρικά για μια περίπτωση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης. Πιο αναλυτικά (Peak, et al., 2008):
Πίνακας 1: Αξιολόγηση Συνδρόμου της Στοκχόλμης σύμφωνα με το FBI και το Ιατρικό Λεξικό.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΧΕΣΕΩΝ | ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ | ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΘΥΤΗ |
Αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην | Η σκέψη της αστυνομίας χαρακτηρίζεται λάθος ή | Συνήθως παρόντες. |
αστυνομία ή σε άλλη αρχή. | κακή, υπερασπίζοντας την εγκληματική ενέργεια που συμβαίνει ως ηθικά
αποδεκτή, χωρίς να ζητά βοήθεια από τις αρχές όταν είναι διαθέσιμες. |
|
Θετικά συναισθήματα απέναντι
στον θύτη. |
Έχοντας συναισθήματα αγάπης δεν θέλουν να
αφήσουν τους απαγωγείς, πιστεύοντας ότι οι ενέργειες τους είναι ηθικά αποδεκτές ή δικαιολογημένες. |
Μάλλον είναι παρών. |
Θετικά συναισθήματα στους ομήρους από τους απαγωγείς. | Εκφράζοντας αγάπη στα θύματα με λόγια,
χειρονομίες, δώρα ή άλλες πράξεις ή υλικά αντικείμενα. |
Συνήθως παρών. |
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ | ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ | ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΘΥΤΗ |
Δείχνει καλοσύνη στα θύματα. | Παρόμοια με τα θετικά συναισθήματα των θυτών
στα θύματα. Εκφράζοντας αγάπη με οποιονδήποτε τρόπο που θα ωφελήσει τα θύματα. Αυτή η κατηγορία είναι πιο συγκεκριμένη στις φυσικές πράξεις από ότι με λέξεις ή χειρονομίες. |
Συνήθως παρών. |
Η κατάσταση διαρκεί για σημαντικό χρονικό διάστημα. | Η κατάσταση συνεχίζεται τουλάχιστον για λίγες
μέρες, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ότι διαρκεί μήνες ή χρόνια. |
Συνήθως παρόντες. |
Οι δράστες είναι σε επαφή με τα θύματα. | Τα θύματα δεν είναι απομονωμένα και
συμμετέχουν σε τακτική επαφή με τους δράστες, η επαφή αυτή μπορεί να είναι θετική ή αρνητική. |
Συνήθως παρόντες. |
Όσον αφορά την αξιολόγηση για να δηλώσει ότι μια περίπτωση έχει σημάδια συνδρόμου της Στοκχόλμης, το θύμα πρέπει να έχει θετικά συναισθήματα απέναντι στον αιχμαλωτισμό και θα έχει επίσης δύο από τα χαρακτηριστικά σχέσης και κατάστασης (Peak, et al., 2008).
Χρησιμοποιώντας τα παραπάνω κριτήρια 12 ξεχωριστές μελέτες αναλύθηκαν για απόδειξη του συνδρόμου της Στοκχόλμης και τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι ή δεν αποτελεί νόμιμη διάγνωση και όχι μόνο μια μορφή ψυχολογίας με βάση τα μέσα ενημέρωσης. Μερικά από τα ευρήματα τους ήταν ότι το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι συνήθως ευθυγραμμισμένο με τη σοβαρότητα της απομόνωσης και της εξαθλίωσης μιας εμπειρίας αλλά δεν έχει καμία συσχέτιση στην ανάπτυξη της διαταραχής PTSD (Peak, et al., 2008).
2.4 Αντιμετώπιση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης
Είναι σημαντικό ότι το πρόσωπο που πάσχει από το σύνδρομο της Στοκχόλμης βλέπουν έναν εξειδικευμένο γιατρό ή έναν ψυχολόγο, για να αναπτύξει μια στρατηγική που σας επιτρέπει να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση. Η συμμετοχή των επαγγελματιών της υγείας είναι απαραίτητη σε αυτές τις περιπτώσεις (Vecchi, 2009).
Οι οδηγίες που δίνονται από τους επαγγελματίες υγείας στα μέλη της οικογένειας του ατόμου που πάσχει από το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι οι ακόλουθες (Vecchi, 2009):
Μην επιμένετε.
Τα άτομα που πάσχουν από το σύνδρομο της Στοκχόλμης αποτυγχάνουν να δουν την πολυπλοκότητα της κατάστασης. Μην προσπαθήσετε να την πείσει για το τι θα συμβεί, ή να προσπαθήσετε να αναγκάσετε το άτομο να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται. Απλά να του μιλάτε και ήσυχα να εξηγείται την άποψή σας.
Δείξτε την αγάπη σας.
Προσπαθήστε να δείξετε την αγάπη και τη συγκράτηση σας. Θα πρέπει να μεταδίδεται την εμπιστοσύνη, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζεστε ως εχθρός.
Προσπαθήστε να κρατήσετε επαφή.
Συχνά σε αυτή την κατάσταση, το άτομο τείνει να απομονωθούν, έτσι είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να διατηρηθεί η επικοινωνία.
Ηρεμία.
Συχνά, η κατάσταση αυτή δημιουργεί ανικανότητα. Κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό να επικρατεί κατάσταση ηρεμίας και υπομονής.
Αναζητήστε πληροφορίες για αυτό το θέμα.
Συχνά, τα τοπικά κέντρα υγείας προσφέρουν συμβουλές σχετικά με το θέμα και μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση αυτής της κατάστασης.
Ακούστε.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα, θα πρέπει να διατηρήσετε τον έλεγχο των συναισθημάτων, δεν θα πρέπει να γίνονται αντιληπτά συναισθήματα θυμού ή απελπισίας.
Συνεχίζεται…
«ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ» – Ιστορική Αναδρομή – Συμπτώματα – Στάδια εξέλιξης (Μέρος Πρώτο)
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ»
ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ:
ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΗ
ΓΚΑΓΚΑ ΙΓΝΑΤΙΑ
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ