Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Ψυχολογία » «ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ» – Ιστορική Αναδρομή – Συμπτώματα – Στάδια εξέλιξης (Μέρος Πρώτο)

«ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ» – Ιστορική Αναδρομή – Συμπτώματα – Στάδια εξέλιξης (Μέρος Πρώτο)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο στο οποίο οι όμηροι εκφράζουν ενσυναίσθηση, συμπάθεια και θετικά συναισθήματα προς τους θύτες τους, μερικές φορές μέχρι το σημείο υπεράσπισης και ταυτοποίησης μαζί τους. Αυτά τα συναισθήματα θεωρούνται γενικά υπό το πρίσμα του κινδύνου που υφίστανται τα θύματα που ουσιαστικά σφάλλουν σχετικά με την έλλειψη καταχρήσεων από τους θύτες τους για μια πράξη καλοσύνης (Minu, 2015).

Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι εξηγούν ότι το σύνδρομο της Στοκχόλμης μπορεί να συνδεθεί παρελθοντικά με τους προγόνους μας. Για παράδειγμα, κατά το παρελθόν οι γυναίκες στις κοινωνίες αυτές αντιμετώπιζαν συχνά το πρόβλημα της σύλληψης από μια άλλη φυλή. Αυτές οι γυναίκες είχαν συχνά σκοτώσει τα παιδιά τους και τέθηκαν σε διάφορες καταστάσεις όπου η ζωή τους ήταν σε κίνδυνο. Με την ανάπτυξη ενός δεσμού σε αυτή τη φυλή θα εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους. Λόγω της συχνότητας αυτών των απαγωγών η σύλληψη συγκόλλησης εξελίχθηκε σε ένα από τα προσαρμοστικά χαρακτηριστικά στον ανθρώπινο πληθυσμό (Namnyak, et al., 2007).

Το σύνδρομο ενθαρρύνεται σε καταστάσεις εγκληματικότητας επειδή μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσης των ομήρων, αλλά εκείνοι που το βιώνουν συνήθως δεν είναι πολύ συνεργάσιμοι κατά τη διάρκεια διάσωσης ή δίωξης (Peak, et al., 2008).

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι ένα φαινόμενο όπου τα θύματα παρουσιάζουν θετικά συναισθήματα και συναισθήματα προς τους απαγωγείς, στο βαθμό που αναπτύσσουν αρνητικά συναισθήματα προς τις οικογένειές τους, τους φίλους τους ή αυτούς που προσπαθούν να τους απαλλάξουν από αυτή την αιχμαλωσία (Wallace, 2017).

Οι αιτίες του συνδρόμου της Στοκχόλμης είναι η μικρή ευγένεια από τους θύτες, η παρουσία μιας απειλής για τη ζωή, η αντιληπτή αδυναμία να ξεφύγει από την κατάσταση, οπότε το εκάστοτε θύμα θα παρουσιάσει συμπτώματα όπως τα θετικά συναισθήματα προς τον απαγωγέα και θα υποστηρίξει τους λόγους και τη συμπεριφορά των κακοποιών (Wallace, 2017).

Η θεραπεία είναι παρόμοια με αυτή της διαταραχής PTSD, η οικογενειακή θεραπεία και η ομαδική θεραπεία που συνοδεύεται με συμβουλευτική χρησιμοποιείται συχνά για τη θεραπεία αυτού του συνδρόμου (Namnyak, et al., 2007).

Ως εκ τούτου, το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης που υιοθετείται από το θύμα για να προστατεύσει τον εαυτό του από το ακραίο άγχος και το φόβο της αντιληπτικής απειλής από τον κακοποιό ή τον απαγωγέα. Ως εκ τούτου, τα θύματα πιστεύουν ότι με την ανάπτυξη ενός συναισθηματικού δεσμού με τον απαγωγέα θα εξασφαλίσουν την επιβίωση τους και μια μικρή χειρονομία καλοσύνης από το μέρος του απαγωγέα τους κάνει να τον δουν θετικά (Minu, 2015).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο: ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ

ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ

1.1 Έννοια και Περιεχόμενο του Συνδρόμου της Στοκχόλμης

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης αφορά ένα ψυχολογικό φαινόμενο όπου σύμφωνα με αυτό οι όμηροι εκφράζουν συμπάθεια και εκδηλώνουν θετικά συναισθήματα προς τους απαγωγείς τους, μερικές φορές σε σημείο που να υπερασπίζονται και να ταυτίζονται με τους απαγωγείς. Γενικά, τα συναισθήματα αυτά θεωρούνται παράλογα υπό το πρίσμα του κινδύνου που υπέστησαν τα θύματα, και ουσιαστικά μπερδεύουν την έλλειψη κακοποίησης από τους απαγωγείς ως μια πράξη καλοσύνης και προστασίας (Adorjan, et al., 2016).

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης θεωρείται μια μορφή τραυματικής συγκόλλησης, όπου δεν απαιτεί απαραίτητα ένα σενάριο ομηρείας, αλλά περιγράφει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς οι οποίοι αναπτύσσονται μεταξύ δύο ατόμων (θύματος και θύτη). Μια συχνά χρησιμοποιούμενη υπόθεση για να εξηγήσει το φαινόμενο του συνδρόμου της Στοκχόλμης, βασίζεται στη φροϋδική θεωρία. Πιο αναλυτικά, προτείνει ότι η σύνδεση αφορά στην αντίδραση του ατόμου στο τραύμα του να γίνει θύμα. Η ταύτιση με τον επιτιθέμενο είναι ένας τρόπος που το ίδιο το εγώ υπερασπίζεται τον εαυτό του. Όταν ένα θύμα πιστεύει τις ίδιες αξίες με τον επιτιθέμενο, αυτός παύει να γίνεται αντιληπτός ως απειλή (Mackenzie, 2004).

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης αφορά σύνθετη αντίδραση σε μια τρομακτική κατάσταση και οι ειδικοί δεν συμφωνούν εντελώς για όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ή για τους παράγοντες που καθιστούν μερικούς ανθρώπους περισσότερο ευαίσθητους από άλλους για την ανάπτυξη του. Ένας λόγος για την διαφωνία αυτή είναι ότι θα ήταν ανήθικο να δοκιμάζουμε θεωρίες σχετικά με το σύνδρομο βασιζόμενοι σε πειράματα επάνω σε ανθρώπους. Τα στοιχεία για την κατανόηση του συνδρόμου προέρχονται από πραγματικές καταστάσεις ομηρίας από το 1973 που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους όσον αφορά την τοποθεσία, τον αριθμό των εμπλεκόμενων ατόμων και το χρονικό πλαίσιο. Μια άλλη πηγή διαφωνίας αφορά τον βαθμό στον οποίο το σύνδρομο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει άλλα ιστορικά φαινόμενα ή πιο συνηθισμένους τύπους καταχρηστικών σχέσεων. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι το σύνδρομο της Στοκχόλμης συμβάλλει στην εξήγηση ορισμένων συμπεριφορών επιζώντων από στρατόπεδα συγκέντρωσης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μέλη θρησκευτικών λατρειών, κακοποιημένες συζύγους, σωματικά ή συναισθηματικά κακοποιημένα παιδιά, καθώς και άτομα που έχουν ληφθεί ως όμηροι από εγκληματίες ή τρομοκράτες (Speckhard, et al., 2005).

Επίσης, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης απαντάται σε οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, όπου το άτομο δέχεται παθητικά απειλή και αναγκάζεται να υποστεί την οποιαδήποτε πράξη προκειμένου να επιβιώσει αλλά και να κερδίσει την εύνοια του «δράστη» λαμβάνοντας έτσι δείγματα αγάπης που θα το βοηθήσουν να συνεχίσει, αρνούμενο όμως πολλές φορές την βοήθεια τον γύρω του (Jameson, 2010).

Τέλος, το σύνδρομο αυτό εμφανίζεται και σε άλλες ομάδες ανθρώπων, όταν υπάρχει σχέση θύτη και θύματος, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, όπως η κακοποίηση γυναικών και παιδιών, σε θύματα αιμομιξίας, σε φυλακισμένους πολέμου, σε μέλη σεκτών, σε σχέσεις που βασίζονται στην άσκηση εξουσίας και το φόβο, σε σχέσεις εξουσίας και το φόβου, καθώς και σε άτομα που βρίσκονται σε μια σχέση εξουσίας και φόβου συχνά δημιουργούν συναισθηματικούς δεσμούς με το άτομο που τα κακοποιεί (συναισθηματικά, σωματική, ή πνευματικά) (Jameson, 2010).

Οι ψυχίατροι υποστηρίζουν πως το σύνδρομο της Στοκχόλμης μπορεί να εξηγηθεί ως μια απλή τεχνική πλύσης εγκεφάλου. Μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ως μια φυσική αντίδραση ή μηχανισμός άμυνας εκ μέρους των αιχμαλώτων, προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Είναι η ίδια συναισθηματική αντίδραση που έχουν τα νεογέννητα απέναντι σε μια κυρίαρχη ενήλικη φιγούρα (Namnyak,et al., 2007).

Η       ψυχολογική     αντίδραση        του       συνδρόμου      της       Στοκχόλμης     ως συναισθηματικού δεσίματος δεν δημιουργείται σε κάθε περίπτωση ομηρίας ή σχέσης κακοποίησης. Φαίνεται ότι υπάρχουν τέσσερις καταστάσεις που καθορίζουν την εμφάνιση του συνδρόμου σε καταστάσεις ομηρίας ή μέσα σε σχέσεις (Mackenzie, 2004):

 Η αίσθηση του θύματος ότι υπάρχει απειλή στην φυσιολογική ή ψυχολογική επιβίωση του ατόμου και η πεποίθηση ότι ο θύτης θα εκτελέσει την απειλή του.

 Η αίσθηση του θύματος ότι υπάρχει μια έστω και μικρή καλοσύνη από τον θύτη προς το θύμα.

 Απομόνωση του θύματος από τη γνώμη άλλων ατόμων εκτός από του θύτη.

 Η αίσθηση του θύματος ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση.

1.2 Ιστορική Αναδρομή

Ο όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» προήλθε μετά την ληστεία που έγινε το 1973, σε υποκατάστημα της τράπεζας Kreditbanken στο Norrmalmstorg, στην κεντρική Στοκχόλμη της Σουηδίας.  Ο όρος Σύνδρομο της Στοκχόλμης καθιερώθηκε από τον Σουηδό ψυχίατρο και εγκληματολόγο Nils Bejerot που βοήθησε την αστυνομία κατά την επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων. Κατά την ληστεία αυτή, δύο ένοπλοι άνδρες (Jan-Eric Olsson και Clark Olofsson) εισέβαλαν στην τράπεζα και απήγαγαν τέσσερις υπαλλήλους της τράπεζας (Elisabeth Oldgren, Kristin Enmark, Birgitta Lundblad και τον Sven Safstrom) για έξι μέρες σε θησαυροφυλάκιο της τράπεζας Sveriges Kreditbank. Μετά τη σύλληψη των δραστών, οι όμηροι προσπάθησαν να συλλέξουν χρήματα, για να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα των απαγωγέων τους και αρνήθηκαν μάλιστα να καταθέσουν εναντίον τους. Τέλος, όταν οι δράστες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, ένας από αυτούς, παντρεύτηκε μια γυναίκα που είχε σαν όμηρο (Cantor, & Price, 2009).

Η μακροχρόνια ψυχολογική έρευνα του περιστατικού αυτού και άλλων παρόμοιων καταστάσεων ομηρίας έχει καταλήξει σε ένα σαφές και χαρακτηριστικό σύνολο συμπτωμάτων για το Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Οι όμηροι αρχίζουν να ταυτίζονται με τους εγκληματίες που τους κρατάνε. Αρχικά τουλάχιστον, αυτή η ταύτιση αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας, που βασίζεται (συνήθως ασυνείδητα) στην ιδέα ότι ο εγκληματίας δεν θα βλάψει τον αιχμάλωτο εάν αυτός είναι συνεργάσιμος και ακόμη αν τον υποστηρίζει απόλυτα. Ο αιχμάλωτος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του εγκληματία με σχεδόν παιδαριώδη τρόπο (Namnyak, et al., 2007).

Ο όμηρος συνήθως αντιλαμβάνεται τις προσπάθειες όσων επιδιώκουν να τον σώσουν, ως ενέργειες που πιθανώς θα τον βλάψουν αντί να επιτύχουν την απελευθέρωσή του. Προσπάθειες διάσωσης μπορεί να μετατρέψουν μία ανεκτή κατάσταση σε θανατηφόρα. Εάν οι σφαίρες της αστυνομίας δεν τον πετύχουν, πολύ πιθανόν θα το κάνουν αυτές που προέρχονται από τον εγκληματία (Namnyak, et al., 2007).

Η μακροχρόνια αιχμαλωσία θεμελιώνει μια ακόμη πιο δυνατή εξάρτηση από τον εγκληματία καθώς γίνεται γνωστός ως ένα ανθρώπινο πλάσμα με τα δικά του προβλήματα και τις δικές του φιλοδοξίες. Ιδιαίτερα σε πολιτικές ή ιδεολογικές καταστάσεις, η μακροχρόνια αιχμαλωσία επιτρέπει στον αιχμάλωτο να εξοικειωθεί με τις απόψεις του εγκληματία και την ιστορία των αδικημάτων του κατά της αρχής. Ακόμη μπορεί να καταλήξει να πιστεύει ότι η θέση του εγκληματία είναι η δίκαιη (McKenzie, 2008).

Ο αιχμάλωτος επιδιώκει να απομακρυνθεί συναισθηματικά από την κατάσταση με το να αρνείται ότι όντως αυτή συμβαίνει. Έχει την εντύπωση ότι «όλα είναι ένα όνειρο». Άλλοτε πάλι βυθίζεται σε υπερβολικές περιόδους ύπνου ή σε παραισθήσεις στις οποίες σώζεται με μαγικό τρόπο. Μπορεί να προσπαθήσει να ξεχάσει την κατάσταση απασχολώντας τον εαυτό του σε άχρηστες αλλά χρονοβόρες «εργασίες» (Shirley, 2008).

Ανάλογα με το βαθμό της ταύτισης με τον εγκληματία μπορεί να αρνηθεί ότι αυτός έχει άδικο πιστεύοντας ότι οι επίδοξοι σωτήρες του και η επιμονή τους να τιμωρήσουν τον εγκληματία είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Συχνά οι άνθρωποι μένουν εμβρόντητοι μπροστά στις ψυχολογικές τους αντιδράσεις. Εκείνοι που υποφέρουν από κατάθλιψη σαστίζουν όταν θυμούνται ότι έχουν σκεφθεί να αυτοκτονήσουν. Ασθενείς που συνέρχονται από βαριές ψυχιατρικές διαταραχές συνήθως σοκάρονται καθώς θυμούνται τα συμπτώματα και τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια μίας κρίσης (Shirley, 2008).

1.3 Συμπτώματα του Συνδρόμου της Στοκχόλμης

Τα άτομα τα οποία πάσχουν από το σύνδρομο της Στοκχόλμης υποφέρουν από αναδρομές στο παρελθόν (έντονες αναμνήσεις που σχετίζονται με το τραύμα), εφιάλτες και καχυποψία. Επίσης, παρουσιάζουν αδυναμία και έλλειψη διάθεσης να απολυόσουν πράγματα, τα οποία έκαναν κατά παρελθόν. Τέλος, υπάρχει η πιθανότητα, λόγω ψυχολογικού τραύματος, το θύμα να παλινδρομήσει. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, όταν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με στρεσογόνες καταστάσεις που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν, υποχωρούν σε πρώιμο στάδιο της  ανάπτυξης (Namnyak, et al., 2007).

Ουσιαστικά, το σύνδρομο της Στοκχόλμης θεωρείται μια σύνθετη αντίδραση σε μια απειλητική κατάσταση. Όταν το άτομο δεν αντιδρά να βρει λύσεις στην αδιέξοδη κατάσταση που βιώνει (μαθημένη αβουλησία) τότε μπορεί να παραιτηθεί, να νιώσει ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση, άγχος, φόβο καθώς και θλίψη. Αναμφισβήτητα, με το να αρνείται κάποιος ότι βιώνει μια δύσκολη κατάσταση που δεν μπορεί να διαχειριστεί, δεν αγνοεί απλώς την πραγματικότητα, απομακρύνεται από εκείνη (McKenzie, 2008).

Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες στο σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι ότι οι απαγωγείς μπορεί να πραγματοποιούν μικρές πράξεις καλοσύνης προς τους αιχμαλώτους τους. Η απειλή του θανάτου εξουδετερώνεται από αυτές τις χειρονομίες του απαγωγέα, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι απαχθέντες να ταυτίζονται ψυχικά με αυτόν, προκειμένου να επιβιώσουν. Το σύνδρομο της Στοκχόλμης χρειάζεται περίπου τέσσερις ημέρες για να δημιουργηθεί, όμως μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφότου τελειώσει η δοκιμασία που το προκάλεσε (McKenzie, 2008).

Κάθε σύνδρομο διαθέτει τα συμπτώματα ή τις συμπεριφορές του και το Σύνδρομο της Στοκχόλμης δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα βασικά συμπτώματα του συνδρόμου της Στοκχόλμης, τα οποία απατώνται σε όλα τα άτομα αφορούν (de

Fabrique, et al., 2007):

 Θετικά συναισθήματα από το θύμα προς το θύτη (άτομο που το κακοποιεί ή το ελέγχει).

 Αρνητικά συναισθήματα από το θύμα προς την οικογένειά του, τους φίλους ή τις αρχές.

 Θετικά συναισθήματα από το θύτη προς το θύμα.

 Υποστηρικτική συμπεριφορά από το θύμα προς το θύτη.

 Ανικανότητα του θύματος να καταστρέψει την «σχέση» του με το θύτη.

Ουσιαστικά, τα άτομα με σύνδρομο της Στοκχόλμης παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα με εκείνα που διαγνώστηκαν με διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Αυτά τα αντίστοιχα συμπτώματα είναι η αϋπνία, οι εφιάλτες, η γενική ευερεθιστότητα, η δυσκολία συγκέντρωσης, η ευκολία έκπληξη, τα συναισθήματα ασυμμετρίας ή σύγχυσης, η αδυναμία να απολαμβάνουν τις προηγούμενες ευχάριστες εμπειρίες, καθώς και η αυξημένη δυσπιστία προς τους άλλους (McKenzie, 2008).

1.4 Στάδια εξέλιξης του Συνδρόμου της Στοκχόλμης

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης πρόκειται για μια ψυχολογική διαταραχή, με την έννοια ότι πρόκειται για μια φυσιολογική αντίδραση σε μία αφύσικη κατάσταση. Το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι πιο σύνθετη και δύσκολα κατανοητή συναισθηματική κατάσταση κατά την οποία το θύμα αρχίζει να τρέφει θετικά συναισθήματα (έρωτα ή και αγάπης) για τον άνθρωπο που τον κακομεταχειρίζεται, το βιαστή ή τον απαγωγέα του. Στην ουσία πρόκειται για ένα είδος αμυντικού μηχανισμού κατά τον οποίο το θύμα προσκολλάται συναισθηματικά στον πλησιέστερο ισχυρό ενήλικα και επιλέγει παρά τον πόνο και το φόβο που του προκαλεί να παραμείνει πιστό σε αυτόν (Wallace, 2017).

Ο θύτης περνά στο θύμα την αντίληψη ότι οι στοιχειώδες και αυτονόητες ελευθερίες όπως για παράδειγμα ο  ύπνος, το φαγητό, το νερό, η ελευθερία του λόγου, ακόμα και η ίδια η ζωή, όλα θεωρούνται πράξεις καλοσύνης του θύτη, με αποτέλεσμα το θύμα να βασίζει την ελπίδα για βασική επιβίωση εξ ολοκλήρου στην καλή διάθεση του θύτη. Για τον λόγο αυτό το θύμα συναινεί και επιδιώκει να τον ευχαριστεί (Shirley, 2008).

Προκειμένου το θύμα να εξασφαλίσει ευνοϊκότερη μεταχείριση από τον θύτη, αρχίζει να συμφωνεί με τις απόψεις του και ασυνείδητα ταυτίζεται μαζί του. Όσο το θύμα θεωρεί ότι έχει κοινά στοιχεία με τον άνθρωπο που τον κακοποιεί, τόσο τον απενοχοποιεί και εκεί αρχίζει και χτίζεται η ενσυναίσθηση και η κατανόηση απέναντι στο θύτη. Ο συναισθηματικός δεσμός που δημιουργεί το θύμα απέναντι στο θύτη χαρακτηρίζεται από αντικρουόμενα συναισθήματα χαράς και λύπης. Ακόμα και όταν το θύμα απελευθερωθεί και απομακρυνθεί από το θύτη του, δυσκολεύεται να αποσυνδέσει τα θετικά συναισθήματα που τρέφει για το θύτη. Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν το σύνδρομο της Στοκχόλμης, προκειμένου να εξηγήσουν συμπεριφορές υποταγής ατόμων που μένουν σε σχέση κακοποίησης και συνεχίζουν να είναι ερωτευμένοι με τον σύντροφο που τους κακοποιεί (Wallace, 2017). Τα άτομα τα οποία βιώνουν ενδοοικογενειακή βία είναι παγιδευμένα σε μια σχέση κακοποίησης, όπως είναι η συνθήκη ομηρίας (de Fabrique, et al., 2007).

Το συναισθηματικό δέσιμο με τον θύτη αποτελεί στην ουσία μια στρατηγική επιβίωσης για τον άνθρωπο που έγινε θύμα κακοποίησης και φόβου. Ουσιαστικά, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης αποτελεί κοινή γνώση και συχνά χρησιμοποιείται από την αστυνομία ως τακτική που αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης των ομήρων (Vecchi, 2009).

Τέσσερις συνθήκες είναι παρούσες ως θεμέλιο για την ανάπτυξη του Συνδρόμου της Στοκχόλμης:

  • Αντιληπτή ή πραγματική απειλή για την σωματική ή ψυχολογική ακεραιότητα του ατόμου και η ισχυρή πεποίθηση ότι ο δράστης θα πραγματοποιήσει τις απειλές του. Σε αυτό περιλαμβάνονται (Shirley, 2008):

 Διαβεβαιώσεις του θύτη προς το θύμα ότι μόνο η συνεργασία του τελευταίου θα εξασφαλίσει την ακεραιότητα του ίδιου, της οικογένειας του ή των φίλων του.

 Ο θύτης αναφέρει ιστορίες ή διηγήσεις βίας, στις οποίες υπήρξε πρωταγωνιστής για να υπενθυμίσει στο θύμα ότι οι συνέπειες είναι σίγουρες εάν δεν συνεργαστεί.

 Μπορεί να είναι πράγματι γνωστό κάποιο ιστορικό βίας, που οδηγεί το θύμα να πιστεύει ότι θα μπορούσε να είναι ένας επόμενος στόχος.

  • Επίδειξη μιας μικρής καλοσύνης ή κάποιων υποχωρήσεων από τον θύτη προς το θύμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μικρές χειρονομίες «καλοσύνης», όπως το να επιτρέψει ο δράστης στο θύμα μια επίσκεψη στο μπάνιο ή την παροχή τροφής ή και νερού είναι αρκετό για να αλλάξει την αντίληψη του θύματος προς τον θύτη. Άλλες φορές πάλι, ένα δώρο (συνήθως παρέχεται μετά από ένα επεισόδιο κακοποίησης), μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη ότι ο δράστης δεν είναι «τόσο κακός» (Ase, 2015).
  • Το θύμα απογυμνώνεται από το να έχει άλλες εναλλακτικές: Τα θύματα έχουν την αίσθηση ότι είναι πάντα υπό στενή παρακολούθηση και εποπτεία. Για την επιβίωσή τους, αρχίζουν να υιοθετούν την οπτική του θύτη τους. Αυτή η ανάγκη επιβίωσης και η ταύτιση με τον θύτη, μπορεί να γίνει τόσο έντονη που το θύμα αναπτύσσει θυμό προς εκείνους που προσπαθούν να βοηθήσουν. Σε σοβαρές περιπτώσεις του Συνδρόμου της Στοκχόλμης το θύμα μπορεί να αισθάνεται ότι η επικίνδυνη κατάσταση που βιώνουν οφείλεται σε δικό τους σφάλμα (Ase, 2015).
  • Σαφής και αντικειμενική αδυναμία να ξεφύγουν από την κατάσταση. Ουσιαστικά, τα θύματα μπορεί να έχουν οικονομικές υποχρεώσεις, δυσβάστακτο χρέος, ή αστάθεια στην ζωή τους, σε σημείο που δεν μπορούν να επιβιώσουν μόνα τους. Ο δράστης μπορεί να χρησιμοποιεί απειλές συμπεριλαμβανομένης της αρπαγής των παιδιών, δημόσια έκθεση, ή συνεχών παρενοχλήσεων, που το θύμα θα βιώσει πολύ απειλητικές για την ύπαρξη του (Cantor, & Price, 2009).

Η αντίδραση του ψυχολογικού δεσμού με τον θύτη είναι εφικτό να εντοπιστεί και σε ερωτικές ή σε οικογενειακές σχέσεις, όπου ένα μέλος είναι το θύμα και το άλλο θύτης, ο οποίος με κάποιον τρόπο κακοποιεί το θύμα (Cooper, 2008).

Από ψυχολογική άποψη, το άτομο που γίνεται θύμα και αναπτύσσει συναισθηματικό δέσιμο με τον θύτη του φέρεται, κατά κάποιον τρόπο, κι εντελώς ασυνείδητα, με τον τρόπο που θα λειτουργούσε κι ένα βρέφος, προκειμένου να επιβιώσει (Ase, 2015).

Πολύ συχνά όταν ακούμε για περιπτώσεις ανθρώπων που πέφτουν θύματα κακοποίησης και δεν αντιδρούν, χρησιμοποιούμε τον όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» (Adorjan, et al., 2016).

Συνεχίζεται…

«ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ» – Ιστορική Αναδρομή – Συμπτώματα – Στάδια εξέλιξης (Μέρος Πρώτο)

«ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ» – Παράγοντες κινδύνου – Πρόληψη και Αντιμετώπιση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης (Μέρος Δεύτερο)

«ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ» – ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ (Μέρος Τρίτο)

 

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ»

ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ:

ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΗ

ΓΚΑΓΚΑ ΙΓΝΑΤΙΑ 

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ