Στις 23 Απριλίου 1933 ένας τρομερός σεισμός κατέστρεψε την πόλη της Κω.
Οι νεκροί και οι τραυματίες από την καταστροφή ήταν αρκετοί και το υγειονομικό σύστημα του νησιού δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει σε όλο αυτό το έργο.
Το Ιπποκράτειο νοσοκομείο δεν επαρκούσε.
Η ιταλική διοίκηση κινητοποιήθηκε αμέσως και έστειλε βοήθεια σε φάρμακα, γιατρούς και στρατιώτες.
Συγχρόνως απέστειλε τους τραυματίες στα νοσοκομεία της Ρόδου και της Λέρου.
Ο στρατιωτικός γιατρός Mario Sangiovanni, που ασκούσε χρέη διευθυντή στο νοσοκομείο της Λέρου, μαζί με το γιατρό Εμμ. Αλεξιάδη και άνδρες της αεροπορίας καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του υγειονομικού υλικού που υπήρχε στο στρατιωτικό και το πολιτικό φαρμακείο της Λέρου, ήρθαν στην Κω στις 5 το απόγευμα της 23ης/4/33.
Στην Κω η κατάσταση ήταν τραγική.
Στο νοσοκομείο υπήρχαν τραυματίες στα κρεβάτια και στα ράντζα, ακόμη και έξω από το κτήριο.
Ο διευθυντής-γιατρός Antonio Brunetti ήταν σε απόγνωση στην προσπάθειά του να σώσει τις ζωές των τραυματιών.
Αμέσως δημιουργήθηκε ένα δεύτερο χειρουργικό κρεβάτι και άρχισε να δουλεύει.
Φώτα δεν υπήρχαν και χρησιμοποιούσαν λάμπες πετρελαίου. Ευτυχώς ως το βράδυ το ηλεκτρικό φως επανήλθε.
Το βράδυ έφθασε στην Κω και ο καθηγητής G. Gallina, διευθυντής νοσοκομείου της Ρόδου με βοήθεια και υλικό.
Συγχρόνως ήρθαν να βοηθήσουν όλοι οι Έλληνες γιατροί της Κω και των γύρω νησιών.
Το ίδιο βράδυ σε συνεργασία με τον καθηγητή G. Gallina αποφασίστηκε να μεταφερθούν στη Λέρο οι 50 ελαφρύτερα τραυματισμένοι και οι σοβαρά τραυματίες στο νοσοκομείο της Ρόδου.
Οι λόγοι αυτής της μεταφοράς ήταν η αδυναμία του νοσοκομείου της Κω να ανταπεξέλθει λόγω προσωπικού και χώρων,αλλά και οι κακές καιρικές συνθήκες (συνεχής βροχή και κρύο) καθώς και η έλλειψη τροφίμων.
Έτσι το ίδιο βράδυ αναχώρησε από την Κω η πρώτη αποστολή που υποδέχτηκε ο ανθυπίατρος Α. Tergilla και ο Λέριος γιατρός Γ. Μπουλαφέντης.
Οι γυναίκες τραυματίες μεταφέρθηκανστο αναρρωτήριο της αεροπορικής βάσης και οι άνδρες στο αναρρωτήριο της ναυτικήςβάσης.
Το πρωί της επομένης, στις 24 Απριλίου, μια δεύτερη αποστολή που συνόδευε ο γιατρός Εμμ. Αλεξιάδης έφθασε στη Λέρο.
Συνολικά μεταφέρθηκαν στη Λέρο 51 τραυματίες, 29 στο αναρρωτήριο της αεροπορίας και 22 στο νοσοκομείο του ναυτικού.
Ο γιατρός Εμμ. Αλεξιάδης βοήθησε με κάθε τρόπο, τόσο στη θεραπεία, όσο και στη μετάφραση. Γυναίκες εθελόντριες από τη Λέρο έκαναν τις νοσοκόμες.
Ακόμη και οι τρεις νοσοκόμοι του αναρρωτηρίου βοήθησαν, παρά τη μεγάλη επιδημία γρίπης που υπήρχε στο νησί.
Απεβίωσαν δύο, συνέπεια των τραυμάτων:
l) στις 28/4/1933 η ορθόδοξη Βλάχου Διονυσία του Γεωργίου, και
2) στις 6/5/1933 ο εβραίος Galanti Salomon του Bohor.
Στο νοσοκομείο της Ρόδου μεταφέρθηκαν 28 και απεβίωσε ένας στις 13/5/1933, ο Βραχνάς Σπύρος του Ιωάννη.
Στο νοσοκομείο της Κω έμειναν 15 τραυματίες.
Σύμφωνα με την καταγραφή, μέχρι τις 25 Απριλίου 1933, οι νεκροί από το σεισμό ανέρχονταν σε 130, από τους οποίους οι 100 ήταν ορθόδοξοι, οι 27 μουσουλμάνοι και οι 3 εβραίοι.
Στην καταγραφή της 5ης Μαΐου προστέθηκαν και άλλοι 7 ορθόδοξοι και 1 εβραίος, ανεβάζοντας το σύνολο σε 138.
Βέβαια ο ακριβής αριθμός παραμένει αδιευκρίνιστος, διότι και μετά από μήνες απεβίωσαν κάποιοι βαρειά τραυματίες.
Επίσης κατά την κατεδάφιση των κτηρίων σκοτώθηκε ένας εργάτης.
Η ιταλική διοίκηση δεν δέχθηκε τη βοήθεια από τους δωδεκανησιακούς συλλόγους εντός και εκτός Ελλάδας, επιτρέποντας μόνο σε ιταλικούς φορείς να προσφέρουν βοήθεια.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ, έκδοση Ιατρικού Συλλόγου Ρόδου, 2005.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΚΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ