Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Υγεία » Φυσική δραστηριότητα και επίπεδα άγχους και ύπνου σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού (Μέρος Δεύτερο)

Φυσική δραστηριότητα και επίπεδα άγχους και ύπνου σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού (Μέρος Δεύτερο)

Μηχανισμοί καρκινογένεσης 

Οι περιπτώσεις καρκίνου πιθανόν να αυξηθούν κατά 50% μέχρι το 2020. Ο αριθμός των νέων καρκίνων μπορεί να ανέλθει μέχρι τα 15 εκατομμύρια κάθε χρόνο παγκοσμίως. Τα ανησυχητικά αυτά στοιχεία περιλαμβάνονται μέσα στην έκθεση World Cancer Report η οποία πραγματοποιήθηκε από τον ΠΟΥ. Βέβαια, το 1/3 των καρκίνων αυτών μπορεί να προληφθεί. Η αύξηση αυτή μπορεί να περιοριστεί αποτελεσματικά αλλάζοντας τον τρόπο ζωής, βελτιώνοντας την διατροφή μας, καταπολεμώντας τις μολύνσεις και το κάπνισμα. Κατά το έτος 2000, οι διάφορες μορφές καρκίνων παγκοσμίως, ήταν υπεύθυνες για το 12% από περίπου 56 εκατομμύρια θανάτους που συνέβησαν (Boyle and Levin , 2008).

Tο 80% των καρκίνων αναπτύσσονται απο τα επιθηλιακά κύτταρα, ενώ το υπόλοιπο 20% προκύπτει απο τα κύτταρα του αίματος, του ανοσοποιητικού συστήματος και των συνδετικών ιστών. Ο καρκίνος μπορεί να διαγνωσθεί σε όλες τις ηλικίες, αλλά είναι νόσος κυρίως των ηλικιωμένων. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ (Boyle and Levin, 2008), το 76% του συνόλου των καρκίνων γίνεται σε άτομα απο 55 ετών και πάνω. Έτσι, είναι αρκετά πιθανό αυτά τα άτομα να νοσούν ταυτόχρονα και από άλλες χρόνιες παθήσεις, π.χ. αρθρίτιδα, σακχαρώδη διαβήτη.

Ο καρκίνος είναι μια ομάδα ασθενειών ή διαταραχών που χαρακτηρίζονται από ανεξέλεγκτη διαίρεση κυττάρων καθώς και τη δυνατότητα αυτών των κυττάρων να εισβάλουν σε άλλους ιστούς, είτε από την άμεση αύξηση στον παρακείμενο ιστό μέσω εισβολής είτε από την εμφύτευση σε απόμακρες περιοχές μέσω μετάστασης (Demark-Wahnefried et.al., 2018).

Ο μετασχηματισμός ενός φυσιολογικού κυττάρου σε καρκινικό είναι μια πολύπλοκη διαδικασία κατά την οποία τροποποιούνται οι μηχανισμοί ελέγχου της διαίρεσης και γήρανσης του κυττάρου, η αλληλεπίδραση του με τα γειτονικά κύτταρα και η ικανότητα του να διαφεύγει την εποπτεία του ανοσοποιητικού συστήματος. Αυτές οι τροποποιήσεις περιλαμβάνουν γενετικές αλλαγές στην αλληλουχία DNA, καθώς και αλλοιώσεις σε μηχανισμούς που καθορίζουν την έκφραση του γενετικού κώδικα, χωρίς όμως να πειράζουν την αλληλουχία DNA. Οι τελευταίες αλλαγές αποκαλούνται επιγενετικές (π.χ. DNA methylation). Ο καρκίνος σχετίζεται με μια σειρά αλλοιώσεων/μεταλλάξεων σε γονίδια που ελέγχουν την κυτταροδιαίρεση, γήρανση και διαφοροποίηση του κυττάρου (Greidanus, 2018).

Διάφορες μεταλλάξεις μπορούν να απαιτηθούν για να μετασχηματίσουν ένα κανονικό κύτταρο σε ένα κακόηθες κύτταρο. Σύμφωνα με τα πορίσματα πρόσφατων πειραματικών μελετών, για τον μετασχηματισμό ενός φυσιολογικού κυττάρου σε καρκινικό απαιτείται η παραβίαση τριών θεμελιωδών μηχανισμών ελέγχου (Hanahan and Weinberg, 2000).

Ο πρώτος μηχανισμός αφορά την ενεργοποίηση της κυτταρικής διαίρεσης μόνο μετά τη λήψη κατάλληλου εξωτερικού ερεθίσματος (ορμόνης ή άλλου αυξητικού παράγοντα). Σε ένα καρκινικό κύτταρο ο μηχανισμός ενεργοποίησης είναι συνέχεια ανοιχτός συμβάλλοντας στoν ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό του κυττάρου. Τα μεταλλαγμένα γονίδια που σχετίζονται με την απορρύθμιση του παραπάνω μηχανισμού, και επομένως προάγουν τον πολλαπλασιασμό του κυττάρου, ονομάζονται ογκογονίδια.

Ο δεύτερος μηχανισμός αφορά αλλοίωση, ενίσχυση ή υπερέκφραση επιφανειακών υποδοχέων της κινάσης τυροσίνης (tyrocine kinase) όπως ο EGFR, μια πρωτεΐνη που εκτείνεται και στις δύο πλευρές της κυτταρικής μεμβράνης. Όταν ο υποδοχέας αυτός δεσμεύσει έναν αυξητικό παράγοντα που υπάρχει στο αίμα ή στο μεσοκυττάριο υγρό, τότε, μέσω της κινάσης τυροσίνης, ενεργοποιείται ο πολλαπλασιασμός του κυττάρου, ο οποίος υπαγορεύει την ενεργοποίηση αυτοκαταστροφικών μηχανισμών στην περίπτωση που το κύτταρο βρεθεί σε συνθήκες ακατάλληλες για την ασφαλή αντιγραφή του DNA.

Αυτοί οι μηχανισμοί ελέγχονται από δύο κυρίως γονίδια, το RB1 και το TP53. Όταν, λόγω μεταλλαγών, τα δύο αυτά ‘φρένα’ εξαλειφθούν, το κύτταρο μπορεί όχι μόνο να προχωρήσει στη διαίρεση, αλλά και να παρακάμψει τη διαδικασία του προγραμματισμένου θανάτου. Τα γονίδια αυτά ονομάζονται ογκοκατασταλτικά καθώς σε φυσιολογικές συνθήκες καταστέλλουν τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό του κυττάρου, η δε μείωση ή απώλεια της λειτουργίας τους, σαν αποτέλεσμα μεταλλαγών, συμβάλλει στην εμφάνιση της νόσου. Παραδείγματα άλλων γονιδίων που εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία είναι τα APC, DPC4, NF-1, NF-2, CDKN2A, BRCA1 και BRCA2.

Ο τρίτος μηχανισμός ελέγχου επιτρέπει την πραγματοποίηση περιορισμένου αριθμού διαιρέσεων από το ίδιο γονεϊκό κύτταρο. Με άλλα λόγια το κύτταρο περιέχει έναν ‘εσωτερικό μετρητή’ που εμποδίζει την αντιγραφή του DNA πέραν του προκαθορισμένου αριθμού επαναλήψεων. Ο μετρητής αυτός ονομάζεται τελομερές και αποτελείται από μια επαναλαμβανόμενη αλληλουχία DNA στην άκρη κάθε χρωμοσώματος. Στα καρκινικά κύτταρα η  ενεργοποίηση ενός ενζύμου που ονομάζεται τελομεράση επιτρέπει την προσθήκη 31 νέων επαναλήψεων στο τέλος των χρωμοσωμάτων επιτρέποντας την απεριόριστη αντιγραφή του γονιδιώματός τους (Λυκάκη, 2009).

Η ταυτόχρονη παράκαμψη και των τριών παραπάνω μηχανισμών ελέγχου σε μοριακό επίπεδο δεν είναι μια απλή διαδικασία. Η γενετική προδιάθεση και αλλοιώσεις στο περιβάλλον του κυττάρου συμβάλλουν αφενός στη μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης ταυτόχρονων μεταλλάξεων σε ένα κύτταρο και αφετέρου στη μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης των μη φυσιολογικών κυττάρων σε διαταραγμένες συνθήκες έναντι των φυσιολογικών κυττάρων (Ψαρράκος κ.α., 1997).

2.4.Θεραπεία καρκίνου 

Βασικές αρχές χημειοθεραπείας 

Το φαινόμενο της μετάστασης καθιστά σε πολλές κλινικές περιπτώσεις αναποτελεσματική την αντιμετώπιση του καρκίνου μέσω τοπικών θεραπευτικών μεθόδων (χειρουργική επέμβαση ή ακτινοθεραπεία) και κάνει επιτακτική την ανάγκη μιας συστηματικής θεραπευτικής προσέγγισης.

Η χημειοθεραπεία αναφέρεται στη χρήση κυτταροτοξικών φαρμάκων για τη θεραπεία του καρκίνου. Τα φάρμακα αυτά στοχεύουν επιλεκτικά τα ραγδαία πολλαπλασιαζόμενα κύτταρα του οργανισμού (χαρακτηριστικό γνώρισμα των καρκινικών κυττάρων) και τους προκαλούν ανεπανόρθωτη ζημιά επάγοντας τον θάνατό τους, συνήθως μέσω απόπτωσης.

Καθώς γρήγορη αναπαραγωγή παρουσιάζουν και κάποιοι φυσιολογικοί ιστοί, όπως ο μυελός των οστών, η χρήση των φάρμακων αυτών συνοδεύεται από τοξικές παρενέργειες, η σφοδρότητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με το φάρμακο και το μοριακό/κλινικό προφίλ του ασθενούς.

Αυτές που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα είναι: κόπωση, ναυτία, εμετοί, διάρροια, άφθες στο στόμα, στοματίτιδα, απώλεια μαλλιών (αλωπεκία), εξανθήματα και καταστολή του μυελού των οστών με μείωση των λευκών, των ερυθρών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων στο αίμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι παρενέργειες εξαφανίζονται, μόλις ολοκληρωθεί η θεραπεία (Boyle and Levin, 2008).

Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται πιο συχνά μετά από μια χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης καρκίνου (επικουρική χημειοθεραπεία), ακόμα κι αν δεν υπάρχουν ενδείξεις εξάπλωσης της νόσου. Μετά την αφαίρεση του ορατού καρκίνου, στοχεύει στην εξάλειψη μη ανιχνεύσιμων καρκινικών κυττάρων που μπορεί να έχουν κάνει μετάσταση στο υπόλοιπο σώμα. Σε μερικές μορφές καρκίνου, όπως ο καρκίνος του μαστού, η επικουρική χημειοθεραπεία έχει δείξει ότι μειώνει τις πιθανότητες επανεμφάνισης της νόσου.

Η χημειοθεραπεία μπορεί ακόμα να γίνει και πριν από μια επέμβαση (προεγχειρητική χημειοθεραπεία), για να συρρικνώσει τον όγκο και να κάνει την επέμβαση πιο εύκολη ή πιο αποτελεσματική. Για παράδειγμα στην περίπτωση του καρκίνου του μαστού η προεγχειρητική θεραπεία στοχεύει στην αποφυγή της ολικής μαστεκτομής, ενώ μελέτες έχουν δείξει ότι είναι το ίδιο αποτελεσματική με την επικουρική θεραπεία ως προς τα ποσοστά επιβίωσης και επανεμφάνισης της νόσου. Σε περιπτώσεις που ο καρκίνος δεν μπορεί να θεραπευτεί, η χημειοθεραπεία μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής (παρηγορητική χημειοθεραπεία) (Mauri, 2005).

Ακτινοθεραπεία 

Μετά την ανακάλυψη των ακτίνων Χ από τον Röntgen, το 1895, η ακτινοθεραπεία έχει εξελιχθεί σε αναπόσπαστο κομμάτι της κλινικής ογκολογίας στη μάχη εναντίον του καρκίνου. Αναφέρεται στην κλινική χρήση της ιονίζουσας ακτινοβολίας, για τον τοπικό έλεγχο ή την προσπάθεια εξάλειψης της νόσου. Ανάλογα με τον τύπο του καρκίνου, εκτιμάται ότι, κατά μέσο όρο, το 50% των καρκινοπαθών θα λάβει ακτινοθεραπεία κάποια στιγμή κατά την πορεία της ασθένειας (Boyle and Levin, 2008).

Ανάλογα με τον καρκινικό τύπο και την έκταση της νόσου, η ακτινοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί σαν παρηγορητική για την ανακούφιση συμπτωμάτων σε προχωρημένο μεταστατικό στάδιο και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, σαν κύρια στην περίπτωση συμπαγών ανεγχείρητων όγκων, ή συμπληρωματική/επικουρική για την αντιμετώπιση τυχόν υπολειμμάτων μετά από χειρουργική αφαίρεση και τη μείωση της πιθανότητας επανεμφάνισης του όγκου.

Ανάλογα με τη θέση της πηγής της ιονίζουσας ακτινοβολίας, διακρίνονται τρεις μέθοδοι ακτινοθεραπείας, η ακτινοθεραπεία εξωτερικής δέσμης ή τηλεθεραπεία, η ακτινοθεραπεία κλειστών πηγών ή βραχυθεραπεία και η ακτινοθεραπεία ανοιχτών πηγών (Ψαρράκος, 1997).

Στη θεραπεία εξωτερικής δέσμης η πηγή βρίσκεται σε απόσταση από το σώμα του ασθενούς. Παραδοσιακές τεχνικές που ανήκουν στην κατηγορία αυτή είναι η ακτινοβόληση με δέσμη φωτονίων X υψηλής ενέργειας από γραμμικούς επιταχυντές ή με δέσμη φωτονίων γ από μονάδες κοβαλτίου (60Co), οι οποίες ‘διαπερνούν’ το δέρμα και εναποθέτουν τη μέγιστη ενέργειά τους κάτω από αυτό. Η επιλογή της κατάλληλης ενέργειας φωτονίων εξαρτάται από το βάθος του όγκου (Ψαρράκος, 1997).

Χειρουργική επέμβαση 

Μαστεκτομή 

Ο καρκίνος του μαστού είναι μια σοβαρή και απειλητική για τη ζωή ασθένεια. Υποστηρίζεται ότι η διάγνωση του προκαλεί περισσότερο άγχος και δυσφορία σε σύγκριση με άλλες μορφές καρκίνου, ανεξάρτητα από την πρόγνωση (Stechlin, 1966; Pandey, et. al., 2002). Μαστεκτομή ονομάζεται η ολική χειρουργική αφαίρεση του στήθους. Προτιμάται σε περιπώσεις κατά τις οποίες τα καρκινικά κύτταρα ενδέχεται να έχουν εξαπλωθεί εκτενώς ή χαρακτηρίζονται από πολλαπλές εστίες και σε περιπτώσεις βεβαρυμμένου οικογενειακού ιστορικού ή ύπαρξης γονιδίων που αποδεδειγμένα προκαλούν κακρκινογένεση στο στήθος.

Η μαστεκτομή μπορεί να διαφέρει στην έκταση και την εφαρμογή της:

Υποδόριος μαστεκτομή: συνίσταται στην αφαίρεση ολόκληρου του παθογόνου μαστού, ακόμη και της θηλής, δίχως ωστόσο την απομάκρυνση του περιβάλλοντος δερματικού ιστού.

Απλή μαστεκτομή: αφαίρεση του συνόλου του παθογόνου αδένα και του περιβάλλοντος δέρματος.

Ολική ριζική μαστεκτομή: αφαίρεση του μαστού, του περιβάλλοντος δέρματος, των γειτνιαζόντων θωρακικών μυών όπισθεν του μαστού καθώς και οι λαμβαδένες της μασχαλιαίας περιοχής.

Συντηρητική μερική μαστεκτομή: εκτομή του όγκου και των γειτονικών ιστών, αλλά όχι των λεμφαδένων της μασχάλης.

Τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή: ριζική μαστεκτομή που δεν περιλαμβάνει αφαίρεση των θωρακικών μυών όπισθεν του μαστού.

Οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού που υποβάλλονται σε μαστεκτομή βιώνουν αλλαγές στην ποιότητα ζωής τους σε πολλά επίπεδα: φυσική, λειτουργική, συναισθηματική κατάσταση και ευημερία (Arora et al., 2001).

Οι ασθενείς μετά το χειρουργείο έχει αποδειχθεί ότι γίνονται πιο φοβισμένες και αγχωμένες, εμφανίζουν διαταραχές στον ύπνο και μείωση ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης. Οι ανησυχίες τους επικεντρώνονται σε φόβο για την απειλή της ζωής τους, το φόβο του πόνου, της υποτροπής, της επανεμφάνισης, της σεξουαλικής συμπεριφοράς, συναισθήματα υποτίμησης και απώλεια της θηλυκότητας. Σύμφωνα με μελέτες, το 22- 33% των ασθενών έχουν σοβαρές διαταραχές στη διάθεση ή κατάθλιψη 1-2 χρόνια μετά τη μαστεκτομή.

Η μετεγχειρητική περίοδος σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα σωματικής/φυσικής δυσφορίας και πόνου. Αυτό, αναπόφευκτα έχει αντίκτυπο στις λειτουργικές διαδικασίες, όπως αδυναμία για εργασία, εμπόδια στην κάλυψη οικογενειακών αναγκών κλπ. (Pandey, M. Et al., 2002).

Σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί, αποδεικνύεται ότι η λειτουργική ευημερία των γυναικών εμφανίζει σημαντική αλλοίωση μετά από χειρουργική παρέμβαση (Lee‐Jones, 1997).

Το πρώτο εξάμηνο της αρχικής θεραπείας οι ασθενείς εξετάζονται τακτικά και υποβάλλονται σε εργαστηριακό έλεγχο. Η συστηματική παρακολούθηση, με κλινική και γυναικολογική εξέταση, μέτρηση του καρκινικού δείκτη Ca-125 και απεικονιστικό έλεγχο (αξονική τομογραφία, υπερηχογράφημα) συνεχίζεται συστηματικά και μετά το τέλος της αρχικής θεραπείας. Αρκετές φορές είναι απαραίτητη και νέα χειρουργική επέμβαση, ή/και νέος κύκλος χημειοθεραπείας με τα ίδια ή άλλα φάρμακα, εφόσον διαπιστωθεί υποτροπή της νόσου (Φωτίου, 2008).

Ορμονοθεραπεία 

Οι αγωγές αυτές στοχεύουν στη μείωση των παραγόμενων οιστρογόνων στο σώμα της ασθενούς προκειμένου τα καρκινικά κύτταρα να μην έχουν την απαραίτητη ορμόνη που χρειάζονται για να ξεκινήσει η ανάπτυξη και ο πολλαπλασιασμός τους. Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ασθενών που έχουν κάνει εξέταση ορμονικών υποδοχέων και τα αποτελέσματα ήταν θετικά. Ορισμένες από τις αγωγές αυτές περιλαμβάνουν τη έκχυση ορμονικών υποκατάστατων που προσκολλώνται στους υποδοχείς ορμονών, καταλαμβάνοντας τη θέση των οιστρογόνων. Άλλες ουσίες στοχεύουν στη γενικότερη μείωση της παραγωγής οιστρογόνων στο σώμα της ασθενούς (Oh PJ et al., 2016).

Ανοσοθεραπεία 

Το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού, αν εντοπίσει βλαβερά βακτήρια ή έναν ιό μέσα στο σώμα, αντιδρά παράγοντας συγκεκριμένα αντισώματα που επιτίθονται και καταστρέφουν τους εισβολείς, που συχνά δεν αναγνωρίζει τα καρκινικά κύτταρα εξαιτίας κάποιας αποτυχίας του συστήματος. Αναζητούνται τρόποι για βελτίωση της αντίδρασης της φυσικής άμυνας του οργανισμού στα καρκινικά κύτταρα.

Η χρήση του ανοσοποιητικού συστήματος για την επίθεση και την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων ονομάζεται ανοσοθεραπεία ή βιολογική θεραπεία, βιοθεραπεία ή θεραπεία μετατροπής βιολογικής αντίδρασης.

Η ανοσοθεραπεία αποτελεί είδος θεραπείας που έχει σαν στόχο την τροποποίηση της δραστηριότητας του ανοσοποιητικού συστήματος και την πρόκληση αλλαγών στην ανοσολογική απάντηση απέναντι στο νεόπλασμα. Ενεργοποιεί και κατευθύνει το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού, να καταπολεμήσει την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων.

Η ανοσοθεραπεία μπορεί να γίνει μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες για τον καρκίνο. Οι βιολογικές θεραπείες ως « έξυπνες βόμβες» κατευθύνονται σε ειδικούς στόχους στα καρκινικά κύτταρα, αφήνοντας ανεπηρέαστα τα φυσιολογικά κύτταρα του οργανισμού. Μ’ αυτό τον τρόπο η θεραπεία γίνεται περισσότερο συγκεκριμένη, πιο ειδική και λιγότερο τοξική. Μια παραλλαγή της ανοσοθεραπείας είναι η χορήγηση ουσιών που διεγείρουν το ανοσοποιητικό σύστημα με ειδικές ανοσορρυθμιστικές ουσίες (Oh PJ et al., 2016).

Συνεχίζεται…

ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΑ ΑΓΧΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΝΟΥ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ (Μέρος Πρώτο)

Φυσική δραστηριότητα και επίπεδα άγχους και ύπνου σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού (Μέρος Δεύτερο)

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 

ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΑ ΑΓΧΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΝΟΥ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ 

Ανδριώτη Ανδρεάνα 

Κούλα Ανδρονίκη

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ