Η ΒΙΟΗΘΙΚΗ & ΟΙ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ
Η βιοηθική είναι ένας νέος επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από τις νέες ανακαλύψεις σε διάφορους τομείς, ο οποίος δημιουργήθηκε παράλληλα με την ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, της βιολογίας, της βιοχημείας. Από αυτήν εξελίχθηκε κι ένας νέος κλάδος, αυτός της βιοιατρικής.
Ετυμολογικά ο ορισμός της προέρχεται από τις λέξεις βίος και ηθική, η οποία χρησιμοποιήθηκε πρώτη φόρα το 1971 από τον Potter στο βιβλίο του Bioethics: A Bridge to the future.22
Ο Potter προσπάθησε με αυτή την λέξη να περιγράψει την σχέση της ιατρικής επιστήμης με τις ανθρώπινες αξίες και τα χρηστά ήθη.
Η βιοηθική από την φύση της εγείρει φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά ερωτήματα σχετικά με την αξία και τη σημασία της ανθρώπινης ζωής.
Αναδεικνύει και προσπαθεί να δώσει απάντηση σε ζητήματα δημόσιας υγείας και πολιτικής αναλύοντας τις βασικές αρχές και τα όρια πάνω στις οποίες στηρίζεται η βιοιατρική εξέλιξη, όπως για παράδειγμα τις σχέσεις ιατρού, ασθενή και νοσηλευτικού προσωπικού, για τα δικαιώματα ασθενών και ειδικές καταστάσεις σχετικά με την αρχή ή το τέλος της ζωής κ.ά.
Οι τέσσερις βασικές αρχές της ιατρικής ηθικής είναι
η ωφέλεια,
το μη βλάπτειν,
η απουσία βούλησης προκλήσεως βλάβης,
η δικαιοσύνη και
η αυτονομία του ασθενούς, η οποία συμπεριλαμβανομένων και άλλων έγκειται στο δικαίωμα του ασθενούς να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων με το να αποδεχθεί ή να αρνηθεί οποιαδήποτε θεραπεία.
Η αρχή της ωφέλειας περιέχει κανόνες για την παροχή ωφελειών και την εξισορρόπησή τους ενάντια στους πιθανούς κινδύνους και τις άσκοπες δαπάνες.
Υποδηλώνει ενέργειες και πράξεις φιλανθρωπίας, ευγενείας και καλοσύνης.
Περιλαμβάνει την αυταπάρνηση, τον αλτρουισμό, την αγάπη και την ανθρωπιά.
Προστατεύει και υπερασπίζει τα δικαιώματα του ασθενούς αλλά αποτρέπει τη ζημιά και την εμφάνισή της σε τρίτους.
Τα επιμέρους ζητήματα που προκύπτουν είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ασθενούς, η πρόληψη και η θεραπεία της νόσου, η προαγωγή της υγείας, η μείωση της αναπηρίας και η ελάφρυνση της ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας.
Εδώ, περιλαμβάνεται και ο καθορισμός της ποιότητας της ζωής, ένα σημαντικό ζήτημα για την απομάκρυνση και διακοπή της οποιαδήποτε αγωγής ή θεραπείας.
Η αρχή του μη βλάπτειν υποδηλώνει την υποχρέωση του κάθε ατόμου να μη βλάπτει τον συνάνθρωπό του, κάτι που εμπεριέχεται και στον Ιπποκρατικό όρκο ‘…πάνω από όλα να μην βλάψεις…’.
Περιλαμβάνει επίσης και άλλες ηθικές αρχές όπως για παράδειγμα μη σκοτώσεις, μην προκαλέσεις ή μην προσβάλεις την αξιοπρέπεια κάποιου κ.ά.
Σχετίζεται με τη μη επιβολή πραγμάτων που μπορεί να βλάψουν άλλους ανθρώπους, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένους και η απόσυρση ή μη κλιμάκωση θεραπευτικής αγωγής σε περιπτώσεις ματαιοπονίας στις μονάδες εντατικής θεραπείας.
Η αρχή της δικαιοσύνης περιέχει κανόνες για τη διανομή δίκαιων και ισότιμων αξιών, ρίσκων και δαπανών.
Ο ίσος χειρισμός και η δίκαιη μεταχείριση του ασθενή από τον θεράποντα ιατρό σχετίζονται άμεσα με τη δικαιοσύνη.
Δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα όπως ποια είδη υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης πρέπει να υπάρχουν, ποιος δικαιούται να λάβει και υπό ποιες προϋποθέσεις αυτές τις υπηρεσίες και όλα αυτά ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση, φύλο, θρησκεία, εθνικότητα, ηλικία και χρώμα, με άλλα λόγια μια διανεμητική δικαιοσύνη.
Η αρχή της αυτονομίας αναφέρεται στο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να κάνει τις δικές του επιλογές όσον αφορά την υγεία και τις επιλογές για την διερεύνηση ή αντιμετώπιση κάποιας ασθένειας, βασιζόμενος στις δικές του προσωπικές πεποιθήσεις και αξίες.
Ο θεράπων ιατρός και η ομάδα του πρέπει να σέβονται τις απόψεις και τα δικαιώματα του ασθενούς, εφόσον δε βλάπτουν πρωτίστως τον ίδιο τον ασθενή κι έπειτα τους άλλους.
Η επιλογή του ασθενούς θεωρείται αυτόνομη όταν είναι σκόπιμη, ελεύθερη από επιρροές και βασίζεται σε μία στοιχειώδη κατανόηση του προβλήματός του.
Κατοχυρώνεται με συγκεκριμένους κανόνες, όπως με το να λέγεται η αλήθεια, να υπάρχει σεβασμός της προσωπικότητας του κάθε ατόμου και της ιδιαιτερότητάς του, να υπάρχει η συγκατάθεση και η συναίνεση του ανθρώπου κατόπιν πλήρους, απλής και κατανοητής ενημέρωσης πριν από κάθε παρέμβαση.
Συνοψίζοντας, η αρχή της ωφέλειας υπαγορεύει την ηθική υποχρέωση του ιατρού να δρα προς όφελος του ασθενούς.
Το μη βλάπτειν επιβάλλει την αποχή από ενέργειες που βλάπτουν τον ασθενή και αποτελεί αυστηρότερη απαίτηση από την πρώτη.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσει ο ιατρός να αντιμετωπίζει τον κάθε ασθενή ως ένα μοναδικό και ανεπανάληπτό περιστατικό που χρειάζεται βοήθεια και την απαραίτητη φροντίδα.
Η αναζωογόνηση όπως άλλες ιατρικές παρεμβάσεις έχει ως στόχο τη διατήρηση της ζωής, την αποκατάσταση της υγείας, να απαλύνει τον πόνο, να περιορίσει την αναπηρία και τέλος να αναστρέψει έναν κλινικό θάνατο, κάτι δυστυχώς με πολύ μικρά ποσοστά επιτυχίας.
Η αναζωογόνηση απασχολεί τη σύγχρονη βιοηθική, νομική, ιατρική, νοσηλευτική, αλλά και γενικότερα την κοινωνία διότι εγείρονται διάφορα θεμελιώδη ηθικά ζητήματα, όπως πότε πρέπει να ξεκινάει ή να σταματάει μια προσπάθεια αναζωογόνησης, ποιος παίρνει τις αποφάσεις κ.ά.
Η αναζωογόνηση είναι ένα είδος θεραπευτικής παρέμβασης, το οποίο δεν έχει ένδειξη για το πότε πρέπει να εφαρμόζεται.
Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο βιολογικός ορισμός του θανάτου χαρακτηρίζεται από ένα είδος πλαστικότητας που μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή και πιο συγκεκριμένα την εξέλιξη της ιατρικής.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μεταβαλλόμενους τρόπους διαπίστωσης του ίδιου του θανάτου.
Για αιώνες ήταν ταυτόσημος με την παύση της αναπνοής.
Μετά την ανακάλυψη του στηθοσκοπίου, των υπερήχων και του ηλεκτροκαρδιογραφήματος συμπεριλήφθηκε και η παύση της καρδιακής λειτουργίας.
Σήμερα με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, της τεχνογνωσίας και των τεχνικών αναζωογόνησης σε μονάδες εντατικής θεραπείας υπάρχει και ο εγκεφαλικός θάνατος με την παύση λειτουργίας του εγκεφαλικού στελέχους.
Ιστορικά, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μια επιτροπή του πανεπιστημίου Harvard αποτελούμενη από ιατρούς, νομικούς και θεολόγους καθόρισε τα κριτήρια της μη αναστρέψιμης βλάβης ολόκληρου του εγκεφάλου (φλοιού και στελέχους) στους ενήλικες. Εισήγαγε για πρώτη φορά τον όρο εγκεφαλικός θάνατος, τον οποίο και ταύτισε με είδος βιολογικού θανάτου.
Στις μέρες μας, η παγκόσμια ιατρική κοινότητα, οι εταιρείες νευρολογίας και όλες οι επιτροπές νευροηθικής δέχονται ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου.
Κάθε σοβαρή εγκεφαλική βλάβη οδηγεί σε παύση της αναπνευστικής λειτουργίας και στη συνέχεια σε καρδιακή παύση. Επομένως, δεν έχει νόημα οποιοσδήποτε διαχωρισμός μεταξύ του καρδιακού, αναπνευστικού ή εγκεφαλικού θανάτου.
Μετά από μια επιτυχή καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση και την επαναφορά της αυτόματης κυκλοφορίας, η φροντίδα μετά την αναζωογόνηση28-30 παίζει σημαντικό ρόλο ως ισότιμος κρίκος της αλυσίδας της επιβίωσης.
Το σύνδρομο μετά την ανακοπή αναφέρεται στη συστηματική φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού ως αποτέλεσμα της κατάστασης ισχαιμίας – επαναιμάτωσης των ιστών που μεσολάβησε.
Η αναγνώριση και η αντιμετώπιση του υποκείμενου αιτίου που οδήγησε στην καρδιακή ανακοπή, η παρουσία συνοδών νοσημάτων, η ποιότητα της φροντίδας μετά την αναζωογόνηση και η διαθεσιμότητα επιπρόσθετων μεθόδων θεραπείας όπως η θεραπευτική υποθερμία δύνανται να επηρεάσουν τη νευρολογική κατάσταση του ασθενούς και συνολικά την τελική έκβαση.
Για την αξιολόγηση της πρόγνωσης μετά από ανακοπή δίνεται επίσης ιδιαίτερη σημασία στο να έχει παρέλθει ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα από την επαναφορά της αυτόματης κυκλοφορίας προκειμένου να αποκατασταθούν στον βαθμό που δύνανται οι ζωτικές λειτουργίες και δη η εγκεφαλική, να μεταβολιστούν και να απεκκριθούν τυχόν χορηγηθέντα φάρμακα ή/και τοξίνες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εκτίμηση.
Δυστυχώς, τα δύο τρίτα των ασθενών μετά από καρδιακή ανακοπή καταλήγουν από κάποια νευρολογική βλάβη31, γεγονός που εγκυμονεί τον κίνδυνο λανθασμένης εκτίμησης της πρόγνωσης εις βάρος του συνήθως κωματώδους ασθενούς μετά από καρδιακή ανακοπή.
Για να αποφευχθεί αυτό ή απεναντίας να διαγνωσθεί η νευρολογική βλάβη σε περίπτωση που δεν έχει ήδη γίνει, απαιτείται μια προσεχτική κλινική νευρολογική εκτίμηση με την επιπρόσθετη χρήση διαγνωστικών εξετάσεων όπως η αξονική τομογραφία εγκεφάλου, η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, η χρήση προκλητών δυναμικών και βιοχημικών δεικτών.
Η οριστική νευρολογική εκτίμηση πρέπει να γίνεται μετά από 72 ώρες από την επαναφορά της αυτόματης κυκλοφορίας και αφού έχει παρέλθει ένα χρονικό διάστημα συμβατό με τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά κατασταλτικών φαρμάκων σε περίπτωση που αυτά χορηγήθηκαν, δηλαδή συνήθως 12 -24 ώρες.
Σήμερα όμως, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των τεχνικών αναζωογόνησης καθίσταται δυνατή η διατήρηση της αναπνοής και της καρδιακής λειτουργίας ακόμα και σε περιπτώσεις που έχει επέλθει η νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους με στόχο τη διατήρηση στην καλύτερη δυνατή κατάσταση ζωτικών οργάνων, όταν είναι προς μεταμόσχευση.
Η ιδέα της δωρεάς οργάνων θα πρέπει να παρουσιάζεται προς συζήτηση στους συγγενείς ασθενών μετά από καρδιακή ανακοπή που πληρούν τα κριτήρια εγκεφαλικού θανάτου ή σε μη επιτυχή εφαρμογή καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης για τη λήψη οργάνων που δεν επηρεάστηκαν (αμφιβληστροειδής).
Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΒΙΟΗΘΙΚΗ – ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΒΙΟΗΘΙΚΗ – ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ:
Απόψεις και πρακτικές των επαγγελματιών υγείας σε ζητήματα ηθικής στην αναζωογόνηση.
Εργασία της : ΤΣΙΑΠΑΚΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΑΓΜ: 446968 Ειδ/νη Ιατρός Μαιευτικής Γυναικολογίας MSc International Health
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ