V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η κατασκευή ενός έγκυρου και αξιόπιστου ερωτηματολογίου καταγραφής της γνωσιακής ετοιμότητας των ΚΦΑ της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών στα σχολεία.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία αλλά και από έρευνα τόσο στον Ελληνικό όσο και στον διεθνή «χώρο των Πρώτων Βοηθειών» δεν υπάρχει κάποιο ανάλογο ερωτηματολόγιο.
Ένας επιπλέον σκοπός της έρευνας ήταν να εξεταστούν και οι γνώσεις των ΚΦΑ σχετικά με την αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών στα σχολεία.
Η εγκυρότητα του ερωτηματολογίου καταγραφής της γνωσιακής ετοιμότητας για την αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών στα σχολεία εξετάστηκε σε δείγμα 161 ΚΦΑ Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με (α) διερευνητική παραγοντική ανάλυση, (β) επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση και (γ) τη μέθοδο διαφοράς ομάδων.
Επίσης η αξιοπιστία του ερωτηματολογίου εξετάστηκε μέσω του δείκτη Cronbach alpha και μέσω της μεθόδου των επαναληπτικών μετρήσεων.
Με βάση τη διερευνητική παραγοντική ανάλυση (exploratory factor analysis) υποστηρίχθηκε η ύπαρξη πέντε παραγόντων και οι 23 ερωτήσεις του ερωτηματολογίου ομαδοποιήθηκαν στους παράγοντες «αντιμετώπιση διαστρεμμάτων, «αντιμετώπιση καταγμάτων», «αντιμετώπιση καρδιακής ανακοπής», «αντιμετώπιση αιμορραγίας» και «βελτίωση γνώσεων στις πρώτες βοήθειες»» που ερμήνευσαν το 75,90% της συνολικής διακύμανσης.
Το ποσοστό αυτό της ερμηνευμένης διακύμανσης θεωρείται υψηλό, εάν συγκριθεί με τα ποσοστά παρόμοιων ερευνών που παρουσιάζονται στη διεθνή βιβλιογραφία των κοινωνικών επιστημών (Hair, Black, Babin, & Anderson, 2012; Pedhazur & PedhazurSchmelkin, 1991). Επίσης, εμφανίσθηκαν αποδεκτές τιμές στις φορτίσεις (loadings) των ερωτημάτων αλλά και στις κοινότητες διακύμανσης (communalities) των ερωτημάτων παρέχοντας περαιτέρω υποστήριξη στην αποδεκτή παραγοντική του ερωτηματολογίου.
Τέλος, οι χαμηλές τιμές συσχέτισης των παραγόντων του Ερωτηματολογίου με την Κλίμακα Κοινωνικής Επιθυμητότητας υποστήριξαν την καταλληλότητα χρήσης του για ερευνητικούς και πρακτικούς σκοπούς 5.1. Αξιολόγηση συχνότητας τραυματισμών στα σχολεία
Στην παρούσα έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι πιο συχνοί τραυματισμοί των μαθητών στο σχολείο ήταν το διάστρεμμα και το κάταγμα. Σύμφωνα με αποτελέσματα της ανάλυσης των δεδομένων, τα ποσοστά εμφάνισής τους στο σχολείο ήταν υψηλά, καθώς το 96,9% των καθηγητών Φυσικής Αγωγής επιβεβαίωσε ότι αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια του σχολικού προγράμματος περιστατικά διαστρεμμάτων, ενώ το 82,6 % αυτών περιστατικά καταγμάτων.
Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας συμφωνούν με τα αποτελέσματα παρόμοιων ερευνητικών διαδικασιών, όπου βρέθηκε ότι το διάστρεμμα ήταν το πρώτο πιο σύνηθες είδος τραυματισμού τόσο στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής όσο και σε άλλες αθλητικές δραστηριότητες (Armstrong & Mechelen, 2008; Fong et al., 2007; Ma et al., 2016), ενώ το κάταγμα ακολουθεί ως δεύτερη συνηθέστερη μορφή τραυματισμού (Koga et al., 2017; Ma et al.,2016).
Επιπρόσθετα, όσον αφορά τη συχνότητα των καταγμάτων που παρατηρούνται στο σχολείο, τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, επαληθεύουν τα ευρήματα του Hiroshi και των συνεργατών του (2017) όπου διαπιστώθηκε ότι τα κατάγματα αυξήθηκαν σημαντικά 2,2 φορές στα αγόρια και 2,9 φορές στα κορίτσια. Συγκεκριμένα, ο Fong και οι συνεργάτες του (2007) σε βιβλιογραφική έρευνα όπου είχαν συμπεριληφθεί επιδημιολογικές έρευνες που έγιναν τη χρονική περίοδο από το 1977 έως το 2005, σε 38 χώρες, με 201.600 μαθητές από 70 αθλήματα, ανέφεραν ότι 11.847 από τους μαθητές που είχαν συμπεριληφθεί στις έρευνες υπέστησαν διάστρεμμα σε 24 από τα 70 αθλήματα, όπως στο ποδόσφαιρο, την πετοσφαίριση και τον κλασικό αθλητισμό.
Επιπλέον, σε έρευνα που έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Η.Π.Α.) σε 3.876 μαθητές, οι οποίοι συμμετείχαν σε 323 ομάδες Αμερικανικού ποδοσφαίρου τη χρονική περίοδο από το 2010 έως το 2013, βρέθηκε ότι τα περιστατικά των διαστρεμμάτων στους μαθητές ανήλθαν στο 45% ενώ τα περιστατικά των καταγμάτων στο 14% (Ma et al., 2016).
Είναι γενικά αποδεκτό, ότι το σχολείο είναι ένας χώρος εκπαίδευσης που χαρακτηρίζεται από ποικίλες και πολλές φορές μεγάλης έντασης αθλητικές δραστηριότητες, τόσο κατά τη διδακτική διαδικασία, στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής, όσο και κατά τη διάρκεια των διαλλειμάτων στον προαύλιο χώρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα γενεσιουργές αιτίες τραυματισμών, καθώς η πιθανότητα των μαθητών να οδηγηθούν σε δυσμενείς για την υγεία τους καταστάσεις είναι μεγάλη, λόγω έντονων και απρόσεκτων κινήσεων ή ακόμα και λόγω μη ανεπτυγμένης αίσθησης του κινδύνου, ανεξάρτητα από το είδος του αθλήματος.
5.2. Αξιολόγηση συχνότητας κυριότερων μορφών περιστατικών επειγούσης αντιμετώπισης
Αιμορραγία
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, ένα μεγάλο ποσοστό καθηγητών Φυσικής Αγωγής (88,8%) ανέφερε υψηλή συχνότητα περιστατικών αιμορραγίας στο σχολείο. Τα ευρήματα είναι σε συμφωνία με τα αποτελέσματα μιας άλλης ερευνητικής προσπάθειας που πραγματοποιήθηκε στις Η.Π.Α.,όπου διαπιστώθηκε ότι η συχνότητα αιμορραγίας μετά από τραύμα ήταν υψηλή, με το 50% των καταστάσεων αιμορραγίας να γίνεται σε διάφορους χώρους άθλησης (Brohi, Singh, Heron & Coats, 2003; Krug, Sharma & Lozano, 2000 ; McLeod et al., 2003).
Καρδιακή ανακοπή
Όσον αφορά τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης σχετικά με το ποσοστό εμφάνισης περιστατικών καρδιακής ανακοπής, μόνο το 3,1 % των καθηγητών Φυσικής Αγωγής το επιβεβαιώνει. Παρ’ όλα αυτά παρατηρείται ότι οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής αναγνωρίζουν τη σημαντικότητα παροχής καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης σε περίπτωση καρδιακής ανακοπής, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό δήλωσε την επιθυμία να επιμορφωθεί περαιτέρω για το ζήτημα αυτό.
Σε πολλές έρευνες στη διεθνή βιβλιογραφία έχει διαπιστωθεί ότι η αιφνίδια καρδιακή ανακοπή σε νεαρούς αθλητές ακόμα και μέσα στο χώρο του σχολείου, ήταν η κύρια αιτία θανάτου (American Heart Association, 2000; Drezner et al., 2009; Harmon, Asif, Klossner & Drezner, 2011; Maron et al., 2009; National Federation of State High School Association, 2011).
Στην ίδια κατεύθυνση, σε επιδημιολογική έρευνα που έγινε στις Η.Π.Α., σε μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης , παρατηρήθηκε ότι ενώ οι καρδιακές παθήσεις δεν ήταν συχνότερες από άλλους τραυματισμούς, η εκπαίδευση των καθηγητών Φυσικής Αγωγής για την αντιμετώπιση τέτοιων δυνητικά απειλητικών καταστάσεων για τη ζωή των μαθητών, έπρεπε να ήταν συνεχείς, έτσι ώστε να αποφευχθούν (Hirschhorn et al., 2018).
Τέλος, σε έρευνα που έγινε στη Νέα Ζηλανδία, με 456 σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η αντιμετώπιση της καρδιακής ανακοπής μέσω της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης αποτέλεσε ζήτημα υψίστης σημασίας και κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία ενός εσωτερικού κανονισμού πρώτων βοηθειών στα σχολεία, το οποίο θα βασιζόταν σε εγκεκριμένες και ανανεωμένες πηγές από φορείς υγείας (Lafferty, Larsen & Galletly, 2003).
5.3. Αξιολόγηση επάρκειας εξοπλισμού στα σχολεία
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, παρατηρήθηκε ότι ο εξοπλισμός σε περίπτωση καρδιακής ανακοπής στα σχολεία ήταν ανεπαρκής. Αντιθέτως, σε έρευνα που έγινε σε γυμνάσια και λύκεια της Πολιτείας του Τέξας, όπου τα σχολεία διέθεταν νοσηλευτές με γνώσεις στην καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, η διαθεσιμότητα των απινιδωτών ήταν πολύ υψηλή. (Ugalde, Guffey, Minard, Giardino & Johnson, 2017).
Σε αναπτυγμένες χώρες όπως είναι οι Η.Π.Α και η Αυστραλία, είναι κοινός τόπος ότι οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής θα πρέπει να έχουν στο σχολείο τον απαραίτητο εξοπλισμό αντιμετώπισης τραυματισμών ή επειγόντων περιστατικών, έτσι ώστε ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπως είναι τα κατάγματα, τα χτυπήματα στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης, η καρδιακή ανακοπή, να διαθέτουν όλα εκείνα τα μέσα που θα τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν δυνητικά ιδιαίτερα αρνητικές και επικίνδυνες για τους μαθητές καταστάσεις (Australian Red Cross, 2015; Hirschhorn et al., 2018).
Δυστυχώς όμως τα περισσότερα σχολεία στην ελληνική επικράτεια δεν διαθέτουν απινιδωτή, ενώ και οι καθηγητές δεν έχουν εκπαιδευτεί ή δεν έχουν την κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση στην αντιμετώπιση των καρδιακών ανακοπών. Επιπλέον, σε έρευνες που έγιναν στις Η.Π.Α. σε σχολεία γυμνασίων και λυκείων, διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυνος των τραυματισμών, λόγω ανεπάρκειας εξοπλισμού και καλών αθλητικών εγκαταστάσεων, ήταν πολύ ψηλός (Greig & McNaughton, 2014; Gill et al.,2018; Reder & Quan, 2003; Sciarra, Bill & Kenyon, 2006).
Παρ΄ όλα αυτά στην παρούσα έρευνα, ενώ η επάρκεια των υλικών όσον αφορά στην αντιμετώπιση των διαστρεμμάτων και της αιμορραγίας, σύμφωνα με τις απαντήσεις των καθηγητών Φυσικής Αγωγής ήταν ικανοποιητική, 75,8% και 45,3% αντίστοιχα, η επάρκεια των υλικών για την αντιμετώπιση καταγμάτων ήταν χαμηλή 29,2%, ενώ για την αντιμετώπιση καρδιακής ανακοπής, όπου η σοβαρότητα του περιστατικού είναι μεγάλη, ήταν επίσης αρκετά χαμηλή και συγκεκριμένα, 4,3%.
Αντιστοίχως, σύμφωνα με τον DeWitt και τους συνεργάτες του (2012), σε έρευνα που έγινε σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Αμερική, για να αξιολογηθεί το επίπεδο ιατρικής παροχής σε μαθητές που χρήζουν ιατρικής φροντίδας, η διαθεσιμότητα του βασικού σχολικού εξοπλισμού, όσον αφορά την αντιμετώπιση των καταγμάτων και της καρδιακής ανακοπής ήταν ανεπαρκής, καθώς υπήρχε έλλειψη σε νάρθηκες και σε μάσκες cpr.
Επιπρόσθετα, σε έρευνα που έγινε σε 2.784 λύκεια της Αμερικής, κατά τη χρονική περίοδο από το 2006 έως το 2009, βεβαιώνεται ότι το 82,6% των σχολείων διέθεταν 1 ή περισσότερους απινιδωτές, με ένα μέσο όρο 2,8 απινιδωτές ανά σχολείο, ενώ 587 σχολεία δεν διέθεταν συσκευή απινιδωτή (Toresdahl, Harmon, & Drezner, 2013).
Αξιοσημείωτο να αναφερθεί είναι, ότι λόγω του ότι η αιφνίδια καρδιακή ανακοπή είναι η κύρια αιτία θανάτου σε νεαρούς αθλητές κατά τη διάρκεια των αθλητικών δραστηριοτήτων, (Drezner, Chun, Harmon & Derminer, 2008; Drezner, Rao, Heistand, Bloomingdale & Harmon, 2009; Harmon, Asif, Klossner & Drezner, 2011), κρίνεται αναγκαία η διαθεσιμότητα του απινιδωτή στα σχολεία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με προηγούμενες δημοσιευμένες έρευνες το ποσοστό επιβίωσης των μαθητών σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, αυξάνεται σημαντικά (60%), όταν τα σχολεία διαθέτουν απινιδωτές, τους οποίους χρησιμοποιούν νοσηλευτές και εκπαιδευμένοι καθηγητές Φυσικής Αγωγής στις πρώτες βοήθειες (American Heart Association, 2015; Lear, Hoang, & Zyzanski, 2015).
Τέλος, σε έρευνα που έγινε σε δημόσια σχολεία της Ουάσινγκτον, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο σημαντικότερος λόγος της ανεπαρκούς εκπαίδευσης και κατάρτισης των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στις πρώτες βοήθειες είναι η εύρεση χρόνου σε ένα πολυάσχολο πρόγραμμα εκπαίδευσης και η μη χρηματοδότηση από αρμόδιους φορείς, για την αγορά του απαραίτητου εξοπλισμού (Reder & Quan, 2003).
5.4. Αξιολόγηση του επιπέδου γνώσεων των καθηγητών Φυσικής Αγωγής
Στην παρούσα ερευνητική διαδικασία, το φύλο και η ηλικία καθηγητών Φυσικής Αγωγής δεν είχαν στατιστικά σημαντική διαφορά όσον αφορά στις γνώσεις τους στις πρώτες βοήθειες, εύρημα που δεν είναι σε συμφωνία με παρόμοια έρευνα όπου βρέθηκε ότι οι καθηγητές ηλικίας 21 – 30 χρονών είχαν περισσότερες γνώσεις στις πρώτες βοήθειες σε σχέση με τους μεγαλύτερους συνάδελφούς τους (Mpotos, Vekeman, Monsieurs, Derese, & Valcke, 2013).
Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στην παρούσα έρευνα ο μέσος όρος ηλικίας των καθηγητών Φυσικής Αγωγής ήταν υψηλός, καθώς ο διορισμός των νέων στην Ελλάδα στη δημόσια εκπαίδευση γίνεται σε μεγαλύτερη ηλικία, έναντι άλλων χωρών, με συνέπεια οι συγκεκριμένοι καθηγητές να έχουν περιορισμένη γνώση των πρώτων βοηθειών καθώς δεν είχαν επιμορφωθεί στο συγκεκριμένο θέμα κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, ή μέσω της παρακολούθησης ενός εκπαιδευτικού προγράμματος.
Επιπρόσθετα, στην παρούσα ερευνητική διαδικασία παρατηρήθηκε ότι όσο πιο σοβαρό αξιολογούνταν το περιστατικό, τόσο οι γνώσεις των καθηγητών Φυσικής Αγωγής ήταν ελλιπέστερες στην αντιμετώπιση των περιστατικών.
Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι οι καθηγητές γνώριζαν περισσότερα για τις περιπτώσεις των διαστρεμμάτων, λιγότερα για τις περιπτώσεις αιμορραγίας, ακόμη λιγότερα για τις περιπτώσεις καταγμάτων και αρκετά λιγότερα για τα περιστατικά καρδιακής ανακοπής.
Ειδικότερα, όσον αφορά στις περιπτώσεις καρδιακής ανακοπής, τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας είναι σε συμφωνία με προηγούμενες έρευνες όπου βρέθηκε ότι οι γνωστικές ικανότητες των καθηγητών Φυσικής Αγωγής και άλλων αναπτυγμένων ήταν ανεπαρκείς σ’ αυτά τα περαστικά (Abernethy et al, 2014; Brett et al., 2013; DeWitt et al., 2012).
Είναι γενικά αποδεκτό, ότι το σχολείο είναι ένας χώρος εκπαίδευσης που χαρακτηρίζεται από ποικίλες και πολλές φορές μεγάλης έντασης αθλητικές δραστηριότητες, τόσο κατά τη διδακτική διαδικασία, στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής, όσο και κατά τη διάρκεια των διαλλειμάτων στον προαύλιο χώρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα γενεσιουργές αιτίες τραυματισμών ή επειγόντων περιστατικών, καθώς η πιθανότητα των μαθητών να οδηγηθούν σε δυσμενείς για την υγεία τους καταστάσεις είναι μεγάλη, λόγω έντονων και απρόσεκτων κινήσεων ή ακόμα και λόγω της μη ανεπτυγμένης αίσθησης του κινδύνου, ανεξάρτητα από το είδος του αθλήματος.
Οι πρώτοι λοιπόν, πιο συχνά παρευρισκόμενοι στο συμβάν που χρειάζεται να έχουν τις κατάλληλες γνώσεις ώστε να παρέχουν την αρχική φροντίδα, είναι οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής. (Andersen, Courson, Kleiner, & McLoda, 2002; Eberman et al., 2012; Mpotos et al., 2013; Olympia, Dixon, Brady, & Avner, 2007; Potter, 2006).
5.5. Αξιολόγηση της σχέσης των γνώσεων των καθηγητών Φυσικής Αγωγής με την προηγηθείσα επιμόρφωση
Είναι γεγονός, ότι σε παρόμοιες ερευνητικές μελέτες έχει διαπιστωθεί η αναγκαιότητα της επιμόρφωσης των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στις πρώτες βοήθειες, καθώς παρατηρείται ότι η γνώση των καθηγητών Φυσικής Αγωγής είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συνεχή επιμόρφωση τους στο αντικείμενο των Πρώτων Βοηθειών, ώστε οι τραυματισμοί και τα επείγοντα περιστατικά που συχνά πλήττουν τους μαθητές να αντιμετωπίζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. (Bakke & Schwebs, 2017; Hunt, et al., 2016; Mpotos et al., 2013; Reveruzzi, Buckley & Sheehan, 2016).
Ομοίως, στην παρούσα έρευνα επιβεβαιώνεται η συμπερασματολογία των παραπάνω μελετών, καθώς η στατιστική ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής που είχαν πιστοποιημένες γνώσεις στην αντιμετώπιση τραυματισμών και επειγόντων περιστατικών, έδιναν σωστότερες απαντήσεις, όσον αφορά την αντιμετώπιση διαστρέμματος, κατάγματος, αιμορραγίας και καρδιακής ανακοπής.
Πέραν των προαναφερθέντων, μέσω της κατάρτισης των καθηγητών Φυσικής Αγωγής, τα περιστατικά αντιμετωπίζονται άμεσα, με τον κατάλληλο τρόπο, με αποτέλεσμα να προλαμβάνονται καταστάσεις όπου ο μαθητής θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του (Uray et al., 2003).
Σύμφωνα με τον Hunt και τους συνεργάτες του (2016), σε μια προσπάθεια να δώσουν πρακτικές συμβουλές στους καθηγητές Φυσικής Αγωγής για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών στα σχολεία, διαπιστώθηκε ότι οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής, δεν πρέπει να χρησιμοποιούν εξειδικευμένες ορθοπεδικές τεχνικές, εστιάζοντας αποκλειστικά στην αρχική φροντίδα ενός μαθητή, έτσι ώστε να μην επιβαρύνουν την υγεία του με τυχόν λανθασμένες ενέργειές τους.
Συνεχίζοντας , ο Prentice (2013), υποστηρίζει ότι η παροχή των πρώτων βοηθειών από τους καθηγητές Φυσικής Αγωγής πρέπει να δίνεται σύμφωνα με τους κανονισμούς που αφορούν τις πρώτες ενέργειες που χρειάζονται για την αντιμετώπιση τυχόν περιστατικών.
Είναι σκόπιμο επίσης, να μην προχωρούν στην παροχή φαρμάκων ή εξειδικευμένων κινήσεων, όπως είναι η ανάταξη ενός μέλους του μαθητή, καθώς με αυτό τον τρόπο βάζουν σε κίνδυνο το μαθητή, αφού μπορούν να δημιουργηθούν προβλήματα νευρολογικής και καρδιαγγειακής φύσεως.
Αντιστοίχως, σύμφωνα με τον Ma (2013), οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής, επιβάλλεται να έχουν πιστοποιημένες γνώσεις πρώτων βοηθειών, καθώς με αυτό τον τρόπο θα γνωρίζουν ότι σε περιπτώσεις τραυματισμών από πτώση, δεν πρέπει να μετακινούν το θύμα, ή σε ποιες ενέργειες πρέπει να προβούν, σε περιπτώσεις που ένας μαθητής είναι αναίσθητος, έτσι ώστε να μην προκαλέσουν περαιτέρω βλάβες που μπορεί να είναι ακόμα και μοιραίες.
Επιπλέον, οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής που έχουν πιστοποίηση στις πρώτες βοήθειες, γνωρίζουν ότι ο χρόνος αντιμετώπισης τραυματισμών ή επειγόντων περιστατικών είναι πολύ σημαντικός, όσο πιο γρήγορη είναι η αντιμετώπιση, τόσο πιο αποτελεσματική μπορεί να είναι (Hunt et al., 2016).
Τέλος, σε έρευνα που έγινε σε λύκεια του Οχάιο της Αμερικής, με σκοπό να αξιολογηθεί η ετοιμότητα τους, σε περιπτώσεις επειγόντων περιστατικών, επισημάνθηκε η ανάγκη ύπαρξης ιατρικού προσωπικού στα σχολεία, όπως γιατροί, νοσηλευτές, εκπαιδευμένοι καθηγητές Φυσικής Αγωγής στις πρώτες βοήθειες, καθώς διαπιστώθηκε ότι μόνο το 16% των σχολείων είχε σχέδιο έκτακτης ανάγκης.
5.6. Επιθυμία βελτίωσης των γνώσεων των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στις πρώτες βοήθειες
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, διαπιστώθηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των καθηγητών Φυσικής Αγωγής εκδήλωσε την επιθυμία για περαιτέρω επιμόρφωση στις πρώτες βοήθειες. Αντιστοίχως, σε έρευνα που έγινε στην Τουρκία, παρατηρήθηκε ότι το 56,4% των καθηγητών Φυσικής Αγωγής επιθυμούσε να βελτιώσει τις γνώσεις του σε θέματα των πρώτων βοηθειών (Baser et al., 2007).
Επιπλέον, σε έρευνα που έγινε στην Κίνα, παρ’ όλο που διαπιστώθηκε ότι το επίπεδο επάρκειας των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών ήταν χαμηλό, η στάση τους για επιμόρφωση ήταν θετική και μάλιστα δεν ήθελαν να παραμείνει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά επιθυμούσαν η επιμόρφωσή τους να βασίζεται σε πρακτικές εφαρμογές από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό (Feng et al., 2012).
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Mpotos και τους συνεργάτες του (2013), σε έρευνα που έγινε σε σχολεία του Βελγίου, παρατηρήθηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των καθηγητών Φυσικής Αγωγής, της τάξεως 73% επιθυμούσαν να λάβουν περισσότερες γνώσεις πρώτων βοηθειών, και συγκεκριμένα το 67% εξ αυτών, είχε ως κυριότερο κίνητρο για πρόσθετη κατάρτιση, την πρόληψη, ώστε να αποφευχθούν δυσμενείς καταστάσεις για τους μαθητές, που θα προκαλέσουν ακόμα και την απώλεια ζωής.
Από την άλλη πλευρά, οι πιο συχνοί λόγοι που αναφέρουν οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής για μη παρακολούθηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που αφορούν την παροχή της αρχικής φροντίδας στους μαθητές είναι η έλλειψη χρόνου, το περιορισμένο ενδιαφέρον, η έλλειψη γνώσεων και κατάρτισης των αρμόδιων φορέων που μπορούν να τους επιμορφώσουν και το κόστος που θα επιβαρυνθούν (Mpotos et al., 2013; Reder & Quan, 2003).
Τέλος, σε έρευνα που έγινε στη Νέα Ζηλανδία, φάνηκε ότι παρά το γεγονός ότι οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής είχαν εκπαιδευτεί σε θέματα πρώτης ανάγκης, ένα μεγάλο ποσοστό της τάξεως 74% απάντησαν λάθος σε ερωτήσεις που αφορούσαν την αντιμετώπιση της καρδιακής ανακοπής. Το εύρημα αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι είχαν να επιμορφωθούν στο συγκεκριμένο θέμα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 5 ετών (Parnell, Pearson, Galletly & Larsen, 2006).
Συμπερασματικά λοιπόν, είναι άξιο λόγου να αναφερθεί ότι εκτός από την αναγκαιότητα επιμόρφωσης των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στις πρώτες βοήθειες, επιβάλλεται η συνεχής ανανέωση των γνώσεων που προσλαμβάνουν, επειδή υπάρχει πιθανότητα αλλαγής των κανονισμών και των οδηγιών αντιμετώπισης. (Lafferty, Larsen & Galletly, 2003).
5.7. Πρόληψη
Αρκετοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι η πρόληψη, μέσω της υλοποίησης και εφαρμογής προγραμμάτων εκπαίδευσης στους καθηγητές αλλά και στους μαθητές, ώστε να αποφευχθούν επείγοντα περιστατικά στα σχολεία, αποτελεί θέμα Γνωσιακή ετοιμότητα των καθηγητών φυσικής αγωγής στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών στα σχολεία βαρύνουσας σημασίας. (Lester, Donnelly & Weston 1997; Meissner, Kloppe & Hanefeld, 2012).
Από τη μία πλευρά, σύμφωνα με τον Hunt και τους συνεργάτες του (2016), οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής δεν θα πρέπει να γνωρίζουν μόνο πώς να εφαρμόζουν τις βασικές τεχνικές των πρώτων βοηθειών, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουν και πώς να προλαμβάνουν τυχόν ατυχήματα. Για παράδειγμα, ένα καλό πρόγραμμα προθέρμανσης κατά τη διάρκεια του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής μπορεί να αποτρέψει πιθανούς τραυματισμούς (Kaminski et al., 2013; Soligard et al., 2008).
Έχει διαπιστωθεί ότι η προθέρμανση μειώνει κατά 35% τον κίνδυνο τραυματισμού (Hupperets, et al., 2009). Επιπλέον, οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής για να έχουν τη δυνατότητα να διδάσκουν σε ένα ασφαλές περιβάλλον για τους μαθητές, θα πρέπει να συνεργάζονται με κρατικούς φορείς, ιδιωτικές επιχειρήσεις, γονείς, ώστε να δίνεται η αναγκαία χρηματοδότηση για τον απαραίτητο εξοπλισμό και τις κατάλληλες εγκαταστάσεις με αποτέλεσμα οι μαθητές να προστατεύονται από τυχόν τραυματισμούς (Hunt et al., 2016).
Από την άλλη πλευρά, οι μαθητές, αν μεταλαμπαδευτούν από τους καθηγητές Φυσικής Αγωγής, μέσα από σχετικά video, βιβλία και εγχειρίδια πρώτων βοηθειών, και γνωρίσουν τις άσχημες επιπτώσεις που θα έχουν στην υγεία τους, θα αντιληφθούν τον κίνδυνο που διατρέχουν και θα μάθουν να προστατεύουν καλύτερα τον εαυτό τους αλλά και θα μάθουν να ακολουθούν πρακτικές (π.χ., εμφυσήσεις και θωρακικές συμπιέσεις σε κούκλες), ώστε να βοηθούν οι ίδιοι άλλους συμμαθητές τους, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης (Fleischhackl et al., 2009; Jimenez – Fabrega et al., 2009; Younas, Raynes, Morton, & Mackway – Jones, 2006; Bohn et al., 2012).
Είναι γεγονός, ότι η εκπαίδευση των μαθητών στην καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, αν και στην Ελλάδα θα αποτελούσε καινοτόμα και ελπιδοφόρα δράση, η οποία θα ενίσχυε τις προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες των μαθητών, καλλιεργώντας το αίσθημα της ευθύνης, της αυτοεκτίμησης και της αυτοαποτελεσματικότητας, οδηγώντας στη βελτίωση της δημόσιας υγείας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ενέκρινε δήλωση για την εκπαίδευση των μαθητών στην ΚΑΡΠΑ από την ηλικία 12 ετών ή και νωρίτερα, για 2 ώρες το χρόνο (Van Aken & Bottiger, 2015).
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την υποχρεωτική με το νόμο ένταξη της διδασκαλίας ΚΑΡΠΑ στο σχολικό πρόγραμμα. Ήδη, με βάση τη παγκόσμια βιβλιογραφία, η εκπαίδευση των μαθητών στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών πρέπει να γίνεται από νωρίς (Cave, et al., 2011; Australian Red Cross, 2015; American Heart Association, 2015; Plant & Taylor, 2012).
Για παράδειγμα, στην Νορβηγία για πολλά χρόνια, διδάσκεται στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μάθημα πρώτων βοηθειών (Tjomsland et al., 2005).
Γι’ αυτό το λόγο σύμφωνα με τον Bakke (2017), σε έρευνα που έγινε στη Νορβηγία, το 90% των καθηγητών Φυσικής Αγωγής είχαν πιστοποίηση στις πρώτες βοήθειες, το 6% ήταν εκπαιδευτές και μόλις το 4% δεν είχαν εκπαιδευτεί καθόλου.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον Mpotos, (2013), σε έρευνα που έγινε στο Βέλγιο, Συζήτηση 49 το μάθημα των πρώτων βοηθειών είναι ήδη ενσωματωμένο στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, από το 2010. Είναι γενικά αποδεκτό, ότι για να ενταχθεί το μάθημα των πρώτων βοηθειών στα σχολεία, θα πρέπει πρώτα να υπάρχει ένα εκπαιδευμένο προσωπικό που θα αποτελείται από ιατρούς, νοσηλευτές ή πιστοποιημένους καθηγητές Φυσικής Αγωγής, οι οποίοι θα είναι σε θέση να παρέχουν την αρχική ιατρική φροντίδα, εφόσον χρειαστεί, και οι οποίοι αργότερα, με τη σειρά τους θα ενεργοποιήσουν τους μαθητές, μέσω της επιμόρφωσής τους, για να συμβάλλουν και αυτή με τη σειρά τους σε μια καλύτερη δημόσια υγεία. (Bakke, 2017; Parnell et al., 2006; Reveruzzi et al., 2016).
VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
6.1. Γενικά Συμπεράσματα
Σε έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το παρελθόν, έχει υποστηριχθεί ότι οι γνώσεις και οι συμπεριφορές των καθηγητών Φυσικής Αγωγής σε θέματα πρώτων βοηθειών μέσα στο σχολικό περιβάλλον, έχουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο.
Οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής αποτελούν μοντέλα δράσης για τους μαθητές σε περίπτωση επείγουσας κατάστασης για την υγεία τους.
Όσον αφορά τα ευρήματα που προκύπτουν από την παρούσα έρευνα, όντως οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής επιβεβαιώνουν ότι χρειάζεται να αντιμετωπίσουν στην καθημερινότητά τους πλειονότητα τραυματισμών και επειγουσών καταστάσεων ιατρικής φροντίδας.
Η συχνότητα των τραυματισμών αφορά περισσότερο σε ρήξεις συνδέσμων με τη μορφή διαστρεμμάτων, θραύσεις οστών και αιμορραγίας και λιγότερο σε καταστάσεις καρδιακής ανακοπής.
Για τη βέλτιστη παροχή πρώτων βοηθειών θεωρείται αναγκαίο ένα κατάλληλα εφοδιασμένο φαρμακείο, σε κάθε σχολική κοινότητα, με όλα τα απαραίτητα όργανα, υλικά και φάρμακα, για την καλύτερη αντιμετώπιση όλων των πιθανών τραυματισμών και των επειγόντων περιστατικών, με ασφάλεια, ώστε να μη χειροτερέψει η υγεία των μαθητών.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι η χρήση οργάνων και η χορήγηση φαρμάκων πρώτης γραμμής στους μαθητές, γίνεται αποκλειστικά από καθηγητές Φυσικής Αγωγής που έχουν γνώσεις και είναι εκπαιδευμένοι στις πρώτες βοήθειες και οι οποίοι δεν ξεφεύγουν από την παροχή μόνο της αρχικής ιατρικής περίθαλψης, καθώς σε περιπτώσεις βαρύνουσας για την υγεία καταστάσεις πρέπει να αναλαμβάνει το ιατρικό προσωπικό. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας υπήρχε ανεπάρκεια στη διαθεσιμότητα ενός πλήρους εξοπλισμένου φαρμακείου στις σχολικές ομάδες.
Ειδικότερα σε περιπτώσεις καταγμάτων και αιμορραγίας, όπου τα περισσότερα σχολεία δε διέθεταν τα κατάλληλα υλικά αντιμετώπισης και σε περιπτώσεις σοβαρών περιστατικών όπως αυτή της καρδιακής ανακοπής όπου τα διαθέσιμα υλικά ήταν σχεδόν μηδαμινά. Αν και στην παρούσα έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής είχαν έλλειψη γνώσεων στην αντιμετώπιση διαστρέμματος, κατάγματος, αιμορραγίας και καρδιακής ανακοπής, και μάλιστα σε περιπτώσεις όπου το περιστατικό ήταν πιο κρίσιμο και σοβαρό έδιναν περισσότερες λανθασμένες απαντήσεις.
Οι ίδιοι εκπαιδευτικοί δηλώνουν ότι επιθυμούν να επιμορφωθούν προκειμένου να βελτιώσουν τις γνώσεις τους στις πρώτες βοήθειες. Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί, ότι ενώ στην παρούσα έρευνα διαπιστώθηκε η έλλειψη γνώσεων των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στην αντιμετώπιση των ανωτέρω επειγόντων περιστατικών, αλλά και γενικότερα, η ανετοιμότητα των σχολείων να ανταπεξέλθουν σε περιπτώσεις επειγουσών καταστάσεων, λόγω ανεπάρκειας εξοπλισμού, το ζήτημα της παροχής των πρώτων βοηθειών, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής παγκοσμίως.
Σε χώρες του εξωτερικού, η καθιέρωση ενός πρότυπου λειτουργικού μοντέλου δόμησης, όπου τα σχολεία απαρτίζονται από εξειδικευμένο έμψυχο δυναμικό που είναι ικανό να παρέχει τις πρώτες βοήθειες σε περίπτωση ανάγκης διαθέτοντας όλα τα απαραίτητα μέσα πρωταρχικής ιατρικής φροντίδας, είναι επιτακτική ανάγκη. Συγκεκριμένα, η διδασκαλία των πρώτων βοηθειών στα σχολεία της Σκανδιναβίας, της Μεγάλης Βρετανίας, των Η.Π.Α. και της Ισπανίας είναι υποχρεωτική.
Επιπλέον, αν και στην παρούσα μελέτη το 66,5% των καθηγητών Φυσικής Αγωγής δεν διέθετε πιστοποιημένες γνώσεις πρώτων βοηθειών, σε χώρες όπως είναι η Μεγάλη Βρετανία και η Δανία, εκτός από τους καθηγητές Φυσικής Αγωγής που επιβάλλεται να έχουν εκπαιδευτεί στις πρώτες βοήθειες λόγω της ειδικότητάς τους, εκπαιδεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και άλλες ειδικότητες καθηγητών, ώστε όλα τα τμήματα των καθηγητών του σχολείου να έχουν τουλάχιστον από έναν πιστοποιημένο καθηγητή στις πρώτες βοήθειες, σε περίπτωση ανάγκης.
Σύμφωνα με τον κανονισμό του σχολείου σε χώρες του εξωτερικού όπως είναι η Μεγάλη Βρετανία οι μαθητές αναγνωρίζουν το εξειδικευμένο προσωπικό καθώς η φωτογραφία τους και ο αριθμός κλήσης έκτακτης ανάγκης είναι αναρτημένα σε κάθε αίθουσα.
Δυστυχώς, η Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις (EURECA ONE), ανάμεσα σε 27 ευρωπαικές χώρες, κατέχει την τελευταία θέση όσον αφορά την εξωνοσοκομειακή ιατρική φροντίδα, ενώ την πρώτη θέση κατέχει η Δανία.
Εν κατά κλείδι, επαγωγικά σκεπτόμενοι, η αναγκαιότητα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών για θέματα παροχής πρώτων βοηθειών και πρόληψης ατυχημάτων, όπως και η ύπαρξη ενός κατάλληλα εξοπλισμένου φαρμακείου στα σχολεία, αποτελούν ζητήματα υψίστης σημασίας και η αξιολόγηση αυτών κρίνεται αναγκαία. 6.2. Προτάσεις για περαιτέρω έρευνα
Η παρούσα έρευνα εξέτασε τις γνώσεις και την ετοιμότητα των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στην παροχή πρώτων βοηθειών, έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν είναι σε θέση και σε ποιο βαθμό να αντιμετωπίσουν επείγοντα περιστατικά που μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια του σχολικού τους ωραρίου.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στον νομό της Αττικής και θα ήταν παρακινδυνευμένο να γενικευτούν τα αποτελέσματά της σε όλη την Ελλάδα.
Η πραγματοποίηση σχετικών μελλοντικών ερευνών σε πανελλαδική κλίμακα θα έδειχνε την πραγματική εικόνα που επικρατεί στη χώρα μας. Επιπλέον, παράλληλα με τη χρήση αυτών των ερωτηματολογίων, πλήθος άλλων χαρακτηριστικών κρίνονται απαραίτητα προς διερεύνηση.
Συγκεκριμένα, στην παρούσα έρευνα, εξετάστηκε η γνώση και η ετοιμότητα των καθηγητών Φυσικής Αγωγής, στην αντιμετώπιση των διαστρεμμάτων, των καταγμάτων, της αιμορραγίας και της καρδιακής ανακοπής, καθώς σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία αποτελούν τα πιο συνήθη και σημαντικά περιστατικά που συμβαίνουν στο σχολείο.
Από την άλλη όμως πλευρά, δεν παύουν να συμβαίνουν και άλλα περιστατικά όπως αυτά των εγκαυμάτων, της πνιγμονής, της επιληψίας, που χρήζουν επίσης αντιμετώπισης.
Επιπρόσθετα, ο ανθρωποκεντρικός και κοινωνικός προσανατολισμός του σχολείου δεν συνάδει μόνο με την εκπαίδευση των καθηγητών στο τρόπο αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών, αλλά και με την εκπαίδευση των ίδιων των μαθητών, οι οποίοι με τη σειρά τους θα συμβάλλουν θετικά, σε περιπτώσεις έκτακτης ιατρικής ανάγκης των συμμαθητών τους.
Θα μπορούσαν λοιπόν μελλοντικά να εξεταστούν κατά πόσο υπάρχουν οι προϋποθέσεις στα σχολεία, έτσι ώστε να ενταχθούν μαθήματα πρώτων βοηθειών, σύμφωνα με τα οποία η εκπαίδευση των μαθητών στις πρώτες βοήθειες θα ξεκινούσε από μικρή ηλικία.
Τέλος, το ζήτημα της παροχής των πρώτων βοηθειών στο σχολικό περιβάλλον, είναι κάτι που πρέπει να αφορά όλους, ανεξαρτήτου ειδικότητας καθηγητών, παρ’ όλο που πιο συχνά εμφανίζονται επείγοντα περιστατικά στους καθηγητές Φυσικής Αγωγής, λόγω της φύσης του επαγγέλματός τους.
Η επιμόρφωση τόσο των καθηγητών όσο και των μαθητών σε θέματα ζωτικής σημασίας, όπως αυτά των επειγόντων περιστατικών, σύμφωνα με τα οποία τίθεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα των ανθρώπων, επιβάλλεται. Όλοι μαζί θα πρέπει να είναι αρωγοί στην προσπάθεια μείωσης της σοβαρότητας των περιστατικών που μπορούν να αποβούν μοιραία για την ανθρώπινη ζωή.
«ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ»
Φαλούκα Αικατερίνη
Μεταπτυχιακή Διατριβή
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
«ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ»
ΑΘΗΝΑ 2019
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ