ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ως έγκαυμα χαρακτηρίζεται η βλάβη του δέρματος ή των ιστών του εξαιτίας κάποιου παράγοντα. Αυτός ο παράγοντας μπορεί να είναι θερμικός, χημικός ηλεκτρικός ακτινικός ή μηχανικός. Οι παράγοντες κινδύνου συνήθως σχετίζονται με το επάγγελμα, την ηλικία, και τις δραστηριότητες του θύματος. Τα εγκαύματα ταξινομούνται με βάση την έκταση και το βάθος τους σε πρώτου, δευτέρου και τρίτου βαθμού.
Για να είναι επιτυχής η θεραπεία ενός εγκαύματος θα πρέπει να γίνει άμεσα η πρώτη θεραπεία που εξαρτάται από την εκτίμηση της σοβαρότητας του εγκαύματος. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας μεθόδου που ονομάζεται κανόνας των εννιά, όπου ο νοσηλευτής καλείται να αναγνωρίσει την έκταση , το βάθος, και την θέση του εγκαύματος.
Η θεραπεία για τα εγκαύματα χωρίζεται σε συντηρητική ή μη συντηρητική. Η συντηρητική θεραπεία απαρτίζεται από δύο μεθόδους. Την ανοιχτή που αφορά τα εγκαύματα του προσώπου και του περινέου και η κλειστή μέθοδος που αφορά εγκαύματα των άνω και κάτω άκρων και του κορμού.
Η συνηθέστερη θεραπεία σε μια συντηρητική μέθοδο είναι η χρήση των επιδέσμων. Η μη συντηρητική θεραπεία γίνεται με την πρώιμη εκτομή του απανθρακωμένου ιστού μειώνοντας έτσι τις παθοφυσιολογικές διαταραχές του δέρματος. Ένας ακόμη ρόλος της χρήσης της μη συντηρητικής θεραπείας είναι για την αποκατάσταση των ουλών.
Ο ρόλος του νοσηλευτή είναι σημαντικός διότι προάγει την υγεία του ασθενή, αποφεύγει τυχόν λοιμώξεις που μπορεί να προκληθούν από επιπλοκές του τραύματος αλλά και από την διαμονή του στο νοσοκομείο και εξοικειώνει τον ασθενή με την τρέχον κατάσταση του. Επιπλέον συμβάλλει σημαντικά στην ψυχοκοινωνική κατάσταση του ασθενούς από την στιγμή της εισαγωγής του στο νοσοκομείο έως και την έξοδο του από αυτό.
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ
Το 2004, τα ατυχήματα από τα εγκαύματα που απαιτούσαν άμεση ιατρική φροντίδα έφτασαν σχεδόν τα έντεκα εκατομμύρια άτομα και κατέλαβαν την τέταρτη θέση στους τραυματισμούς, ξεπερνώντας την μόλυνση από τον ιό του HIV και της φυματίωσης. Οι πυρκαγιές και τα εγκαύματα εκπροσωπούν πάνω από 300.000 θανάτους παγκοσμίως κάθε χρόνο, όμως η πλειονότητά τους δεν είναι θανατηφόρα.
Η θνητότητα και η θνησιμότητα εξαιτίας των εγκαυμάτων από φωτιά έχει μειωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια, με εξαίρεση τις μεσαίες και χαμηλού εισοδήματος χώρες που αποτελεί έναν από τους κυριότερους λόγους θανάτου. Σύμφωνα με το LMIC (χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος) , η θνησιμότητα στις χώρες αυτές φτάνει στο 90%, όπου το πρόγραμμα πρόληψης δεν είναι άρτια εκπαιδευμένο να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους τραύματα και η ποιότητα της άμεσης φροντίδας του τραύματος από τους νοσηλευτές είναι ανεπαρκής.
Οι παράγοντες κινδύνου για τα εγκαύματα σχετίζονται με το φύλο, την εθνικότητα, την περιοχή διαμονής, την ηλικία, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, την συννοσηρότητα και την πρόθεση του τραυματισμού (Peck, 2011).
Ανά τον κόσμο ένας σημαντικός αριθμός εγκαυμάτων και θανάτου από πυρκαγιά γίνεται εκ προθέσεως. Κατά μέσο όρο το ποσοστό αυτό στην Ευρώπη είναι υψηλότερο στον ανδρικό πληθυσμό, ενώ στην Ινδία στον γυναικείο. Το ποσοστό των ασθενών με εγκαύματα ή τραύματα από πυρκαγιά κυμαίνονται από 3% έως 10%, ενώ η επιφάνεια του σώματος που τραυματίζεται είναι περίπου 20%.
Τα κίνητρα για μια τέτοια επίθεση ποικίλουν με την πλειονότητα να οφείλεται στις κακοποιήσεις των ατόμων της τρίτης ηλικίας, στις διαπροσωπικές συγκρούσεις όπως είναι η κατάχρηση των συζύγων και στις επιπλοκές των επιχειρηματικών συναλλαγών. Ως κοινωνικοί παράγοντες που οφείλονται για τις επιθέσεις είναι η αποχή από κοινοτικές και θρησκευτικές δραστηριότητες, οι εξωσυζυγικές και ασταθείς σχέσεις, η λανθασμένη χρήση του ελεύθερου χρόνου και η κατάχρηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας που οδηγεί στα εγκαύματα είναι αυτός της αυτοκτονίας και της αυτοκαταστροφής με τους ανθρώπους αυτούς να καταλήγουν σ’ αυτό το σημείο εξαιτίας κάποιας οικογενειακής δυσλειτουργίας, εσωτερικής διαφωνίας αλλά και της ανεργίας. Το ποσοστό θνησιμότητας φτάνει στο 65% παγκοσμίως (Peck, 2012).
Κάθε χρόνο στην Ελλάδα καταγράφονται περίπου 4.000 εισαγωγές εγκαυμάτων στα νοσοκομεία. Το 15% των εγκαυμάτων αφορούν το 20% της συνολικής επιφάνειας του σώματος και το 25% αφορούν έκταση 11% με 20%, έκταση μικρότερη του 10% της συνολικής επιφάνειας του σώματος αφορούν το 60% των εγκαυμάτων. Οι παράγοντες των εγκαυμάτων σχετικά με τα θερμικά εγκαύματα κυμαίνονται στο 80% , των ηλιακών στο 11%, χημικών 6,2% και των ηλεκτρικών 3% έως 6% της συνολικής επιφάνειας του σώματος (Μαρβάκη και συν., 2015).
A’ ΜΕΡΟΣ
1.1 ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Το δέρμα χαρακτηρίζεται ως το μεγαλύτερο όργανο του σώματος και είναι η πρώτη γραμμή άμυνας κατά των εξωτερικών επιδράσεων, καθώς είναι ευάλωτο σε τραυματισμούς. Οι κακώσεις των μαλακών μορίων επηρεάζονται από απλές εκδορές έως σοβαρούς τραυματισμούς. Παρόλα αυτά θα πρέπει να τηρούνται οι κανόνες ελέγχου αιμορραγίας και προστασίας του τραύματος από περαιτέρω τραυματισμούς και μολύνσεις.
Το δέρμα αποτελείται από τρία στρώματα, την επιδερμίδα, το χόριο και τον υποδόριο ιστό. Η επιδερμίδα είναι το εξωτερικό σκληρό στρώμα του δέρματος που προσφέρει αδιάβροχη κάλυψη στο σώμα και απαρτίζεται από μια τακτοποιημένη διάταξη των κυττάρων. Στη βάση της επιδερμίδας βρίσκεται η βλαστική στοιβάδα που παράγει καινούρια κύτταρα τα οποία προωθούνται στην εξωτερική στοιβάδα της επιδερμίδας που συνεχώς τα απορρίπτει και συνεχώς τα αντικαθιστά από νέα κύτταρα. Τα βαθύτερα κύτταρα στη βλαστική στοιβάδα σχηματίζουν σμηγματογόνους αδένες ενώ τα βαθύτερα κύτταρα της επιδερμίδας περιέχουν σφαιρίδια μελανίνης τα οποία μαζί με τα αιμοσφαίρια του χορίου δίνουν χρώμα στο δέρμα.(Μαρβάκη και συν., 2015) (W.D James, T.G Berger, .M. Eston, 2011) (Lloydetal., 2012).
Το χόριο ή δερμίδα αποτελεί το μεσαίο και το βαθύτερο μέρος του σώματος και χωρίζεται από την επιδερμίδα με την στοιβάδα των βλαστικών κυττάρων. Διάφορα ειδικά στοιχεία δέρματος βρίσκονται μέσα στο χόριο :
Σμηγματογόνοι : Παράγουν σμήγμα, ένα λιπαρό υλικό που καλύπτει τα επιφανειακά κύτταρα και διατηρεί ελαστικό το δέρμα.
Ιδρωτοποιοί αδένες : παράγουν ιδρώτα για την ψύξη του σώματος.
Αιμοφόρα αγγεία : Μεταφέρουν οξυγόνο και τροφή στο δέρμα. Καθώς από το χόριο επεκτείνονται με μικρούς κλάδους μέχρι την βλαστική στοιβάδα ενώ στην επιδερμίδα δεν υπάρχουν καθόλου αγγεία. Θύλακοι τριχών: Είναι μικρά όργανα που παράγουν τρίχες.
Ειδικές νευρικές απολήξεις. (Μαρβάκη και συν., 2015) (W.D James, T.G Berger, .M. Eston, 2011) (Lloyd et al., 2012).
Ο υποδόριος ιστός βρίσκεται κάτω από το χόριο και αποτελείται από λόβια που περιέχουν λιποκύτταρα. (Μαρβάκη και συν., 2015) (W.D James, T.G Berger, .M. Eston, 2011) (Lloyd et al., 2012).
Τέλος το δέρμα ποικίλει σε πάχος ανάλογα με την ηλικία και την περιοχή του σώματος, καθώς υπάρχουν περιοχικές διαφορές ως προς το σχετικό πάχος των στρωμάτων αυτών. Σε ηλικιωμένους και παιδιά είναι πιο λεπτό από ότι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Η επιδερμίδα στα πέλματα και στις παλάμες είναι παχύτερη με πάχος περίπου 1,5 mm , ενώ στα βλέφαρα είναι πολύ λεπτή με πάχος λιγότερο από 0,1 mm. Το χόριο είναι παχύτερο στη ράχη όπου είναι τριάντα έως σαράντα φορές παχύτερο της υπερκείμενης επιδερμίδας. Το υποδόριο λίπος είναι άφθονο στους γλουτούς και στην κοιλιά σε σύγκριση με το στέρνο και την μύτη που είναι πενιχρό. (Μαρβάκη και συν., 2015) (W.D James, T.G Berger,. M. Eston, 2011) (Lloyd et al., 2012).
1.2 ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
1.2.1 Κυριότερες λειτουργίες δέρματος
Προστατεύει το σώμα από την είσοδο νερού και μικροβίων, επιπλέον με τα νεύρα μεταφέρει πληροφορίες του περιβάλλοντος στον εγκέφαλο και αυτό το χαρακτηρίζει ως το κύριο θερμορυθμιστικό όργανο του σώματος. Τα αιμοφόρα αγγεία όταν βρίσκονται σε θερμό περιβάλλον διαστέλλονται, το δέρμα γίνεται εξέρυθρο και αποβάλλεται θερμότητα από την επιφάνεια του σώματος. Ακόμη, εκκρίνεται ιδρώτας από τους ιδρωτοποιούς αδένες στην επιφάνεια του σώματος με αποτέλεσμα δια μέσου της εξάτμισης του ιδρώτα να μειώνεται η θερμοκρασία του σώματος. Αντίθετα, όταν τα αιμοφόρα αγγεία βρίσκονται σε ψυχρό περιβάλλον συσπώνται με αποτέλεσμα να απομακρύνεται το αίμα από το δέρμα μειώνοντας την απώλεια θερμότητας. (Μαρβάκη και συν., 2015) (W.D James, T.G Berger,. M. Eston, 2011) (Lloydetal., 2012).
Οποιαδήποτε βλάβη στο δέρμα αυξάνει την πιθανότητα λοιμώξεων, τον έλεγχο θερμοκρασίας , την απώλεια υγρών και επιτρέπει την είσοδο βακτηρίων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η νοσηρότητα και η θνητότητα.(Μαρβάκη και συν., 2015) (W.D James, T.G Berger, .M. Eston, 2011) (Lloyd et al., 2012).
1.3 ΟΡΙΣΜΟΣ ΕΓΚΑΥΜΑΤΟΣ
Έγκαυμα ορίζεται η βλάβη του δέρματος και των ιστών του εξαιτίας κάποιου θερμικού, ηλεκτρικού, ακτινικού, χημικού ή μηχανικού παράγοντα. Θεωρείται μία από τις σοβαρότερες τραυματικές κακώσεις (Μαρβάκη και συν., 2015) .
1.3.1 Είδη Εγκαυμάτων
1) Θερμικά : συμβαίνουν μετά την επίδραση από υγρή ή ξηρή θερμότητα.
Γ. Εγκαύματα Τρίτου βαθμού: Επεκτείνεται σε όλο το πάχος του δέρματος , του χορίου και του υποδόριου ιστού , το δέρμα είναι απανθρακωμένο, θρόμβωση των μικρών αγγείων, δεν υπάρχει καθόλου πόνος (Evers, Bhavsar and Mailänder, 2010).