Υπάρχει μια διδασκαλία που ονομάζεται ο δρόμος του μάγου”, είπε ο Μέρλιν. “Έχεις ακούσει ποτέ γι’ αυτήν;”
Ο μικρός Αρθούρος σήκωσε το κεφάλι του. Εδώ και ώρα προσπαθούσε να ανάψει φωτιά, μα δεν τα κατάφερνε. Εκείνα τα υγρά ανοιξιάτικα πρωινά στη Δυτική Χώρα δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση το άναμμα της φωτιάς.
“Όχι, ποτέ”, αποκρίθηκε ο Αρθούρος, αφού το σκέφτηκε για μια στιγμή. “Θες να πεις ότι οι μάγοι ακολουθούν άλλο δρόμο από εμάς;
“Όχι, τον ίδιο ακριβώς μ’ εμάς”, είπε ο Μέρλιν. Μ’ ένα κοφτό χτύπημα των δακτύλων του πυροδότησε το βρεγμένο προσάναμμα που είχε μαζέψει ο Αρθούρος, καθώς είχε κουραστεί να παρακολουθεί τις αδέξιες απόπειρες του αγοριού. Αμέσως ξεπήδησε μια φλόγα απ’ την εστία. Ο Μέρλιν άνοιξε ύστερα τις παλάμες του κι εμφάνισε εκ του μηδενός την τροφή τους: δυο γλυκοπατάτες και μια χούφτα άγρια μανιτάρια. “Αν θέλεις, τρύπησέ τα με ξυλάκια και μετά ψήσ’ τα.”
Ο Αρθούρος έγνεψε καταφατικά. Ήταν περίπου δέκα χρονών κι ο μόνος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ ήταν ο Μέρλιν. Βρισκόταν κοντά του, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Θα πρέπει να είχε μητέρα, αλλά δεν υπήρχε ούτε μια αμυδρή εικόνα της, καταγραμμένη στη μνήμη του.
Ο γέροντας με την πλούσια λευκή γενειάδα είχε διεκδικήσει το βασιλικό μωρό, λίγες μόνο ώρες αφότου γεννήθηκε.
“Είμαι ο τελευταίος θεματοφύλακας του δρόμου του μάγου”, είπε ο Μέρλιν. “Κι εσύ θα είσαι μάλλον ο τελευταίος άνθρωπος που τον διδάσκεται.” Βάζοντας τα αυτοσχέδια σουβλάκια στη φωτιά, το αγόρι κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του. Τα λόγια αυτά είχαν ξυπνήσει την περιέργειά του. Ο Μέρλιν, μάγος; Δεν του είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό. Οι δυο τους ζούσαν ολομόναχοι στο δάσος και την κρυστάλλινη σπηλιά. Η λάμψη της σπηλιάς φώτιζε τις νύχτες τους. Ο Αρθούρος είχε μάθει να κολυμπάει με το να μεταμορφώνεται σε ψάρι. Όταν πεινούσε, το φαγητό εμφανιζόταν μπροστά του ή του το πρόσφερε ο Μέρλιν. Κάπως έτσι δεν ζούσαν κι όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι;
“Σύντομα, βλέπεις, πρόκειται να φύγεις από ‘δω”, συνέχισε ο Μέρλιν. “Πρόσεχε μη σου πέσει η πατάτα στις στάχτες.” Του Αρθούρου, φυσικά, του είχε κιόλας πέσει. Επειδή ο Μέρλιν ζούσε προς τα πίσω μέσα στο χρόνο, οι προειδοποιήσεις του έφταναν αναπόφευκτα καθυστερημένες, αφότου είχε ήδη συμβεί κάποια μικρή καταστροφή. Το αγόρι σκούπισε την κάπνα από την πατάτα και την ξανάβαλε στο φτιαγμένο από ξύλο φλαμουριάς σουβλάκι.
“Δεν πειράζει”, είπε ο Μέρλιν. “Αυτή θα τη φας εσύ.”
“Τι εννοούσες, λέγοντας πως θα φύγω;” ρώτησε ο Αρθούρος. Ως τότε, είχε πάει μόνο μέχρι το κοντινό χωριό, τις σπάνιες φορές που ο Μέρλιν ήθελε να επισκεφθεί το παζάρι – ακόμα και σ’ εκείνες τις επισκέψεις, όμως, ο μάγος φρόντιζε να κρύβονται κάτω από βαριές κάπες και κουκούλες. Ωστόσο, το αγόρι διέθετε μεγάλη παρατηρητικότητα κι ό,τι είχε δει γύρω του τον είχε βάλει σε σκέψεις.
Ο Μέρλιν έριξε μια παράξενη, λοξή ματιά στο μαθητή του. “Σε στέλνω στο βαλτότοπο – στον κόσμο, όπως τον αποκαλούν οι θνητοί. Σε κράτησα μακριά απ’ το βάλτο όλ’ αυτά τα χρόνια, μαθαίνοντάς σου κάτι που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσεις.”
Σταμάτησε για να δώσει έμφαση κι ύστερα πρόσθεσε, “Τον δρόμο του μάγου”.
Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια, κανείς τους δεν ξαναμίλησε, όπως συχνά συμβαίνει ανάμεσα σε δύο συντρόφους που γνωρίζονται καλά. Γέρος και παιδί έπαιρναν τις ίδιες σχεδόν ανάσες κι έτσι ο Μέρλιν θα πρέπει να διαισθάνθηκε τις ανήσυχες σκέψεις του Αρθούρου, που πηγαινοέρχονταν στο μυαλό του σαν άγρια θηρία μέσα σε κλουβί.
Έφαγαν το γεύμα τους και ο μικρός πήγε να πλυθεί στην καταγάλανη λιμνούλα, λίγο πιο πέρα απ’ τη σπηλιά. ‘Όταν γύρισε, βρήκε τον Μέρλιν ξαπλωμένο στο αγαπημένο του βραχάκι, να λιάζεται (στην πραγματικότητα, μια και μοναδική ηλιαχτίδα είχε τρυπήσει τα πουπουλένια σύννεφα και διαπερνώντας τα φυλλώματα των δέντρων είχε έρθει να ακουμπήσει πάνω στα λευκά μαλλιά τού μάγου). Τα πρώτα λόγια που άρθρωσε το αγόρι ήταν: “Κι εσύ τι θ’ απογίνεις;”
“Εγώ; Μην έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου. Θα τα καταφέρω μια χαρά και χωρίς εσένα, ευχαριστώ”. Τη στιγμή που εκτόξευσε αυτή την κοφτή απάντηση, ο Μέρλιν ήξερε ήδη ότι είχε πληγώσει τον μικρό. Οι μάγοι, όμως, δύσκολα ζητούν συγγνώμη.
Ξαφνικά ένα όμορφο, μακρύ τόξο, φτιαγμένο από άσπρη στάχτη, εμφανίστηκε στο χώμα, πλάι στον Αρθούρο κι εκείνος το πήρε ανυπόμονα κι έπιασε να το τεντώνει. Ήξερε ότι στον μυστικό τους κώδικα, αυτός ήταν ο τρόπος απολογίας του γέροντα.
“Δεν ανησυχώ για τον εαυτό μου”, συνέχισε ο Μέρλιν, “αλλά για την απώλεια της γνώσης. Όπως σου είπα και προηγουμένως, ίσως να είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που διδάσκεται το δρόμο του Μάγου”.
“Τότε θα κάνω τα πάντα για να μη χαθεί αυτός ο δρόμος”, υποσχέθηκε ο Αρθούρος.
Ο Μέρλιν έγνεψε καταφατικά. Δεν ξαναμίλησε για το δρόμο του μάγου ούτε εκείνη τη μέρα, ούτε για πολλές άλλες που ακολούθησαν. Ένα πρωί, όμως, του Ιουνίου, ο Αρθούρος ξύπνησε κι ανακάλυψε ότι το στρώμα του από πευκοβελόνες είχε καλυφθεί με χιόνι. Ανασηκώθηκε μ’ ένα ρίγος κι ένα σύννεφο λευκών νιφάδων σκορπίστηκε στον αέρα, καθώς τίναζε την κουβέρτα του από δέρμα ελαφιού.
“Νόμιζα ότι αυτό το κάνεις μονάχα το Δεκέμβριο”, είπε στον Μέρλιν, αλλά εκείνος δεν απάντησε. Έστεκε ακίνητος στη μέση του χιονιού που σκέπαζε τον καταυλισμό τους. Μπροστά του είχε εμφανιστεί ως διά μαγείας ένα μεγάλο λιθάρι, απ’ όπου προεξείχε ένα σπαθί. Παρά την παγωνιά, η πέτρα δεν είχε πάνω της ίχνος χιονιού και η λάμα του σπαθιού υψωνόταν στον αέρα – ενάμισι μέτρο γυαλιστερού, σφυρήλατου, δαμασκηνού ατσαλιού.
“Τι είναι αυτό;” ρώτησε ο Αρθούρος. Η εικόνα που αντίκριζε τον είχε βαθιά συνταράξει, χωρίς να ξέρει, όμως, το γιατί.
“Τίποτε”, αποκρίθηκε ο Μέρλιν. “Απλώς, να το θυμάσαι.”
Την επόμενη κιόλας στιγμή, ο βράχος και το σπαθί άρχισαν να ξεθωριάζουν κι ώσπου να γυρίσει ο Αρθούρος από το πρωινό του νίψιμο, το ξέφωτο του Μέρλιν ήταν πάλι ζεστό, όλες οι νιφάδες του χιονιού είχαν λιώσει στον καλοκαιρινό ήλιο και ο βράχος είχε εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Το αγόρι βούρκωσε, γιατί ήξερε ότι η οπτασία ήταν μια κίνηση αποχαιρετισμού εκ μέρους του Μέρλιν – ένα αντίο και μια υπενθύμιση.
Τα όσα συνέβησαν στον Αρθούρο από τη στιγμή που έκανε την είσοδό του στον κόσμο έχουν γίνει πια θρύλος. Τελικά, ένα Χριστουγεννιάτικο, χιονισμένο πρωινό, βρέθηκε στο Λονδίνο, έξω απ’ τον καθεδρικό ναό, όπου είχε μυστηριωδώς επανεμφανιστεί το σπαθί μες στο βράχο. Προς μεγάλη έκπληξη του πλήθους που έβγαινε από την εκκλησία, ο Αρθούρος τράβηξε το σπαθί απ’ την πέτρα και διεκδίκησε το δικαίωμά του στο θρόνο. Έδωσε σκληρές, ηρωικές μάχες για να εξολοθρεύσει τις ορδές των αντιπάλων του που εποφθαλμιούσαν το στέμμα κι ύστερα έκανε το Κάμελοτ έδρα του βασιλείου του. Την κάθε μέρα τη ζούσε σύμφωνα με το δρόμο του μάγου. Όταν πέθανε, πέρασε στην ιστορία. Οι επόμενες γενιές έμειναν να αναρωτιούνται τι είχε διδάξει ο Μέρλιν στο μαθητή του όλα εκείνα τα χρόνια μέσα στο δάσος, προτού ο Αρθούρος πλησιάσει το βράχο και αδράξει το πεπρωμένο από τη διαμαντένια του λαβή.
Από την ώρα που έπεσε το Κάμελοτ, ο κόσμος του Αρθούρου δεν άργησε να γκρεμιστεί. Ο τόπος περιέπεσε στα νύχια της διχόνοιας και της άγνοιας κι ο Μέρλιν ήταν πράγματι ο τελευταίος του είδους του, όπως το είχε προβλέψει. Ύστερα απ’ αυτόν, δεν εμφανίζονται άλλοι μάγοι στην ιστορία της Δύσης.
Ο Μέρλιν, όμως, δεν πίστευε ποτέ ότι ο δρόμος του μάγου εξαρτιόταν από τον ρου της ιστορίας. “Αυτό που γνωρίζω, υπάρχει στον αέρα”, συνήθιζε να λέει. “Πάρε βαθιά αναπνοή και θα το βρεις.” Οι μάγοι ήξεραν πράγματα αιώνια, συνεπώς η αποθήκη των γνώσεών τους θα πρέπει να βρίσκεται εκτός του χρόνου. Το μονοπάτι είναι ανοιχτό. Αρχίζει από παντού και δεν οδηγεί πουθενά – κι όμως, οδηγεί στο σωστό μέρος. Όλο αυτό το νήμα ξετυλίγεται, καθώς ακούμε τον Μέρλιν να μιλάει.
1ο Μάθημα
Υπάρχει ένας μάγος μέσα σε όλους μας.
Αυτός ο μάγος βλέπει και γνωρίζει τα πάντα.
Ο μάγος είναι υπεράνω αντιθέτων, όπως το φως και το σκοτάδι, το καλό και το κακό, η ευχαρίστηση κι ο πόνος.
Η φύση αντικατοπτρίζει τις διαθέσεις του μάγου.
Το σώμα και ο νους μπορεί να κοιμούνται, αλλά ο μάγος πάντοτε επαγρυπνεί.
Ο μάγος κατέχει το μυστικό της αθανασίας.
“Ορίστε”, είπε μια μέρα ο Μέρλιν κι έσπρωξε μια γαβάθα με σούπα προς το μέρος του μικρού Αρθούρου. “Δοκίμασε.”
Εκείνος δοκίμασε διστακτικά. Ήταν ένας νοστιμότατος ζωμός από ζαρκάδι και αγριόριζες, που παρασκεύασε μυστηριωδώς ο Μέρλιν, όταν ο Αρθούρος είχε την πλάτη του γυρισμένη. Η σούπα ήταν τόσο γευστική, που ο μικρός βιάστηκε να βυθίσει ξανά το κουτάλι του στο πιάτο, όμως, ο Μέρλιν του άρπαξε απ’ τα χέρια τη γαβάθα.
“Περίμενε, θέλω κι άλλο”, μουρμούρισε το αγόρι, μπουκωμένο ακόμα. Ο γέροντας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Όλη η ουσία του γεύματος βρίσκεται στην πρώτη κουταλιά”, τον προειδοποίησε.
Στην αρχή, ο Αρθούρος ένιωσε την απογοήτευση να τον πνίγει, μετά, όμως, παρατήρησε ότι αισθανόταν εξίσου χορτασμένος σαν να είχε φάει ολόκληρο το πιάτο του. Αργότερα, ενώ λαγοκοιμόταν κάτω από ένα δέντρο, ο Μέρλιν τον πλησίασε αθόρυβα κι ακούμπησε πλάι του μια μεγάλη γαβάθα γεμάτη σούπα. Καθώς απομακρυνόταν, ο μάγος ψιθύρισε,, “Ένα να θυμάσαι: τι αξία θα είχαν όλα αυτά τα χρόνια στο σχολειό της μαγείας, αν δεν μπορούσα να σου δείξω τα πάντα απ’ το πρώτο κιόλας μάθημα;”
ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
Απαιτείται μια ολόκληρη ζωή για να μάθει κανείς τις διδαχές του μάγου, αλλά όλες οι γνώσεις που πρόκειται να ξεδιπλωθούν μπροστά του κατά τη διάρκεια χρόνων και δεκαετιών περικλείονται ήδη στο πρώτο μάθημα του Μέρλιν. Εδώ, ο μάγος μάς συστήνεται. Περιγράφει τον βασικό σκοπό του στη ζωή, που είναι η επίλυση των μεγάλων γρίφων της θνητότητας και της αθανασίας. Κι αυτό συμβαίνει μ’ ένα μαγικό τρόπο. Πρώτα απ’ όλα, ο Μέρλιν δεν έχει στ’ αλήθεια ανθρώπινη μορφή. Η υλική υπόσταση των πραγμάτων δεν τον ενδιαφέρει. Έχει δει κόσμους να έρχονται και να φεύγουν, έχει επιβιώσει ταραγμένων αιώνων και η αντίδρασή του στα πάντα είναι η ίδια: παρατηρεί. Οι μάγοι είναι παρατηρητές. Τι βλέπουν; Την πραγματικότητα σαν σύνολο κι όχι σαν πολλά μικρά κομμάτια.
“Πάντοτε ήσουν μάγος;” ρώτησε ο μικρός Αρθούρος.
“Πώς θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο;” αποκρίθηκε ο Μέρλιν. “Κάποτε τριγυρνούσα όπως εσύ κι όταν κοιτούσα έναν άνθρωπο, το μόνο που έβλεπα ήταν μια μορφή από σάρκα και οστά. Μετά από λίγο καιρό, όμως, παρατήρησα ότι ένας άνθρωπος ζει σ’ ένα σπίτι που αποτελεί προέκταση του σώματος του – οι δυστυχισμένος άνθρωποι, που έχουν μπερδεμένα συναισθήματα μένουν σε ακατάστατα σπίτια. Στα σπίτια των ευτυχισμένων και ικανοποιημένων, επικρατεί η τάξη. Ήταν μια απλή διαπίστωση που με οδήγησε στο εξής συμπέρασμα: Όταν βλέπω ένα σπίτι, στην πραγματικότητα μαθαίνω κάτι παραπάνω για τον ιδιοκτήτη του.
Ύστερα, άρχισε να διευρύνεται το οπτικό μου πεδίο. Βλέποντας, για παράδειγμα, μια γυναίκα, δεν μπορούσα να μη δω τους συγγενείς και τους φίλους της. Ήταν κι αυτοί προεκτάσεις της συγκεκριμένης γυναίκας, που μου αποκάλυπταν πολλά για την αληθινή της φύση. Και η διεύρυνση του πεδίου μου συνεχιζόταν. Διέκρινα πια πίσω από τη μάσκα της εξωτερικής όψης. Έβλεπα τα συναισθήματα, τις επιθυμίες, τους φόβους, τις ελπίδες και τα όνειρα.
Κι αυτά αποτελούν κομμάτια ενός ανθρώπου, αν διαθέτεις τα μάτια για να τα δεις.
Άρχισα να εξετάζω την ενέργεια που το κάθε άτομο εκπέμπει. Στο μεταξύ, η φυσική διάταξη οστών και σάρκας είχε χάσει σχεδόν σημασία της και σύντομα αντίκριζα χίλιους δυο κόσμους πίσω ΑΠΟ το πρόσωπο κάθε ανθρώπου που συναντούσα. Συνειδητοποίησα ότι κάθε ζωντανό ον είναι ολόκληρο το σύμπαν, με διαφορετικό, απλώς, προσωπείο”. “Πώς γίνεται αυτό;” ρώτησε ο Αρθούρος. Θα ‘ρθει μια μέρα, που θα καταλάβεις ότι όλη η πλάση βρίσκεται εντός σου και τότε θα έχεις γίνει μάγος. Όταν είσαι μάγος, δεν ζεις μέσα στον κόσμο – ο κόσμος ζει μέσα σου. Όπου κι αν βρισκόταν ο μάγος στο πέρασμα των αιώνων – σε απόμακρα δάση ή σπηλιές, σε πύργους ή ναούς – οι θνητοί τον αναζητούσαν. Άλλωστε κρυβόταν πίσω από διάφορες ιδιότητες: φιλόσοφος, θαυματοποιός, μάντης, σαμάνος, γκουρού. Πες μας γιατί υποφέρουμε. Πες μας γιατί πρέπει να γερνάμε και να πεθαίνουμε. Πες μας γιατί είμαστε τόσο ανίκανοι να γίνουμε ευτυχισμένοι’ μόνο σ’ ένα μάγο μπορούσαν οι θνητοί να μεταθέσουν το βάρος τόσων δύσκολων ερωτήσεων.
“Αφού άκουγαν προσεκτικά, οι μάγοι, δάσκαλοι ή γκουρού, απαντούσαν όλοι το ίδιο πράγμα: Μπορώ να διαλύσω όλο αυτό τον πόνο και την αυταπάτη αν κι εσείς κατανοήσετε ένα πράγμα – ότι βρίσκομαι μέσα σας. Αυτός ο άνθρωπος, στον οποίο τώρα απευθύνεστε, δεν είναι άλλος από σας. Εγώ κι εσείς είμαστε ένα κι εφόσον είμαστε ένα, κανένα από τα προβλήματά σας δεν υφίσταται. ‘Όταν ο Αρθούρος παραπονέθηκε πως ο Μέρλιν τον κρατούσε τόσο καιρό στο δάσος, μακριά απ’ τον κόσμο, ο γέροντας ξεφύσησε θυμωμένος. “Ο κόσμος;” είπε περιφρονητικά. “Πώς νομίζεις ότι ζουν εκείνοι οι άνθρωποι που είδες στο χωριό; Ανησυχούν διαρκώς για τη χαρά και τον πόνο, επιζητώντας την πρώτη και αποφεύγοντας απεγνωσμένα τον δεύτερο. Ενώ είναι ζωντανοί, χαραμίζουν τη ζωή τους με τον τρόμο του θανάτου. Τους βασανίζει η αγωνία αν θα άνουν πλούσιοι ή φτωχοί, δίνοντας τροφή στους βαθύτερους φόβους τους.”
Ευτυχώς, ο μάγος μέσα μας δεν ταλαιπωρείται από τέτοιες αγωνίες. Επειδή διακρίνει την αλήθεια, αγνοεί το ψέμα: το παιχνίδι των αντιθέτων – ευχαρίστηση – πόνος, πλούτος- φτώχια, καλό- κακό -παύει να φαντάζει αληθινό, απ’ τη στιγμή που αποκτούμε το ευρύτερο οπτικό πεδίο του μάγου. Ωστόσο, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αυτό το καθημερινό δράμα είναι πέρα για πέρα πραγματικό για τους κοινούς θνητούς. Η επιφάνεια της ζωής είναι η ζωή, αν εμπιστεύεται κανείς μόνο τις αισθήσεις του, τα όσα ακούει ή βλέπει.
Οι θνητοί μεταμορφώθηκαν σε μάγους, ώστε να κατανοήσουν αυτή την εμμονή με την εξωτερική όψη των πραγμάτων, καθώς κι αυτή την σφοδρή ανάγκη για κάποιο νόημα. Θα πρέπει να υπάρχει κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ζούμε, συλλογίζονταν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς θα μπορούσε να είναι αυτό το κάτι. “Αφιέρωσε τους στοχασμούς σου όχι στο τι βλέπεις, αλλά στο γιατί το βλέπεις”, συμβούλευσε ο Μέρλιν τον Αρθούρο.
Το πρώτο μάθημα, λοιπόν, διδάσκει τα εξής: κοιτάξτε πέρα από τα όρια του εγώ, ώστε να αντικρίσετε τον απεριόριστο εαυτό σας. Πετάξτε τη μάσκα της θνητότητας και βρείτε το μάγο. Βρίσκεται μέσα σας και μονάχα εκεί. Μόλις τον ανακαλύψετε, θα γίνετε κι εσείς παρατηρητής. Οι εικόνες που θα δείτε, όμως, χρειάζονται το χρόνο τους για να εμφανιστούν. Των οραμάτων προηγείται η αίσθηση ότι υπάρχουν περισσότερα πράγματα στη ζωή απ’ αυτά που ζείτε. Είναι σαν μία αδύναμη φωνή που -ψιθυρίζει: “Έλα να με βρεις”. Η φωνή αυτή είναι γαλήνια, ατάραχη, ικανοποιημένη – και άπιαστη. Είναι η φωνή του μάγου, αλλά ταυτόχρονα και η δική σας.
ΒΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
Η διδασκαλία του Μέρλιν είναι μια διεργασία λεπτή, σαν το νερό που ποτίζει σε βάθος το χώμα. Το νερό που αναβλύζει σήμερα απ’ τη γη είναι η βροχή που έπεσε εδώ και χιλιάδες, ίσως κι εκατομμύρια χρόνια πριν. Κανείς δεν γνωρίζει πολλά για τη ζωή αυτού του κρυφού νερού, για το πού πηγαίνει και το τι του συμβαίνει ανάμεσα στις βαθιά κρυμμένες πέτρες. Μια μέρα, όμως, απελευθερωμένο από τη βαρύτητα, βγαίνει απ’ το σκοτάδι και ως διά μαγείας ξεπηδάει γάργαρο και φρέσκο στην επιφάνεια.
Το ίδιο ισχύει και με τον Μέρλιν. Αν καθίσετε ήσυχα κι αφουγκραστείτε για λίγα λεπτά τη σιωπή, θα αρχίσετε να ακούτε τα λόγια του. Όταν αυτό συμβεί, επιτρέψτε στη σοφία να δράσει. Μην περιμένετε ανυπόμονα κάποιο αποτέλεσμα, να είστε, όμως, έτοιμοι για οτιδήποτε συμβεί. Ό,τι κι αν συμβεί θα ‘ναι καλό.
Αυτό το πρώτο μάθημα αναφέρεται στην ανεύρεση του μάγου και στην κατανόηση της οπτικής του γωνίας, που είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που υιοθετούν είτε ο νους είτε τα συναισθήματά μας. Στα συναισθήματα υπάρχει η αίσθηση και η αντίδραση. Είναι άμεσα σαν τα πλοκάμια της θαλάσσιας ανεμώνης, που συσπώνται στο παραμικρό ερέθισμα. Ο πόνος προξενεί συναισθηματική σύσπαση – η ευχαρίστηση δημιουργεί αισθήματα επέκτασης κι απελευθέρωσης.
Ο νους, από την άλλη πλευρά, δουλεύει πολύ πιο αργά. Διατηρεί ένα τεράστιο αρχείο από μνήμες, το οποίο ξεφυλλίζει ασταμάτητα. Συγκρίνει την καινούργια εμπειρία με την παλιά κι αποφαίνεται: αυτό είναι καλό, αυτό είναι κακό, αυτό αξίζει να το επαναλάβω, αυτό όχι. Τα συναισθήματα, λοιπόν, απαντούν άμεσα, χωρίς σκέψη σε κάθε κατάσταση, όπως το μωρό που αυτόματα χαμογελάει ή βάζει τα κλάματα. Ο νους συμβουλεύεται πρώτα την τράπεζα πληροφοριών του και έχει μια καθυστερημένη αντίδραση.
Ο μάγος δεν έχει καμιά απ’ αυτές τις αντιδράσεις, είτε άμεσες είτε καθυστερημένες – ο Μέρλιν απλούστατα είναι. Παρατηρεί τον κόσμο και του επιτρέπει να είναι ό,τι είναι. Δεν πρόκειται, όμως, για μια παθητική στάση. Η βάση όλων των πραγμάτων στον κόσμο του μάγου έγκειται στην επίγνωση πως, ‘’Όλα αυτά είμαι εγώ”. Δεχόμενος, λοιπόν, τον κόσμο όπως είναι, ο μάγος αντικρίζει τα πάντα κάτω απ’ το φως της αυτοαποδοχής, που είναι το φως της αγάπης.
Μοιάζει παράξενο που ο μάγος προσφέρει τον ορισμό της αγάπης μέσα στο περιτύλιγμα της σιωπής. Στα πλαίσια των συναισθημάτων, η αγάπη είναι ένας χείμαρρος, μία εξαιρετικά έντονη έλξη προς κάποιο ισχυρό ερέθισμα. Ο νους έχει τους δικούς του τρόπους, αλλά αυτοί δεν είναι πολύ διαφορετικοί: ο νους αγαπά οποιαδήποτε επανάληψη μιας ευχάριστης εμπειρίας του παρελθόντος. “Αυτό το αγαπώ” σημαίνει “αγαπώ να επαναλαμβάνω κάτι που με είχε κάνει άλλοτε να νιώσω τόσο καλά”. Συνεπώς, και ο νους και τα συναισθήματα είναι εκλεκτικά. Η διαδικασία της επιλογής δεν είναι κάτι κακό, αλλά απαιτεί προσπάθεια. Αν και όλοι έχουμε διδαχτεί ότι αξίζει να προσπαθείς, ότι τίποτε δεν κερδίζεται χωρίς κόπο, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η κατάσταση του είναι δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της προσπάθειας – το ίδιο και η αγάπη.
Σ’ ένα λεπτότερο επίπεδο, η επιλογή περικλείει την απόρριψη. Ο νους εστιάζει σ’ ένα σημείο κάθε φορά. Λέγοντας “αυτό μου αρέσει”, απορρίπτουμε άμεσα όλες τις άλλες επιλογές. Όσα απορρίπτουμε έχουν την τάση να χρωματίζονται από φόβο. Ο νους και τα συναισθήματα δεν αντιμετωπίζουν με ουδετερότητα τον πόνο – τον φοβούνται και τον απορρίπτουν. Με αυτή τη συνήθεια του ξεδιαλέγματος και της επιλογής καταλήγουμε να ξοδεύουμε πολλή ενέργεια, γιατί ο νους βρίσκεται σε διαρκή δραστηριότητα, προσέχοντας ώστε να μην επαναληφθούν η δυστυχία, η απογοήτευση, η μοναξιά και πολλές άλλες οδυνηρές εμπειρίες. Που να μείνει χώρος για τη σιωπή;
Δίχως τη σιωπή δεν υπάρχει χώρος για το μάγο. Δίχως τη σιωπή δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε πραγματικά τη ζωή, που το εσωτερικό υλικό της είναι εξίσου ντελικάτο με το μπουμπούκι ενός τριαντάφυλλου. Όταν οι κοινοί θνητοί πήγαιναν να ζητήσουν τη συμβουλή των μάγων, το έκαναν επειδή είχαν διαπιστώσει πως οι άνθρωποι αυτοί δεν ζουν μέσα στο φόβο. Ό,τι συμβαίνει σ’ ένα μάγο, εκείνος το υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες. “Πώς γίνεται να είσαι τόσο γαλήνιος;” ρωτούσαν οι θνητοί. Και η απάντηση του μάγου ήταν: “Κοιτάξτε μέσα σας, εκεί όπου υπάρχει μόνο γαλήνη”.
Το πρώτο λοιπόν βήμα εισόδου στον κόσμο του Μέρλιν είναι να αναγνωρίσουμε την ύπαρξή του – αυτό αρκεί. Καθώς διαβάζετε αυτό το μάθημα, ο νους σας μπορεί να επαναστατήσει, αρνούμενος σθεναρά ακόμα και την ιδέα ότι υπάρχει μια άλλη έγκυρη αντίληψη των πραγμάτων, διαφορετική απ’ τη δική του. Τα συναισθήματά σας ίσως συμμετάσχουν στο κύμα δυσπιστίας, άγχους, πλήξης, σκεπτικισμού, περιφρόνησης – κι ό,τι άλλο μπορεί να προκύψει μέσα σας. Μην αντισταθείτε σ’ αυτά τα συναισθήματα. Δεν είναι παρά οι παλιές σας συνήθειες του ξεδιαλέγματος και της επιλογής. Ο νους σας αυτοεπιβεβαιώνεται μέσω της απόρριψης. Χρόνια τώρα σας υπηρετούσε πιστά, κρατώντας σε ασφαλή απόσταση όλα τα δυσάρεστα πράγματα. Το ερώτημα είναι αν φέρνει αποτελέσματα η τακτική του. Ο νους μπορεί να καταφέρνει να σας κάνει έξυπνους, αλλά δεν έχει τα προσόντα να σας χαρίσει την ευτυχία, την ολοκλήρωση, την εσωτερική γαλήνη.
Ο Μέρλιν δεν διαπληκτίζεται με το νου. Όλες οι διαμάχες προ-καλούνται από τη σκέψη και ο μάγος δεν σκέφτεται. Βλέπει. Αυτό είναι το κλειδί της πόρτας των θαυμάτων, γιατί ό,τι βλέπετε στον κόσμο εντός σας, θα το αναπαράγετε στον εξωτερικό κόσμο. Εξοικειωθείτε μ’ αυτό το πρώτο μάθημα, αφήστε το νερό της σοφίας να αρχίσει να ποτίζει τα κρυφά ρυάκια της ύπαρξής σας, ακούστε τη φωνή. Ο μάγος βρίσκεται μέσα σας και ζητά ένα μόνο πράγμα: να γεννηθεί.
Απόσπασμα από το βιβλίο του DEEPAK CHOPRA , «Είκοσι Πνευματικά Μαθήματα για τη Δημιουργία της Ζωής που Επιθυμείτε. –Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ.» εκδ. Π.Ασημάκης
7omokentroikykloiautognosias
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ