2.7. Κατάρτιση των καθηγητών Φυσικής Αγωγής σε θέματα πρώτων βοηθειών
Αν και η επιδημιολογία για τους τραυματισμούς στην παιδική ηλικία έχει μελετηθεί αρκετά στις ανεπτυγμένες χώρες, λίγες είναι οι έρευνες που έχουν γίνει με σκοπό τη μελέτη σε θέματα γνώσης και στάσης των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στην αντιμετώπιση παιδικού τραυματισμού (Yurumez et al., 2007).
Είναι γεγονός, ότι οι τραυματισμοί και τα επείγοντα περιστατικά συμβαίνουν συνήθως στο σπίτι ή στο σχολείο. Οι τραυματισμοί των παιδιών στη σχολική ηλικία αποτελούν κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως (Thein, Lee, & Bun, 2005).
Η άμεση και κατάλληλη αντιμετώπιση των περιστατικών επείγουσας ανάγκης μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας των παιδιών (Baser et al., 2007; Singer, McClure, Bain, & Macpherson, 2004).
Η Εθνική Επιστημονική Συμβουλευτική Επιτροπή των πρώτων βοηθειών πιστεύει ατράνταχτα ότι η εκπαίδευση στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών πρέπει να είναι καθολική, να αποτελεί δηλαδή παγκόσμιο φαινόμενο (International Liaison Committee on Resuscitation, 2005). Δεδομένου, λοιπόν, του σημαντικού ρόλου των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στη σωματική ευεξία των μαθητών για πολλές ώρες ημερησίως (Andersen et al., 2002; Lofti et al., 2007), στην προαγωγή του αθλητισμού, καθώς και στην πρόληψη αναπόφευκτων τραυματισμών, κρίνεται αναγκαία η εκπαίδευσή τους στις πρώτες βοήθειες και στις αρχές ασφάλειας κατά τη διάρκεια του ωρολογίου προγράμματος του σχολείου (Karami & Sifpanahi Shabani, 2015).
2.7.1. Ο βαθμός κατάρτισης του διδακτικού προσωπικού Φυσικής Αγωγής
Όπως προαναφέρθηκε, οι μαθητές και οι καθηγητές περνούν τον περισσότερο χρόνο της ημέρας τους σε ένα σχολικό περιβάλλον, η πιθανότητα λοιπόν κάποιου περιστατικού που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης σε αυτόν τον χώρο είναι μεγάλη. Γι’ αυτό το λόγο απαιτείται από τους καθηγητές να έχουν τα κατάλληλα προσόντα και τη γνώση όλων εκείνων των διαδικασιών που χρειάζεται, για να παραχθούν οι πρώτες βοήθειες (Feng et al., 2012; Olympia et al., 2005).
Παρ’ όλο που οι εκπαιδευτικοί και ιδιαίτερα οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής, που είναι συχνά οι πρώτοι φορείς παροχής βοήθειας, πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης (Ηazinski et al., 2004), υπάρχουν έρευνες που αποδεικνύουν την ανεπάρκεια των γνώσεων των καθηγητών στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών.
Σε έρευνα που έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες με θέμα το εύρος της εκπαίδευσης των καθηγητών των δημόσιων σχολείων για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών καθώς και τη γνώση τους στη βασική υποστήριξη της ζωής, διαπιστώθηκε ότι το 1/3 των καθηγητών δεν έχουν εξειδικευμένη γνώση στις πρώτες βοήθειες και το 40% δεν έχουν εκπαιδευτεί στο CPR (Gagliardi, Neighbors, Spears, Byrd, & Snarr, 1994).
Αυτό επιβεβαιώνεται και με μια πρόσφατη έρευνα σύμφωνα με την οποία το ποσοστό των καθηγητών Φυσικής Αγωγής που είχαν γνώσεις στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών στα δημόσια σχολεία ήταν μικρό, καθώς δεν διέθεταν πιστοποίηση στις πρώτες βοήθειες (DeWitt et al., 2012).
Επιπρόσθετα, σε έρευνα που έγινε στην Ινδία, το 97,3% των καθηγητών δεν είχαν γνώση της ορολογίας των πρώτων βοηθειών. Ακόμη και από το 78,8% των καθηγητών που είχαν ακούσει για τις πρώτες βοήθειες, το 30,2% πίστευαν ότι οι πρώτες βοήθειες χρειάζονται μόνο σε περίπτωση τραυματισμού και όχι σε άλλα περιστατικά όπως είναι οι λιποθυμίες (Sunil Kumar et al., 2013).
Επιπλέον, σύμφωνα με τον Baser (2007), διαπιστώθηκε ότι οι καθηγητές που θα έχουν επαρκείς γνώσεις για την παροχή πρώτων βοηθειών θα πρέπει να διακρίνονται από ετοιμότητα για την αντιμετώπιση περιστατικών αιμορραγίας των μαθητών. Ωστόσο, κατά την αξιολόγηση, διαπιστώθηκε ότι οι περισσότεροι καθηγητές δεν είχαν επαρκή γνώση πρώτων βοηθειών και δεν αντιμετώπιζαν με τον κατάλληλο τρόπο καταστάσεις αιμορραγίας από τη μύτη (Thein et al., 2005).
Σε έρευνα που έγινε σε σχολεία της Σαγκάης η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής όρισε ως βάση για να περάσουν τα τεστ για τις πρώτες βοήθειες οι καθηγητές το 80% και σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, μόνο το 3,7% είχαν επάρκεια γνώσεων (Feng et al., 2012).
Στα πλαίσια της εκπαίδευσης των καθηγητών της Φυσικής Αγωγής στην παροχή των πρώτων βοηθειών, ζωτικής σημασίας είναι η κατάρτισή τους στη βασική υποστήριξη της ζωής (BLS), ώστε να είναι έτοιμοι για τη χορήγηση του CPR που είναι κρίσιμη για την επιβίωση των μαθητών τους, που παθαίνουν καρδιακές ανακοπές εντός του σχολικού χώρου και χρειάζονται άμεσα την καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση.
Σε έρευνα που έγινε σε 310 καθηγητές για να διαπιστωθεί το επίπεδο γνώσης τους στο CPR, στον απινιδωτή και στην απόφραξη των αεραγωγών από ξένο σώμα, διαπιστώθηκε ότι μόνο το 21,03% των καθηγητών είχαν συμμετάσχει σε μαθήματα βασικής υποστήριξης της ζωής, και οι περισσότεροι από αυτούς δεν διέθεταν επαρκή θεωρητική γνώση στη διαχείριση της καρδιακής ανακοπής και στην απόφραξη των αεραγωγών από ξένο σώμα. Όσο μεγάλωνε η ηλικία των καθηγητών τόσο τα ποσοστά στις σωστές απαντήσεις μειώνονταν (Baser et al., 2007; Patsaki et al., 2012).
Η παρακολούθηση μαθημάτων στη βασική υποστήριξη της ζωής είχε θετική επιρροή στη θεωρητική τους γνώση. Όσον αφορά τον απινιδωτή οι καθηγητές αντιλαμβάνονταν ότι τον χρειάζεται ο ασθενής, αλλά δεν είχαν την ικανότητα να τον χρησιμοποιήσουν. Επιπρόσθετα, αν και οι καθηγητές ήταν ικανοί να αντιληφθούν καταστάσεις όπου έφραζε ο αεραγωγός του ασθενή, δεν ήξεραν τον τρόπο της απόφραξης (Patsaki et al., 2012).
Οι πρώτες βοήθειες θα πρέπει να δίνονται από τους καθηγητές έτσι ώστε να μη χρειάζεται περαιτέρω περίθαλψη από τα νοσοκομεία σε περίπτωση που το περιστατικό δεν είναι σοβαρό, αλλά και να προλαμβάνεται η επιδείνωση της υγείας του μαθητή μέχρι να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Είναι γεγονός, ότι λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης και άλλων απρόσμενων παραμέτρων η άφιξη στο νοσοκομείο δεν είναι η προβλεπόμενη (Yossra, 2013). Έτσι λοιπόν, η κατάλληλη αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών μπορεί να σημαίνει τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου, ταχείας ανάκαμψης με παρατεταμένης, προσωρινής με μόνιμης αναπηρίας (Lingard, 2002).
2.7.2. Η αναγκαιότητα επιμόρφωσης στο ζήτημα παροχής πρώτων βοηθειών
Είναι παραδεκτό, ότι η πλειοψηφία των σχολείων δεν διαθέτουν νοσηλευτές, με αποτέλεσμα την αναγκαιότητα ανάληψης καθηκόντων πρώτων βοηθειών από τους καθηγητές (Kara, 2001; Lubrano et al., 2005). Η αναγκαιότητα επιμόρφωσης των καθηγητών έγκειται στο γεγονός ότι στο σχολείο συμβαίνουν και περιστατικά που απειλείται η ζωή των μαθητών. Οι Kohl – Malone & Dewey – Bergren (2010) που έθεσαν το ζήτημα αυτό, επισήμαναν ότι το 17% των καθηγητών των δημόσιων σχολείων έχουν έρθει αντιμέτωποι το λιγότερο μία φορά, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης για τη ζωή των μαθητών. Δυστυχώς διαπίστωσαν ότι το 36,4% των καθηγητών δεν είχαν εκπαιδευτεί στις πρώτες βοήθειες. Οι εκπαιδευτικοί είναι συχνά οι πρώτοι φορείς παροχής βοήθειας και πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης (Hazinski et al., 2004).
Στο φλέγον ζήτημα όσον αφορά την επιμόρφωση των καθηγητών στη διαδικασία της βασικής υποστήριξης της ζωής, διαπιστώθηκε ότι αυτή πρέπει να εφαρμόζεται και σε άλλες επιστήμες εκτός από αυτή της υγείας (Kose, Yildirim, Sabuncu, Ozhan, & Yorulmaz, 2010).
Προς την κατεύθυνση αυτή, τα ποσοστά επιβίωσης θα βελτιωθούν μόνο όταν ο χρόνος καθυστέρησης μέχρι την έναρξη του CPR διατηρείται στο ελάχιστο (Uray et al., 2003). Αυτό μπορεί να συμβεί, μόνο όταν ένα μεγάλο ποσοστό από τους παρευρισκομένους έχουν εκπαιδευτεί στις πρώτες βοήθειες (Xanthos, Bassiakou, Koudouna, & Papadimitriou, 2009).
Βέβαια, οι καθηγητές πρέπει να ενημερώνονται συνεχώς για τις πρώτες βοήθειες καθώς οι κατευθυντήριες γραμμές λόγω της εξέλιξης της ιατρικής μπορεί να αλλάξουν (Bildik, Kilicaslan, Dogru, Keles, & Demircan, 2011; Patsaki et al., 2012).
Για παράδειγμα, η αναλογία θωρακικών συμπιέσεων – εμφυσήσεων, σύμφωνα με τον οδηγό πρώτων βοηθειών του 2002 ήταν 15/2 ενώ σύμφωνα με τον οδηγό του 2005 αναθεωρήθηκε έως σήμερα σε 30/2 (International Liaison Committee on Resuscitation Council, 2005). Επιπλέον, υπήρχαν διάφορες αλλαγές στον έλεγχο της αιμορραγίας (Markenson et al., 2010).
Η διατήρηση των γνώσεων είναι αναγκαία, καθώς μετά από την παρακολούθηση των μαθημάτων στη βασική υποστήριξη της ζωής και στον απινιδωτή, οι ικανότητες των καθηγητών στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών μειώνονται ραγδαία, όταν δεν υπάρχει συνεχής ενημέρωση (Papadimitriou, Xanthos, Bassiakou, Stroumpoulis, Barouxis, & Iacovidou, 2010). Εξάλλου, ο οδηγός διάσωσης πρέπει να ανανεώνεται ανά 5 χρόνια (Connolly, Toner, Connolly, & McCluskey, 2007).
Σε έρευνα που έγινε στην Καλιφόρνια διαπιστώθηκε ότι το 68,6% των καθηγητών δήλωσαν ενδιαφέρον να εκπαιδευτούν στο CPR θεωρώντας ότι είναι ένα προσόν πολύ σημαντικό (Winkelman, Fischbach, & Spinello, 2009).
Το 93% των καθηγητών θεωρεί ότι πρέπει αυτοί και οι μαθητές τους να εκπαιδευτούν στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών από ειδικούς νοσηλευτές (Lotfi et al., 2007, Andersen et al., 2002). .
Εν κατακλείδι, αυξάνοντας το ποσοστό εκπαίδευσης των καθηγητών και κατ΄ επέκταση των μαθητών στις πρώτες βοήθειες, θα πολλαπλασιαζόταν η παροχή πρώτων βοηθειών σε όλους τους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, καθώς τα παιδιά περνούν τη μάθησή τους και στα μέλη της οικογένειας τους. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα το ποσοστό των εκπαιδευμένων ατόμων στην κοινωνία να αυξηθεί σημαντικά σε μακροπρόθεσμη βάση (Stroobants, Monsieurs, Devriendt, Dreezen, Vets, & Mols, 2014).
2.8. Κανόνες του σχολείου για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, που βασίζονται σε καθολικές αρχές
Στις μέρες μας, η γνώση των πρώτων βοηθειών είναι ένα από τα βασικά προσόντα των καθηγητών Φυσικής Αγωγής. Οι καθηγητές της Φυσικής Αγωγής πρέπει να ενημερώνουν τους μαθητές τους για τη διασφάλιση της υγείας τους, παρέχοντάς τους τον απαραίτητο εξοπλισμό και τις κατάλληλες εγκαταστάσεις στις οποίες θα γίνει η αρχική τους περίθαλψη σε περίπτωση ανάγκης (Karami & Sifpanahi Shabani, 2015).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, σύμφωνα με έρευνες, ότι η γνώση και η ετοιμότητα των καθηγητών για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών επιβάλλεται ή είναι υποχρεωτική. Συγκεκριμένα, η Αμερικάνικη Ακαδημία των οικογενειακών ιατρών κρίνει αναγκαία την ύπαρξη καθηγητών πιστοποιημένων στις πρώτες βοήθειες σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (American Academy of Family Physicians, 2011).
Επιπλέον, σε έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι για τη βελτίωση της γνώσης των κανόνων στην παροχή πρώτων βοηθειών, είναι υποχρεωτική μια σειρά κυκλικών μαθημάτων κατάρτισης για τους εκπαιδευτικούς, από επικεφαλείς επαγγελματίες του ιατρικού τομέα, ενώ οι καθηγητές με τη σειρά τους θα διδάξουν τους μαθητές τους (Wisniewski & Majewski, 2007).
Επίσης, η 88η γενική συνέλευση του κράτους του Αρκάνσας έχει θεσπίσει νόμο απαιτώντας την ετοιμότητα των καθηγητών σε επείγοντα περιστατικά που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του σχολείου (DeWitt et al., 2012).
Όσον αφορά την κατάρτιση των καθηγητών στην καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αναζωογόνησης συνέστησε, ότι η βασική υποστήριξη της ζωής θα πρέπει να περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών του σχολείου και οι καθηγητές του σχολείου θα πρέπει να εκπαιδευτούν για να διδάξουν BLS, επειδή έχουν το χρόνο να μεταδώσουν γνώσεις για το CPR και δεξιότητες σε παιδιά σχολικής ηλικίας (Connolly et al., 2007).
Το CPR διδάσκεται στα σχολεία της Σκανδιναβίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ισπανίας και στις Ηνωμένες Πολιτείες (Drezner, Rao, Heistand, Bloomingdale & Harmon, 2009 ; Miro et al., 2006).
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση έχει ενσωματωθεί στα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων από το 2011 (Care et al., 2011).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι δεν έχει σημασία μόνο η αιτία ενός περιστατικού έκτακτης ανάγκης, αλλά απολύτως αναγκαίες είναι οι ενέργειες διάσωσης που περιλαμβάνουν την αναγνώριση για παράδειγμα της καρδιακής ανακοπής, την ενεργοποίηση των υπηρεσιών επειγόντων περιστατικών και τις αρχές του CPR ( Lotfi et al., 2007).
Οι διαδικασίες αυτές εξαρτώνται από το χρόνο (American Academy of Pediatrics, 2001) και όλα τα σχολεία πρέπει να έχουν ένα σχέδιο που θα διασφαλίζει ότι οι καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί μπορούν να αναγνωρίσουν την επείγουσα κατάσταση και να δράσουν γρήγορα, έτσι ώστε να παρέχουν την κατάλληλη θεραπεία μέσα σε λίγα λεπτά (Hazinski et al., 2004).
2.9. Διαδικασία δημιουργίας οργάνων μέτρησης
Η κατασκευή του ερωτηματολογίου είναι σημαντική, καθώς το όργανο μέτρησης σε μια έρευνα πρέπει να είναι αξιόπιστο και έγκυρο. Σύμφωνα με έρευνα που έγινε σε πολιτεία της Αμερικής, στο Αρκάνσας, για να εξεταστεί το επίπεδο ιατρικών υπηρεσιών στα σχολεία, δημιουργήθηκε ένα ερωτηματολόγιο σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ακαδημία Παιδιάτρων και την Επιτροπή Αθλητιατρικής. Η εγκυρότητά του στηρίχθηκε και σε ερωτηματολόγια άλλων ερευνητών όπως αυτό του Floyd (1995) (DeWitt et al., 2012).
Επιπλέον, σε έρευνα που έγινε στην Τουρκία για να διαπιστωθεί το επίπεδο γνώσης και συμπεριφοράς των καθηγητών στην παροχή πρώτων βοηθειών, η εγκυρότητα και η αξιοπιστία του ερωτηματολογίου βασίστηκαν σε μια πιλοτική έρευνα, όπου διαπιστώθηκαν οι αλλαγές που έπρεπε να γίνουν, και στην έγκριση του ερωτηματολογίου από την Κυβέρνηση Εθνικής Παιδείας, καθώς και την Προϊστάμενη Διεύθυνση των σχολείων (Baser et al., 2007).
Επιπρόσθετα, για τον ίδιο σκοπό σε έρευνα που έγινε σε σχολεία της Κίνας, οι ερωτήσεις δημιουργήθηκαν σύμφωνα με το εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ακαδημίας των Παιδιάτρων (2007) (Feng et al., 2012).
Επίσης, σε έρευνα που έγινε στην Ιρλανδία για να εξεταστεί το επίπεδο ετοιμότητας του εκπαιδευτικού προσωπικού του σχολείου σε περιπτώσεις επειγόντων περιστατικών, δόθηκε το ερωτηματολόγιο σε αντιπροσωπευτικό δείγμα και ζητήθηκε να καταγραφούν από τους συμμετέχοντες πιθανά σχόλια σχετικά με τη σαφήνειά του. Στη συνέχεια, το ερωτηματολόγιο δόθηκε ξανά μετά την τροποποίηση του, για να διαπιστωθεί η εγκυρότητά του (Abernethy et al., 2003).
Παρομοίως, σε έρευνα που έγινε στο Ιράν για να αξιολογηθεί το επίπεδο σωστής αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στα σχολεία, η εσωτερική εγκυρότητα του ερωτηματολογίου υπολογίστηκε με r= 750 , kmo= 0,77 και η αξιοπιστία του υπολογίστηκε με τον συντελεστή Cronbach’s alpha (0,94). Βέβαια, η δημιουργία του συγκεκριμένου ερωτηματολογίου έγινε σύμφωνα με τα σχόλια και τις οδηγίες των Συμβούλων των καθηγητών Φυσικής Αγωγής (Karami et al., 2015).
Τέλος, σε έρευνα που έγινε στην Ελλάδα για να διαπιστωθεί η θεωρητική γνώση των καθηγητών στη βασική υποστήριξη της ζωής, το ερωτηματολόγιο κατασκευάστηκε σύμφωνα με τον οδηγό του 2005 που δημιουργήθηκε από τη Διεθνή Επιτροπή Συνδέσμων για την Ανάνηψη, σε συνεργασία με την Αμερικανική Ένωση Καρδιάς και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αναζωογόνησης. Επίσης, για να διαπιστωθεί η εγκυρότητα του ερωτηματολογίου, δόθηκε σε ειδικούς για το CPR καθηγητές, του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιπρόσθετα, έγινε πιλοτική έρευνα σε αντιπροσωπευτικό δείγμα όπου διαπιστώθηκε αν υπήρξε σαφήνεια στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου και στη συνέχεια έγινε επανεξέταση για να διαπιστωθεί η αξιοπιστία του (Patsaki et al.,2012).
Συνεχίζεται…
«ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ»
Φαλούκα Αικατερίνη
Μεταπτυχιακή Διατριβή
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
«ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ»
ΑΘΗΝΑ 2019
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ