Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » Τα άρθρα του Διασώστη » ΙΑΤΡΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ, ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ (Μέρος Έκτο)

ΙΑΤΡΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ, ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ (Μέρος Έκτο)

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ  

Το ιατρικό σφάλμα έχει συνέπεια ποινικές, αστικές και πειθαρχικές ευθύνες του ιατρού.

Οι αστικές ευθύνες κατά κανόνα υποχρεώνουν τον ιατρό σε καταβολή αποζημίωσης ενώ οι ποινικές ευθύνες οδηγούν σε καταδίκη του ιατρού σε ποινή.

Οι ποινικές ευθύνες είναι πιο «στιγματιστικές» αφού ενδεχόμενη καταδίκη αναγράφεται στο ποινικό μητρώο και ακολουθεί με αρνητικές συνέπειες τον ιατρό σε όλη την περαιτέρω σταδιοδρομία του.

Και η ίδια η ποινική διαδικασία είναι κοινωνικά στιγματιστική και ψυχολογικά ιδιαίτερα επιβαρυντική για τον ιατρό. Συνήθως οι ιατροί καταδικάζονται από ποινικής πλευράς για ανθρωποκτονία από αμέλεια ή για σωματική βλάβη από αμέλεια.

Ποινικές ευθύνες δημιουργούνται από παράβαση απολύτως συγκεκριμένων σαφών διατάξεων που έχουν ποινικό χαρακτήρα

Η πρώτη αναφορά στην ιατρική ευθύνη στην Ελληνική Νομολογία έγινε κατά την αγόρευση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δ. Τζιβανόπουλου, με την οποία εκδόθηκε η 56/1903 απόφαση.

Στην αγόρευση αυτή ο εισαγγελέας κατέληξε με τη φράση του Βασιλιά της Κύπρου Νικοκλέους (4ος π.Χ. αιώνας): «Ό ήλιος φωτίζει τις επιτυχίες των γιατρών η δε γη συγκαλύπτει τα σφάλματα τους».

Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί στη νομική επιστήμη σχετικά με το πρόβλημα της ποινικοποίησης των ιατρικών πράξεων μπορούν να καταταγούν σε τρεις κατηγορίες.

Κατ” αρχήν, για ορισμένους νομικούς, οι ιατρικές πράξεις πληρούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης, κατά τα άρθρα 308-311 Π.Κ., ακόμη και όταν είναι απόλυτα ενδεδειγμένες, διεξάγονται σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και πράξης και είναι επιτυχημένες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα, οι έννοιες του “ασθενούς” και του “ιατρού” στο Ελληνικό Δίκαιο και ειδικότερα στον Ποινικό Κώδικα αποδίδονται αντίστοιχα με τους νομικούς όρους του “παθόντος” και του “δράστη”.

Το χαρακτήρα της ιατρικής πράξεως ως σωματικής βλάβης αποδέχεται και η νομολογία του Γερμανικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Η άποψη αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδιέξοδο, λόγω της αδιάκριτης τιμωρίας του ιατρού γι’ αυτό και αναζητήθηκαν λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της ιατρικής πράξης.

Έτσι, το ατιμώρητο των ιατρικών επεμβάσεων θεμελιώνεται:                                             
– στη συναίνεση του ασθενούς
– στην κατάσταση ανάγκης
– στην εκτέλεση του ιατρικού καθήκοντος
– στην εξυπηρέτηση του αληθούς συμφέροντος του ασθενούς
– στο κοινωνικά πρόσφορο των ιατρικών πράξεων
– στη νομιμότητα του επιδιωκομένου με την ιατρική πράξη σκοπού

Για την απλή σωματική βλάβη προσφέρεται η συναίνεση του “παθόντος”, με εφαρμογή του αρθ. 308, παρ.2 του Π.Κ., καλύπτοντας έτσι ορισμένες ελάσσονες επεμβάσεις όπως η μετάγγιση αίματος, η χορήγηση ορών, κ.λπ.

Παραμένουν όμως ακάλυπτες οι σοβαρές επεμβάσεις οι οποίες συνιστούν την επικίνδυνη, τη βαριά και τη θανατηφόρο επέμβαση.

Μια δεύτερη άποψη δέχεται ότι μόνο οι αποτυχημένες ιατρικές πράξεις πληρούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης.

Θεωρείται, δηλαδή, ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί σωματική βλάβη μια συμπεριφορά που αποκαθιστά ή βελτιώνει την υγεία του ασθενούς. Άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν την άποψη ότι η ενδεδειγμένη και επιτυχής ιατρική επέμβαση ακόμη και αν πρόκειται για αυτόγνωμη ιατρική πράξη δεν πληροί καν την αντικειμενική υπόσταση της σωματικής βλάβης.

Εφόσον θεωρηθεί ότι νομικό αντικείμενο είναι η ανθρώπινη υγεία, συνάγεται ότι η ενδεδειγμένη θεραπευτική επέμβαση με αίσιο αποτέλεσμα είναι εξ υπαρχής εννοιολογικώς αδιανόητο να στοιχειοθετεί σωματική βλάβη (Γνωμ. Εισαγγ. ΑΠ., 24/69, Βούλ.Πλημ. Θεσ/κης 161/70).

Τα ποινικά αδικήματα στα οποία μπορεί να υποπέσει ο ιατρός κατά την εξάσκηση του λειτουργήματος του κατατάσσονται σε εγκλήματα από πρόθεση και σε εγκλήματα από αμέλεια.

Στην πρώτη περίπτωση υπάγονται τα αδικήματα στα οποία η συμπεριφορά του γιατρού χαρακτηρίζεται από δόλο.

Η άμβλωση, 304 Π.Κ., η ευθανασία-ανθρωποκτονία εν συναινέσει 300 Π.Κ., η σωματική βλάβη από πρόθεση 308 Π. Κ. κ.λπ. αποτελούν ενδεικτικές περιπτώσεις που ο ιατρός ενεργεί από πρόθεση.

Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι τα πιο πάνω εγκλήματα εκ προθέσεως είναι αριθμητικά ασήμαντα ή μηδαμινά σε σχέση με το μεγάλο αριθμό των διενέξεων που καθημερινά δημιουργούνται κατά την άσκηση της ιατρικής και που στο σύνολο τους αφορούν αμέλεια οποιασδήποτε μορφής.

Στα εγκλήματα από αμέλεια κατατάσσονται:

– η ανθρωποκτονία εξ αμελείας, (302 Π.Κ.) όταν ο ιατρός προκάλεσε με την πλημμελή αντιμετώπιση του ασθενούς το θάνατο του τελευταίου
– η σωματική βλάβη από αμέλεια, όταν ο ιατρός γίνεται πρόξενος παραμορφώσεως, αναπηρίας ή ακρωτηριασμού
– η παράλειψη λήψης συναίνεσης
– λοιπές περιπτώσεις που ρυθμίζονται από τον Π.Κ., όπως παράβαση του απορρήτου (371 Π. Κ.), μη δήλωση μολυσματικών νοσημάτων κ.λπ.

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ 

Ο ιατρός έχει αστική ευθύνη όταν παραβιάζονται διατάξεις του Αστικού Κώδικα και στις περιπτώσεις αυτές οι ιατροί είναι υποχρεωμένοι να αποζημιώσουν το θιγόμενο πρόσωπο.

α. Συμβατική ευθύνη. 

Ο ιατρός έχει πρώτον ευθύνη συμβατική. Μεταξύ αυτού και του ασθενούς συνάπτεται μια σύμβαση, η ατελής ή κακή εκτέλεση της οποίας γεννά την υποχρέωση προς αποζημίωση.

Οι συμβάσεις βέβαια στο σύνολό τους είναι δυνατόν να καλύπτουν πολλά είδη συμφωνιών, τις ιατρικές όμως περιπτώσεις ενδιαφέρουν κυρίως δύο κατηγορίες, η σύμβαση ως μίσθωση εργασίας και η σύμβαση έργου.

Η πρώτη περίπτωση αφορά σύμβαση με την οποία οι ιατρικές υπηρεσίες προσφέρονται για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα αντί συμφωνηθέντος μισθού. Η περίπτωση αυτή αφορά κυρίως έμμισθους ιατρούς Δημοσίων ή Ιδιωτικών Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων.

Μεγαλύτερο νομικό ενδιαφέρον έχουν οι συμβάσεις μεταξύ ιατρού και ασθενούς κατά τις οποίες ζητείται η συνδρομή του ιατρού για τη διάγνωση και τη θεραπεία κάποιας συγκεκριμένης παθολογικής καταστάσεως. Η σύμβαση που έχει αυτό το περιεχόμενο χαρακτηρίζεται ως σύμβαση έργου και υπόκειται στις ανάλογες διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

Κύριο περιεχόμενο της σύμβασης μεταξύ ιατρού και ασθενούς αποτελεί η υποχρέωση του ιατρού να παρέχει την πλήρη επιστημονική του συνδρομή. Ο ιατρός αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει τις φροντίδες του, όπως αυτές ορίσθηκαν στον ΑΝ. 1565, χωρίς η υποχρέωση αυτή να επεκτείνεται απαραίτητα και στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Ο γιατρός δεν είναι συμβατικά υποχρεωμένος να φέρει ένα θετικό αποτέλεσμα αλλά απλώς να παράσχει με κάθε επιμέλεια τις φροντίδες του για να το επιτύχει.

Ανεξάρτητα από τη μια ή την άλλη μορφή της η ιατρική σύμβαση έχει ως νόμιμα επακόλουθα τόσο την καταγγελία της σύμβασης και από τα δύο μέρη (Άρθρο 676 Α.Κ.) όσο και τη δυνατότητα απαίτησης αποζημίωσης αν η εκτέλεση της συμβάσεως δεν ακολουθήσει ή δεν γίνει με τον προσήκοντα τρόπο.

Πρέπει εδώ να διευκρινισθεί ότι η ελευθερία του ιατρού στη μονομερή παύση της παροχής υπηρεσιών του είναι περισσότερο περιορισμένη από την αντίστοιχη του ασθενούς ή των οικείων του. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η καταγγελία της σύμβασης από μέρους του ιατρού είναι αδύνατη αν δεν υπάρχει δυνατότητα αντικατάστασης του ή αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες διατρέχει κίνδυνο η ζωή του ασθενούς.

β. Ευθύνη από αδικοπραξία. 

Το Άρθρο 914 Α.Κ. που καθιερώνει την αδικοπρακτική ευθύνη ορίζει “ότι ο παρά τον νόμον ζημιώσας υπαιτίως υποχρεούται εις αποζημίωσιν”.

Σύμφωνα με τη διατύπωση αυτή παρέχεται ένα ευρύ πεδίο εφαρμογής στα πολυάριθμα και ποικίλα περιστατικά του ιατρικού χώρου.

Για να στοιχειοθετηθεί ιατρική αστική ευθύνη “εξ αδικήματος” πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες κατά την πάγια νομολογία είναι:

1. Βλάβη του ασθενούς -Ζημία του ενάγοντος. 

Η βλάβη αυτή διακρίνεται, ανάλογα με τα έννομα αγαθά που έχουν θιγεί, σε βλάβη της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας κ.λπ.

2. Πράξη ή παράλειψη του ιατρού (Παράνομη συμπεριφορά). 

Εδώ βέβαια, η απόδοση ευθύνης σε ένα ιατρό δεν είναι καθόλου απλή ή εύκολη υπόθεση, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις για τις οποίες υφίστανται αλληλοσυγκρουόμενες επιστημονικές αντιλήψεις.

3. Υπαιτιότητα του ιατρού. 

Η άστοχη πράξη ή η παράλειψη πρέπει να αποδίδεται σε υπαιτιότητα του, δηλαδή σε δόλο ή αμέλεια.

Η αμέλεια που προβλέπεται από τον Α.Κ. διακρίνεται σε: – ελαφρά συγκεκριμένη – ελαφρά αφηρημένη  – βαριά αμέλεια

Ο χαρακτηρισμός της αμέλειας γίνεται από το πόσο η υπαίτια συμπεριφορά απομακρύνεται από την εδραιωμένη επιστημονική ιατρική πρακτική.

4. Αιτιώδης συνάφεια. 

Τελευταίος συστατικός όρος για να ευσταθήσει η αξίωση αποζημίωσης του ασθενούς είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, δηλαδή η ύπαρξη αντικειμενικού συνδέσμου μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς του ιατρού και του απαράδεκτου αποτελέσματος που ακολούθησε.

Έτσι, ακόμη και αν ο ιατρός είναι υπαίτιος εξαιτίας πλημμελούς συμπεριφοράς, δεν είναι υπόχρεος προς αποζημίωση αν δεν συνέβαλε π.χ. στην κατάληξη του ασθενούς. Αν ο ασθενής αυτός ούτως ή άλλως θα πέθαινε, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος και ο ιατρός δεν υποχρεούται σε αποζημίωση.

 ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ 

Εκτός από την ποινική και αστική ευθύνη ο ιατρός μπορεί να υπέχει και πειθαρχική ευθύνη με την οποία συνήθως επιλαμβάνονται τα αρμόδια όργανα των Ιατρικών Συλλόγων.

Στην έννοια της πειθαρχικής ευθύνης του ιατρού εντάσσονται όλες οι δημοσίου δικαίου δυσμενείς συνέπειες από μία αμελή ιατρική πράξη, είτε αφορά σε ασθενή του είτε αφορά στα υπηρεσιακά του καθήκοντα.

Οι συνέπειες δε αυτές συνδέονται με τα προβλεπόμενα στο νόμο πειθαρχικά παραπτώματα και, βάσει αυτών, επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές στον ιατρό, ως εξής: 

α. Από τα Πειθαρχικά Όργανα του Επαγγελματικού Συλλόγου, στον οποίο ανήκει ο ιατρός.
β. Από τα Πειθαρχικά Όργανα του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. προς το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του ο ιατρός.

Τα πειθαρχικά παραπτώματα των ιατρών του ΕΣΥ βάση της διάταξης του άρθρου 77 του Ν. 2071/92 είναι όσα προβλέπονται από τις πειθαρχικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, άρθρο 107 καθώς και τα παρακάτω:

 Η άσκηση ελεύθερου ή άλλου επαγγέλματος από τους ιατρούς αποκλειστικής απασχόλησης ή η κατοχή άλλης θέσης.
 Η δωροληψία για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.
 Η οικονομική συνεργασία με γιατρούς που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα.
 Η παράβαση κανόνων της ιατρικής δεοντολογίας.
 Η άνιση μεταχείριση ασθενών ή η απρεπής συμπεριφορά προς αυτούς.
 Η παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού και των διατάξεων που διέπουν την  οικεία υπηρεσιακή μονάδα περίθαλψης.

Οι επιβαλλόμενες πειθαρχικές ποινές σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 του Ν. 2519/1997 είναι οι εξής:

 Η έγγραφη επίπληξη
 Το χρηματικό πρόστιμο
 Η διακοπή του δικαιώματος υποβολής υποψηφιότητας για την κατάληψη θέσης ανώτερου βαθμού από ένα μέχρι πέντε έτη
 Η προσωρινή παύση μέχρι δύο έτη
 Η οριστική παύση
 Η αφαίρεση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος προσωρινά μέχρι δύο έτη ή οριστικά.

 

ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ – ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ (Μέρος Πέμπτο)

ΙΑΤΡΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ, ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ (Μέρος Έκτο)

ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΠΑ (Μέρος Έβδομο)

Δύο περιστατικά ανάνηψης παιδιών, τα οποία οδήγησαν τους διασώστες (μη επαγγελματίες) στο δικαστήριο – Ιατροδικαστικά διαφοροδιαγνωστικά και ηθικά προβλήματα (Μέρος Όγδοο)

Nομική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος στην ΚΑΡΠΑ – Είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ιδανικός; – Η Χρυσή Τομή (Μέρος Ένατο)

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 
Επιπλοκές καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης νομικές συνέπειες και ηθικά διλήμματα 
ΑΣΠΑΣΙΑ ΔΕΛΗΛΙΓΚΑ ΑΓΜ: 429613

 

Επιμέλεια Κειμένου
Παναγιώτης Σπανός
Διασώστης ΕΚΑΒ Ρόδου

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ