Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ – Διαταραχές που έχουν σχέση με την επιθετικότητα (Μέρος Τρίτο)

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ – Διαταραχές που έχουν σχέση με την επιθετικότητα (Μέρος Τρίτο)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

3.1 Διαταραχές που έχουν σχέση με την επιθετικότητα

Η βία δεν αποτελεί νόσο αλλά ίσως να είναι σύμπτωμα μιας υποκείμενης νόσου. Η επιθετικότητα καθώς και η βία είναι πιθανόν να συμβούν σε διάφορες κλινικές συνθήκες, όπου όταν η ισορροπία ανάμεσα στις παρορμήσεις και τον εσωτερικό έλεγχο καταρρέει, η βία ξεσπά. Τα άτομα μπορεί να έχουν βίαιες σκέψεις ή φαντασιώσεις, οι οποίες δεν εξελίσσονται σε πράξεις εκτός εάν χαθεί ο έλεγχος (Λύκουρας, 2008).

Οι πιο συχνές διαταραχές που έχουν σχέση περισσότερο με βίαιη συμπεριφορά είναι:

1. Οργανικές ψυχικές διαταραχές (παραληρήματα-ψευδαισθήσεις)

Οι πάσχοντες από οργανικές ψυχικές διαταραχές, ενδέχεται να εμφανίσουν φαινόμενα βιαιοπραγίας και είναι επίσης πιο πιθανό να δράσουν στη βάση των διωκτικών παραληρημάτων, σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο τύπο παραληρήματος. Αν και τα διωκτικά παραληρήματα έχουν σχέση με τη βία, είναι δυνατόν τα παραληρήματα από μόνα τους να μην υποστηρίζουν αυτή τη σχέση. Η επιθετικότητα εκδηλώνεται, όταν οι πάσχοντες βιώνουν αρνητικά συναισθήματα θυμού, άγχους, θλίψης και τρόμου που προέρχονται από τα παραληρήματα. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνών υποδεικνύουν πως τα άτομα αυτά στοχοποιούν μέλη της οικογένειας και φίλους, ενώ αρκετές από τις βιαιοπραγίες εξελίσσονται σε κατοικία και όχι σε εξωτερικό χώρο (Γιωτάκος, 2013).

Επίσης μια έρευνα απέδειξε ότι το 50% των θυμάτων ήταν πρόσωπα της οικογένειας του πάσχοντος και πως μόνο το 15% των θυμάτων ήταν άγνωστοι. Μία μορφή παραληρήματος σχετική με την επιθετικότητα αποτελεί το σύνδρομο παραγνώρισης (Capgras Syndrom), κατά το οποίο ο ασθενής ισχυρίζεται ότι η εμφάνιση ενός προσώπου παραμένει ίδια αλλά η ταυτότητά του μεταλλάσσεται. Οι ασθενείς αυτοί εμφανίζονται συχνά με εχθρική διάθεση προς το παραλυτικό αντικείμενο. Ακόμα, τα παραληρήματα ελέγχου της σκέψης βοηθούν σημαντικά στην αύξηση βίαιης συμπεριφοράς των ψυχωτικών ατόμων, αντίθετα τα διωκτικά παραληρήματα σε συνδυασμό με παραληρήματα μεγαλείου ή ζήλιας μεγαλώνουν σημαντικά τον κίνδυνο βιαιότητας. Συνοψίζοντας, οι ασθενής που έχουν νοσηλευτεί και έχουν ιστορικό μη συμμόρφωσης με την αγωγή έχουν αυξημένο κίνδυνο βιαιότητας (Γιωτάκος, 2013).

Όπως συμβαίνει και στα παραληρήματα έτσι και οι ψευδαισθήσεις αναπτύσσουν αρνητικά συναισθήματα όπως θυμό, ευερεθιστότητα και θλίψη καθώς αυξάνεται η πιθανότητα να παρουσιάσουν βίαιη συμπεριφορά. Ο κίνδυνος μεγαλώνει περισσότερο όταν οι ψευδαισθήσεις εμφανίζονται σε συνδυασμό με ένα παραλήρημα. Σημαντικό επίσης, είναι να διερευνηθεί κατά τη συνέντευξη η πιθανότητα ύπαρξης ψευδαισθήσεων που ασκούν πίεση στον ασθενή, και εάν αυτές πραγματοποιούνται παρουσία άλλων προσώπων. Επίσης εάν η επιτακτική ψευδαίσθηση πηγάζει από γνωστό πρόσωπο ή εάν ταιριάζει με το παραλήρημα του ασθενούς. Η έρευνα απέδειξε πως η συμμόρφωση στις ψευδαισθήσεις αυτές είναι μεγαλύτερη όταν η εντολή είναι ανώδυνη και η φωνή οικεία. Επιπλέον, οι πάσχοντες με αυτοκαταστροφικού τύπου διαταγές εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο να δράσουν σε σχέση με τους ασθενείς, που αναφέρουν ετεροκαταστροφικές διαταγές (Γιωτάκος, 2013).

2. Διαταραχή από υπερβολική χρήση ουσιών εξάρτηση και στέρηση

Τα άτομα που ήταν ή είναι χρήστες εμφανίζουν μια σειρά προβλημάτων που οφείλονται στην υπερβολική χρήση ουσιών η οποία επιφέρει σημαντικές αναπηρίες σε ένα μεγάλο ποσοστό χρηστών. Η παράνομη κατάχρηση ουσιών επηρεάζει αρνητικά αρκετές περιοχές της λειτουργικότητας και το 60 με 75% αυτών των ασθενών παρουσιάζουν κάποιου είδους συννοσηρή ψυχιατρική πάθηση. Το 40% του πληθυσμού περίπου των Η.Π.Α. έχει κάνει χρήση κάποιας παράνομης ουσίας για μία τουλάχιστον φορά και περισσότερα από 15% των ανθρώπων ηλικίας άνω των 18 ετών έχουν πρόβλημα που συνδέεται με χρήση ουσιών. Τα σύνδρομα που εμφανίζονται από ουσίες πιθανόν να μιμηθούν όλο το φάσμα των ψυχιατρικών παθήσεων, περιλαμβανομένων των ψυχωτικών, των διαταραχών της διάθεσης και των αγχωδών διαταραχών (Kaplan και Sadock’s, 2007).

Εθισμός ή υπερβολική χρήση οποιουδήποτε ψυχοδραστικού ναρκωτικού καλύπτει ασθενείς εξαρτημένους ή εθισμένους σε ουσίες όπως είναι το αλκοόλ και η νικοτίνη (καπνός). Τα άτομα αυτά μπορεί να είναι εξαρτημένα από τα οπιοειδή, τα ψευδαισθησιογόνα, την κοκαΐνη, την κάνναβη και τέλος τις εισπνεόμενες ουσίες. Ως εξάρτηση μπορεί να οριστεί η επανειλημμένη χρήση κάποιου φαρμάκου ή κάποιας χημικής ουσίας, που είναι δυνατόν να προκαλεί ή όχι σωματική εξάρτηση. Η σωματική εξάρτηση δηλώνει κάποια τροποποιημένη ομαλή κατάσταση εξ’ αιτίας της επανειλημμένης χρήσης ενός φαρμάκου. Αντίθετα η κατάχρηση μπορεί να οριστεί ως η χρήση οποιασδήποτε ουσίας, τις περισσότερες φορές αυτοχορηγούμενης, με τέτοιο τρόπο που δεν είναι όμοιος με τα αποδεκτά ή ιατρικά πρότυπα. Στέρηση ή σύνδρομο αποχής ή σύνδρομο διακοπής είναι ένα ιδιαίτερο για κάθε ουσία σύνδρομο, το οποίο εμφανίζεται μετά τη διακοπή ή την μείωση της ποσότητας του ναρκωτικού ή της ουσίας που έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Το σύνδρομο παρουσιάζει σωματικά σημεία, συμπτώματα σε συνδυασμό με ψυχολογικές μεταβολές, όπως είναι οι διαταραχές της σκέψης, του συναισθήματος και της συμπεριφοράς (Kaplan και Sadock’s 2007).

3.Ψυχωσικές διαταραχές

Καλύπτει διαταραχές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από διαταραχές της σκέψης και διαφορετική ερμηνεία της πραγματικότητας. Η σχιζοφρένεια αποτελεί μια συμπλοκή νοσολογική οντότητα, η οποία κατά βάση εμφανίζει μια ουσιαστική (πυρηνική) αλλαγή της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, που εκδηλώνεται με μια σειρά διαταραχών από τη σκέψη, την αντίληψη, το συναίσθημα, τη βούληση και τέλος τη συμπεριφορά. Η σχιζοφρένεια, που αποκαλείται η βασίλισσα των ψυχώσεων, σύμφωνα με τον Πατρίκιο τη δεκαετία του 1960 έχει σημαντική θέση στο φάσμα των ψυχικών διαταραχών. Δεν είναι τόσο η συχνότητά της που προβληματίζει αλλά το εύρος των λειτουργιών που επηρεάζει, η διάρκειά της, οι ατομικές καθώς και κοινωνικές επιπτώσεις της και η μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστη αιτιολογία.

Η σχιζοφρένεια κατέχει πέντε τύπους (Ραμπαβίλας 2012) :

· Ο αποδιοργανωτικός τύπος, που χαρακτηρίζεται από αποδιοργάνωση της σκέψης, από νευρικό γέλιο, ρηχό και απρόσφορο συναίσθημα, ανόητη και παλινδρομημένη συμπεριφορά, περαστικές και χωρίς οργάνωση παραληρηματικές ιδέες και ψευδαισθήσεις (Kaplan και Sadock΄s 2007).

· Ο κατατονικός τύπος – ο διεργετικός υπότυπος ο οποίος χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη και ενίοτε επιθετική κινητική δραστηριότητα και ο αποσυρμένος υπότυπος που χαρακτηρίζεται από γενικευμένη αναστολή, καταπληξία αρνητισμό, κηρώδη ευκαμψία (Kaplan και Sadock΄s 2007).

· Ο παρανοειδής τύπος – σχιζοφρένεια που παρουσιάζει παραληρητικές ιδέες καταδίωξης ή μεγαλείου και κάποιες φορές ψευδαισθήσεις με ισχυρό θρησκευτικό στοιχείο, ενώ το άτομο είναι κάποιες φορές επιθετικό και εχθρικό (Kaplan και Sadock΄s 2007).

· Ο αδιαφοροποίητος τύπος – αποδιοργανωμένη συμπεριφορά που παρουσιάζει προεξάρχουσες παραληρητικές ιδέες και ψευδαισθήσεις (Kaplan και Sadock΄s 2007).

· Ο υπολειμματικός τύπος – σημεία σχιζοφρένειας, που εμφανίζεται έπειτα από ένα ψυχωτικό σχιζοφρενικό επεισόδιο σε πάσχοντες που δεν είναι πλέον ψυχωτικοί (Kaplan και Sadock΄s 2007).

4. Συναισθηματικές διαταραχές ή διαταραχές της διάθεσης

Οι διαταραχές της διάθεσης ή συναισθηματικές διαταραχές αποτελούν μια ομάδα δυσλειτουργιών της συναισθηματικής διάθεσης. Η συναισθηματική διάθεση ή αλλιώς απλά διάθεση (mood) αποτελεί το καθολικό και σταθερό συναισθηματικό τόνο που συμβαίνει εσωτερικά. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις είναι δυνατόν να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό όλες εκείνες κυριολεκτικά τις πλευρές της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου, όπως επίσης και την αντίληψη για τον κόσμο που κατέχει το άτομο αυτό. Κοινά παραδείγματα συναισθηματικής διάθεσης αποτελεί η κατάθλιψη, η έξαρση, και ο θυμός. Διαχωρίζουμε τη διάθεση ή τη συναισθηματική διάθεση από το συναίσθημα, που είναι η εξωτερική έκφρασή της. Καθώς η εξωτερική έκφραση ενός καταθλιπτικού ή μανιακού ατόμου δεν παρουσιάζεται πάντα ως καταθλιπτική ή ευφορική, πιο σωστά οι Συναισθηματικές Διαταραχές καλούνται Διαταραχές της Διάθεσης (Μιχόπουλος, 2008).

Οι αιτίες των Διαταραχών της Διάθεσης είναι:

· Γενετικοί παράγοντες.

Μελέτες διδύμων αναφέρουν σχέση μονοζυγωτών προς διζυγώτες κατά μέσο όρο 4:1(65-14), το οποίο σημαίνει πως αν ένας μονοζυγώτης δίδυμος πάσχει από διαταραχή της διάθεσης, είναι τέσσερις φορές πιο πιθανό να έχει και ο άλλος απ ο,τι αν είναι διζυγώτης. Μελέτες υιοθετημένων προσώπων στηρίζουν τη γενετική συμμετοχή στην αιτιολογία των διαταραχών της διάθεσης (Μιχόπουλος, 2008).

· Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες.

Στους ψυχοκοινωνικά αίτια ανήκουν οι στρεσογόνες καταστάσεις της ζωής και οι ψυχολογικοί παράγοντες. Μολονότι μεθοδολογικά, πολλές έρευνες για την αιτιολογική συμβολή των συγκεκριμένων παραγόντων είναι δύσκολο να υπάρξουν, φαίνεται πως οπωσδήποτε η συμβολή τους στην ύπαρξη διαταραχών της διάθεσης είναι δεδομένη (Τριλίβα, 1998).

· Νευροβιολογικοί παράγοντες

Οι νευροβιολογικές συστηματικές ενασχολήσεις με τις διαταραχές της διάθεσης επικεντρώνονται σε τέσσερις κυρίως μεγάλες περιοχές έρευνας:

α) στις διαταραχές της νευροδιαβίβασης,

β) στις διαταραχές της νευροφυσιολογικής λειτουργίας ιδιαίτερα του ύπνου,

γ) στις διαταραχές τις νευροενδοκρινικής λειτουργίας (Τριλίβα, 1998).

Διαταραχές της νευροδιαβίβασης

Στην περίπτωση των διαταραχών της διάθεσης, όπως και στη σχιζοφρένεια, η προσοχή δόθηκε στους νευροδιαβιβαστές, δηλαδή σε εκείνες τις χημικές ουσίες που μεταδίδουν τη νευρική διέγερση από τον ένα νευρώνα στον άλλο, στον εγκέφαλο και ειδικότερα στη σεροτονίνη, στη νορεπινεφρίνη, στην ακετυλοχολίνη, στο γαμινοβουτυρικό οξύ (GABA) και στη ντοπαμίνη.

Διαταραχές της νευροφυσιολογικής λειτουργίας

Οι διαταραχές αυτές εμφανίζονται πιο συχνά σε άτομα με διαταραχές της διάθεσης και σε καταθλιπτικούς ασθενείς. Η κλινική εικόνα στους ασθενείς αυτούς είναι: διαταραχές της συνέχειας του ύπνου, οι καταθλιπτικοί δεν κοιμούνται αρκετά και έχουν ανήσυχο ύπνο με άσχημα όνειρα και εφιάλτες, όπως επίσης παρουσιάζουν αύξηση της κινητικότητας του οφθαλμού.

Διαταραχές της νευροενδοκρινικής λειτουργίας

Οι διαταραχές της διάθεσης έχουν άμεση σχέση με τις λειτουργίες του υποθαλάμου, της υπόφυσης, του φλοιού των επινεφριδίων και τέλος του θυρεοειδούς αδένα. Σε μια έρευνα βρέθηκε ότι οι καταθληπτικοί ασθενείς αδυνατούν να καταστείλουν την παραγωγή κορτιζόλης όταν τους χορηγηθεί δεξαμαθαζόνη αρκετή έτσι ώστε να καταστείλει την παραγωγή κορτιζόλης σε άτομα φυσιολογικά.

Τα άτομα αυτά εμφανίζουν: καταθλιπτική διάθεση, άγχος, ανηδονία, συμπτώματα από το φυτικό (αυτόνομο) νευρικό σύστημα, διαταραχή του ύπνου, διαταραχή της όρεξης, εξάντληση, κόπωση, μείωση της σεξουαλικής διάθεσης (libido), ψυχοκινητική διέγερση, έλλειψη του ενδιαφέροντος στις συνηθισμένες δραστηριότητες (Τριλίβα, 2007).

5. Διαταραχές του ελέγχου των παρορμήσεων

Η παρορμητικότητα είναι σύμπτωμα σε ποικίλες ψυχικές διαταραχές, όπως είναι οι συναισθηματικές διαταραχές, οι διαταραχές προσωπικότητας, οι συνδεόμενες με ουσίες διαταραχές, οι διαταραχές ελαττωματικής προσοχής και διασπαστικής συμπεριφοράς. Ακόμα αποτελεί σύμπτωμα σε καταστάσεις όπως είναι η αυτοκαταστροφική ή ετεροκαταστροφική συμπεριφορά με αισθητές επιπτώσεις για τον ασθενή και την κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, η παρορμητικότητα στις ψυχικές διαταραχές και η ανταπόκρισή που έχει στη θεραπεία δεν έχουν επαρκώς διερευνηθεί. Εξ ’άλλου, τα σημερινά διαγνωστικά συστήματα (ICED-10, DSM-IV) δεν ξεχωρίζουν τους παρορμητικούς από τους μη παρορμητικούς πάσχοντες σε σχέση με τις υφιστάμενες διαγνωστικές κατηγορίες. Παρατηρούνται διάφορες γνώμες ως προς το τι είναι, αλλά και τον τρόπο αντιμετώπισης της παρορμητικότητας (Χαβάκη-Κονταξάκη, 2002).

Παρορμητικότητα

ορίζεται η συμπεριφορά που δεν έχει επαρκή σκέψη ή η τάση να δρα ένα άτομο με μικρότερη πρόνοια των αποτελεσμάτων από άλλα άτομα με ανάλογες ικανότητες και γνώσεις. Ο L.Abate (1931) υποστηρίζει πως η παρορμητικότητα αποτελεί «μαθημένη συμπεριφορά» της παιδικής ηλικίας. Ο Eysenk (1989) συσχέτισε την παρορμητικότητα με τον ανύπαρκτο σχεδιασμό, ενώ ο Patton με την μεγάλη δραστηριότητα, τη μείωση της προσοχής και την ελλιπή δυνατότητα σχεδιασμού. Ο Barratt, πρότεινε πως ο ορισμός της παρορμητικότητας πρέπει να περιλαμβάνει βιολογικές (1997) ψυχολογικές και κοινωνικές παραμέτρους. Σύμφωνα με τον τελευταίο, η παρορμητικότητα αποτελεί μέρος της συμπεριφοράς και «προδιάθεση» για κάποια γρήγορη μη σχεδιασμένη αντίδραση, αγνοώντας για τις συνέπειες που αφορούν τον ίδιο και τους άλλους (Πάπλος, 2002).

Οι διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων είναι μεταξύ άλλων, η κλεπτομανία, η παθολογική χαρτοπαιξία, η διαλείπουσα εκρηκτική διαταραχή, η πυρομανία, η αναγκαστική αγορά πραγμάτων, η τριχοτιλλομανία και οι σεξουαλικοί καταναγκασμοί. Οι διαταραχές αυτές χαρακτηρίζονται με έλλειψη επιτυχίας του προσώπου να αντισταθεί στις παρορμήσεις, συνήθως με επιβλαβείς συνέπειες. Παρατηρείται ένταση πριν την πράξη και πιθανόν ενοχή μετά από αυτή. Μερικοί ερευνητές, έχοντας υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από τη συννοσηρότητα, τη φαινομενολογική ψυχοπαθολογία, τη μειωμένη λειτουργία βιολογικών συστημάτων (κυρίως του σεροτονινεργικού) και την θετικότητα στη θεραπεία με αντικαταθλιπτικά, στηρίζουν πως οι διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων ίσως να περιλαμβάνονται σε ένα «φάσμα» διαταραχών μαζί με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, τις συναισθηματικές διαταραχές και ειδικότερα, τη διπολική διαταραχή (Κονταξάκης, 2002).

6. Διαταραχές της νηπιακής, παιδικής ηλικίας, εφηβείας

Τα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική κακοποίηση είναι πιο πιθανό να γίνουν επιθετικοί ως ενήλικες. Έχει παρατηρηθεί ότι η βίαιη συμπεριφορά στα αγόρια τους δημιουργεί μια ταύτιση με τον επιτιθέμενο που έχει ως αποτέλεσμα να γίνονται αρκετές φορές επιθετικοί. Αντίθετα τα κορίτσια που έχουν υποστεί βία συνηθίζουν να θυματοποιούνται στις σχέσεις τους ως ενήλικες. Επιπλέον γενικοί παράγοντες που ταυτίζονται με την επιθετικότητα σχετίζονται με τις απουσίες από το σχολείο, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και το φτωχό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Αυξημένες πιθανότητες βίαιης συμπεριφοράς έχει ένα άτομο με ιστορικό συλλήψεων για βίαιη συμπεριφορά, με ιστορικό διαταραχής υπερκινητικότητας, με ιστορικό ψυχιατρικής νοσηλείας ως ανήλικος, καθώς και εμπρησμών και κακοποίησης ζώων (Τσιλιάκου, 2011).

7. Διαταραχές της προσωπικότητας που χαρακτηρίζονται από θυμό.

Το σύνδρομο θυμού είναι πιθανόν να εμφανίζεται στο 7,3% του πληθυσμού. Μέχρι το ποσοστό 4%, παρουσιάζει τη σοβαρή μορφή της διαταραχής που χαρακτηρίζεται από τρείς ή περισσότερες εκρήξεις απρόκλητου ή αδικαιολόγητου θυμού ετησίως οι οποίες συνδυάζονται με βίαιη συμπεριφορά. Τα άτομα που νοσούν από το σύνδρομο ίσως να επιτίθενται στους άλλους, στην ιδιοκτησία ή στα υπάρχοντα τους. Έχουν την τάση να προκαλούν τραυματισμούς ή φθορές στην ιδιοκτησία των άλλων. Η νόσος είναι ξεχωριστή και οι εκρήξεις θυμού που ίσως να συνυπάρχον με βία, δεν δημιουργούνται από άλλες ψυχικές παθήσεις ή από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Οι πάσχοντες με το σύνδρομο αντιδρούν υπερβολικά, με ανεξέλεγκτο θύμο και νιώθουν μια ανακούφιση κατά το ξέσπασμά τους. Με την ολοκλήρωσή του όμως αισθάνονται τύψεις για το τι έχουν κάνει και τη συμπεριφορά τους. Το σύνδρομο εμφανίζεται αρχικά στην εφηβική ηλικία. Η νόσος προδιαθέτει για κατάθλιψη, άγχος, χρήση απαγορευμένων ουσιών. Σύμφωνα με μια έρευνα στην Η.Π.Α βρέθηκε ότι το 4% του πληθυσμού εμφανίζει τρία επεισόδια τέτοιας συμπεριφοράς. Βρέθηκε ότι στους ασθενείς με τη σοβαρή μορφή του συνδρόμου εκδηλώνονται κατά μέσο όρο 43 επιθετικά επεισόδια στη διάρκεια της ζωής τους. Το σύνδρομο συνδυάζεται με ουσιαστικά λειτουργικά προβλήματα της προσωπικότητας του ατόμου (Παναγιώτου, 2006).

Το σύνδρομο θυμού με ιδιαίτερα επιθετική συμπεριφορά, δεν είναι μόνο θέμα κακής συμπεριφοράς. Παρουσιάζει σημαντική γενετική συνιστώσα και βιολογικούς μηχανισμούς που είναι υπεύθυνη για την πάθηση. Η παραγωγή της σεροτονίνης στα άτομα αυτά και οι βιολογικοί μηχανισμοί που την συντονίζουν, είναι ανεπαρκείς. Έτσι οι εκλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (αντικαταθλιπτικά φάρμακα) είναι αποτελεσματικοί στη θεραπεία της πάθησης (Παναγιώτου, 2006).

8. Διαταραχές προκαλούμενες από στρεσογόνο παράγοντα

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει αισθανθεί άγχος. Ακριβής ορισμός του άγχους όμως, είναι δύσκολο να δοθεί διότι η έννοια αυτή χρησιμοποιείται για ένα μεγάλο φάσμα απαντήσεων του ατόμου (Γιωτάκος, 2013). Ενώ το άγχος υπάρχει ψυχολογικά ως συναίσθημα, αποτελεί χρήσιμο για την κατανόησή του να εξεταστεί ένα άλλο σχετικό συναίσθημα που είναι ο φόβος. Ο φόβος η μη ευχάριστη συναισθηματική κατάσταση, που πραγματοποιείται ως απάντηση σε ένα εξωτερικό πραγματικό κίνδυνο ή απειλή, η οποία γίνεται αντιληπτός (ή) συνειδητά . Ο φόβος περιέχει μια υποκειμενική αίσθηση φόβου (ψυχολογική διάσταση) αλλά και φυσιολογικές αλλαγές που είναι κυρίως επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού , επιτάχυνση της αναπνοής , τρόμος των μυών όπως και ανακατανομή του αίματος από το δέρμα και τα σπλάχνα στους μεγάλους μυς (φυσιολογική διάσταση). Οι μεταβολές αυτές ετοιμάζουν το σώμα για μια μυϊκή δραστηριότητα (πάλη ή φυγή) που ίσως να είναι απαραίτητη ως απάντηση στην απειλή (Μαδιανός, 2004).

Αντίθετα στο άγχος η δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που περιλαμβάνει αισθήματα τάσης , φόβου ή ακόμη και τρόμου ως απάντηση σε κίνδυνο του οποίου η πηγή είναι σε υψηλό βαθμό άγνωστη ή μη αναγνωρίσιμη. Όπως και ο φόβος, έτσι και το άγχος εκτός της ψυχολογικής διάστασης της τάσης, φόβου και τρόμου συνοδεύεται από διέγερση του νευρικού συστήματος που παρουσιάζεται με ιδρώτα, ταχυκαρδία, τρόμο, επιτάχυνση της αναπνοής και γαστρεντερική δυσφορία (φυσιολογική διάσταση). Αντίθετα, με τον φόβο η πηγή του άγχους είτε είναι άγνωστη είτε έχει ελάχιστη ένταση σε σύγκριση με την ένταση φυσιολογικής και συναισθηματικής (ψυχολογικής) αντίδρασης που προκαλεί (Μιχόπουλος, 2008).

Κάποιες φορές το άγχος είναι μια κοινή αντίδραση που σε έναν βαθμό απαντάται σε ένα μεγάλο αριθμό ατόμων με τη μορφή της υπερβολικής αντίδρασης σε ήπια στρεσογόνα γεγονότα (π.χ. παραμονές εξετάσεων, αναμονή σημαντικών συναντήσεων, κτλ.) . Το άγχος ονομάζεται παθολογικό όταν δημιουργεί πρόβλημα στην καθημερινή λειτουργικότητα, στην ολοκλήρωση επιθυμητών στόχων ή στη συναισθηματική ηρεμία του ατόμου. (Μαδιανός, 2004).

 

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ – Ορισμός επιθετικότητας (Μέρος Πρώτο)

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ – Κλητικοί παράγοντες επιθετικότητας (Μέρος Δεύτερο)

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ – Διαταραχές που έχουν σχέση με την επιθετικότητα (Μέρος Τρίτο)

 

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΘΕΜΑ: ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ

ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ

ΤΣΙΡΩΝΗ ΜΑΡΙΑ

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ