Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ (ΑΠΛΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ) (Μέρος Τέταρτο)

Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ (ΑΠΛΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ) (Μέρος Τέταρτο)

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ  

Η υγεία ως ατομικό και κοινωνικό αγαθό απασχολούσε ανέκαθεν την κοινωνία και τις αρμόδιες δημόσιες αρχές. Το Δίκαιο της Υγείας, όπως πρώτος ο Auby60 προσδιόρισε το 1981, αποτελεί ένα σύνολο νομικών κανόνων που εφαρμόζονται στις δραστηριότητες της υγείας και στοχεύει στην αντιμετώπιση και καλύτερη διαχείριση κρίσιμων προβλημάτων δημόσιας υγείας. Ένας κλάδος που τροποποιείται και εξελίσσεται συνεχώς τα  τελευταία χρόνια παράλληλα με την εξέλιξη της τεχνολογίας και της ιατρικής γενικότερα. H ιδιαιτερότητά του έγκειται στο γεγονός ότι συγκροτεί ένα σύγχρονο δίκαιο, του οποίου οι ρυθμίσεις και οι αποφάσεις αφορούν την πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία, καθώς και άλλες ιατρικές πρακτικές∙ ρυθμίζοντας έτσι την οργάνωση και τη δράση  των μονάδων υγείας, την άσκηση της ιατρικής, την ιατρική ευθύνη, τα δικαιώματα των ασθενών κ.ά.

Οι επιτεύξεις στην ιατρική επιστήμη και στην βιοτεχνολογία δημιούργησαν ερωτήματα και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα, όπως η σχέση ιατρού – ασθενή, η ενημέρωση του ασθενή, η συναίνεση κ.ά.

Η ιατρική επιστήμη ασχολείται με αγαθά πολύτιμα, όπως η ζωή, η υγεία, η σωματική ακεραιότητα και εν γένει με την προσωπικότητα του ασθενούς που συνεπάγεται αυτομάτως την ύπαρξη μιας επικινδυνότητας στην άσκησή της και καθιστά επίσης αναγκαία και απαραίτητη τη συχνή αποτίμηση της προσωπικής επαγγελματικής ευθύνης, όπως προσδιορίζονται από τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος.

Περαιτέρω, ένας πρόσθετος λόγος είναι και η ιδιαίτερη προσωπική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον θεράποντα ιατρό και τον ασθενή του, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η ιδιαίτερη εμπιστοσύνη που ευλόγως επιδεικνύει ο τελευταίος στον πρώτο, λόγω ακριβώς της ιδιότητάς του, με αποτέλεσμα να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου συνόλου υποχρεώσεων του ιατρού απέναντι στον εκάστοτε ασθενή του.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ 

Η ευθύνη του ιατρού στο ελληνικό δικαιικό σύστημα είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητάς του. Συνέπεια αυτού, οι πράξεις ή οι παραλείψεις του ιατρού κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, δύνανται να θεμελιώσουν  για αυτόν αστική, ποινική ή και πειθαρχική ευθύνη. Ως αστική ευθύνη, νοείται η υποχρέωση του ιατρού να καταβάλλει αποζημίωση όταν προκαλεί στον ασθενή παράνομη και υπαίτια βλάβη. Από την άλλη ποινική ευθύνη, στοχεύει στην επιβολή κυρώσεων στον ιατρό, με την επιβολή ποινής φυλάκισης.

Σε κάθε περίπτωση, η απόδοση σφάλματος και η αντίστοιχη θεμελίωση της αστική ή ποινικής ευθύνης του ιατρού, είναι δύσκολο να προσδιοριστούν από τους δικαστές ή εισαγγελείς που καλούνται να αξιολογήσουν τις σχετικές συμπεριφορές, τόσο λόγω των αποδεικτικών δυσχερειών, όσο και λόγω της ίδιας της πολυπλοκότητας των ιατρικών πράξεων, ιδίως μάλιστα όταν στο βλαπτικό αποτέλεσμα έχουν μεσολαβήσει πράξεις ή παραλείψεις  περισσοτέρων προσώπων.

Ειδικότερα, σε εθνικό νομοθετικό επίπεδο το πλέγμα των υποχρεώσεων του ιατρού οριοθετήθηκε αρχικά από τον Αναγκαστικό Νόμο 1565/1939 «Περί Κώδικος ασκήσεως του Ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε και μετέπειτα σε ισχύ κατά το άρθρο 47 του Αστικού Κώδικα, ενώ στη συνέχεια, από το Ν. 3418/2005, ο οποίος αποτελεί τον σύγχρονο «Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας».

Από την άλλη πλευρά, σε διεθνές επίπεδο αξιοσημείωτη υπήρξε, μεταξύ άλλων διεθνών συμβάσεων και κειμένων, η συμβολή της «Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής: Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική» του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφηκε στο Οβιέδο της Ισπανίας στις 4/4/1997 (Σύμβαση του Οβιέδο) και η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2619/1998, με τις διατάξεις της να απολαμβάνουν αυξημένης τυπικής ισχύος.

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ 

Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας βασίζεται στον νόμο 3418/2005, ο οποίος αντικατέστησε το Βασιλικό Διάταγμα του 1955, όπου εξασφαλίζεται η ηθική και επιστημονική ανεξαρτησία του ιατρικού λειτουργήματος με σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Σε αυτόν, επίσης, δηλώνεται επίσης η σχέση ιατρού και ασθενούς ως σχέση σεβασμού και εμπιστοσύνης. Προβλέπεται σαφώς σε περίπτωση ασθένειας τελικού σταδίου, ακόμη και αν εξαντληθούν όλα τα ιατρικά θεραπευτικά περιθώρια, ο ιατρός οφείλει να φροντίζει για την ανακούφιση των ψυχοσωματικών πόνων του ασθενή και να συνεργάζεται με τους οικείους του ασθενή προς αυτήν την κατεύθυνση, σεβόμενος πάντα τις επιθυμίες που είχε εκφράσει ο ίδιος ο ασθενής προγενέστερα.

Η ενημέρωση του ασθενούς και η σχετική υποχρέωση του ιατρού αλλάζει σε μια ειδική περίπτωση που ο ασθενής εκφράσει ελεύθερα και συνειδητά ότι παραιτείται από το σχετικό δικαίωμά του. Πρόκειται για εναλλακτική εκδοχή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης που έχει ο κάθε ασθενής, που είναι το δικαίωμα μη γνώσης.

Πράγματι, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης περιλαμβάνει και το δικαίωμα του ασθενούς να εμπιστευτεί τον ιατρό του και να ακολουθήσει τις οδηγίες και συστάσεις του, χωρίς να γνωρίζει επακριβώς τις λεπτομέρειες της κατάστασής του, της θεραπευτικής αγωγής και τους επαπειλούμενους κινδύνους. Είναι ισότιμη έκφραση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης η συνειδητή άρνηση του ασθενούς να υποβληθεί στην πίεση της γνώσης και στην ταλαιπωρία εξισορρόπησης ωφέλειας και κινδύνων, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην επιστημονική γνώση και επαγγελματική πείρα του ιατρού. Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι ο ασθενής να έχει μια αδρή εικόνα της κατάστασής του, ώστε να μπορεί καταρχήν να εκτιμήσει από τι παραιτείται.

Σύμφωνα με τη θεωρία του θεραπευτικού προνομίου, η ενημέρωση του ασθενούς μπορεί να περιοριστεί ή και να παραλειφθεί όταν η πράξη της ενημέρωσης καθ’ αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στον ίδιο τον ασθενή. Βασίζεται στο ότι πρωταρχική υποχρέωση του ιατρού είναι η βελτίωση της υγείας του ασθενούς και σε κάθε περίπτωση η μη επιδείνωσή της κάτι το οποίο προβλέπεται στην Σύμβαση του Οβιέδο αλλά δεν υπάρχει καμία αναφορά στον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας.

ΟΙ ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ 

Οι προγενέστερες επιθυμίες αναφέρονται επίσης στον ν.2619/1998 της Σύμβασης του Οβιέδο και συγκεκριμένα στο άρθρο 9. Οι προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες του ασθενούς σχετικά με ιατρική επέμβαση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όταν πρόκειται για ασθενή ο οποίος κατά το χρόνο της επέμβασης, δεν είναι σε θέση να εκφράσει τις επιθυμίες του. Φαίνεται ωστόσο να υπάρχει μια ελαστικότητα ως προς τη δεσμευτικότητά τους για τον ιατρό και για τους συγγενείς, όπως φαίνεται με τη διατύπωση «..λαμβάνονται υπόψη..», και επομένως αποτελούν μια εν μέρει αναγνώριση των προγενέστερων επιθυμιών ως νομικά δεσμευτικές οδηγίες. Η δεσμευτικότητα τέτοιων επιθυμιών έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση, ιδίως σε σχέση με τις λεγόμενες «διαθήκες ζωής». Σύμφωνα με την αγγλοσαξονική ορολογία, λαμβάνεται υπόψιν νομικά το τι θα ήθελε ο ασθενής, με συνέπεια να υπολογίζεται μόνο η ευκρινώς εκπεφρασμένη επιθυμία του ασθενούς.

Ως διαθήκη ζωής ορίζεται η έκφραση εκ μέρους ενός προσώπου, σε χρόνο που έχει πλήρη ικανότητα συναίνεσης, της επιθυμίας του να υποβληθεί ή να μην υποβληθεί σε συγκεκριμένη ιατρική θεραπεία, σε περίπτωση που στο μέλλον η κατάσταση της υγείας του δημιουργήσει την ανάγκη της επιλογής και δεν έχει τότε ικανότητα έκφρασης συναίνεσης. Η απόφαση τεκμηριώνεται εγγράφως με συγκεκριμένη διαδικασία στις χώρες που αναγνωρίζεται και πραγματοποιείται, και ο θεράπων
ιατρός με τη σειρά του, ακολουθεί κατά κανόνα τη θέληση του ασθενούς, έστω και αν προσωπικά και επιστημονικά ο ίδιος δεν συμφωνεί ή ακόμη βρίσκεται αντίθετος.

Ο κώδικας ιατρικής δεοντολογίας κατοχυρώνει το σεβασμό της αυτονομίας του ασθενούς και προβλέπει την αντιπροσώπευση από τους οικείους στην περίπτωση που ο άρρωστος χάσει την ικανότητα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Ειδικότερα, αρ12§1 «ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή».

Επίσης, αρ12§2 «αν ο ασθενής δεν διαθέτει ικανότητα συναίνεσης, η συναίνεση για την εκτέλεση ιατρικής πράξης δίδεται από τον δικαστικό συμπαραστάτη, εφόσον αυτός έχει ορισθεί». «Αν δεν υπάρχει δικαστικός συμπαραστάτης, η συναίνεση δίδεται από τους οικείους του ασθενή». Προβλέπει επίσης ότι οι προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες του ασθενούς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά το σχεδιασμό της θεραπευτικής τακτικής, όπως αναφέρεται στην Σύμβαση του Οβιέδο αρ9 «ο ιατρός λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες που είχε εκφράσει ο ασθενής, ακόμη και αν, κατά το χρόνο της επέμβασης, ο ασθενής δεν είναι σε θέση να τις επαναλάβει».

Όμως, δεν επιτρέπει την ευθανασία ο κώδικας ιατρικής δεοντολογίας αρ 29 « ο ιατρός οφείλει να γνωρίζει ότι η επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, δεν συνιστά νομική δικαιολόγηση για τη διενέργεια πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου».

Ανάγει σε βασική υποχρέωση του ιατρού την προσφορά παρηγορητικής φροντίδας: «ο ιατρός, σε περίπτωση ανίατης ασθένειας που βρίσκεται στο τελικό της στάδιο, ακόμη και αν εξαντληθούν όλα τα ιατρικά – θεραπευτικά περιθώρια, οφείλει να φροντίζει για την ανακούφιση των ψυχοσωματικών πόνων του ασθενή. Του προσφέρει παρηγορητική αγωγή …, συμπαρίσταται στον ασθενή μέχρι το τέλος της ζωής του και φροντίζει ώστε να διατηρεί την αξιοπρέπεια του».

Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΒΙΟΗΘΙΚΗ – ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)

Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΒΙΟΗΘΙΚΗ – ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)

Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΒΙΟΗΘΙΚΗ – Η ΣΧΕΣΗ ΙΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΗ – ΟΙ ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ – Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΕΝΩΝ – ΟΙ ΟΔΗΓΙΕΣ ΜΗ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗΣ (Μέρος Τρίτο)

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ:
Απόψεις και πρακτικές των επαγγελματιών υγείας σε ζητήματα ηθικής στην αναζωογόνηση.

Εργασία της :  ΤΣΙΑΠΑΚΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΑΓΜ: 446968 Ειδ/νη Ιατρός Μαιευτικής Γυναικολογίας MSc International Health


ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ