Φωνές διαμαρτυρίας ακούγονται σε όλη τη χώρα σχετικά με την ανάγκη αλλαγών στην εκπαίδευση. Τονίζεται ότι οι προσπάθειες για ανασχηματισμό, ανασυγκρότηση και για καινοτομίες, πρέπει να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις για την προαγωγή καλύτερα εκπαιδευμένων μαθητών. Από πολλές απόψεις, τα σχολεία κάνουν καλύτερη δουλειά συγκριτικά με το παρελθόν, ιδίως σ’ ότι αφορά την αναγνώριση των ατομικών διαφορών, αλλά και την αποφοίτηση ενός μεγαλύτερου ποσοστού μαθητών από το Γυμνάσιο. Αλλά οι απαιτήσεις για ένα εργατικό δυναμικό πολύ υψηλότερα εκπαιδευμένο, προβάλλουν την ανάγκη για ακόμα ψηλότερα εκπαιδευτικά επίπεδα και προγράμματα σπουδών, που να σχετίζονται περισσότερο με το σημερινό κόσμο.
Ο κόσμος αλλά και οι μαθητές του έχουν αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότεροι δάσκαλοι σήμερα έρχονται αντιμέτωποι με μαθητές, οι οποίοι δείχνουν ελάχιστα ενδιαφέρον για τη μόρφωση, που αισθάνονται ότι οι ενήλικες δεν τους καταλαβαίνουν, αλλά δεν κάνουν καμία προσπάθεια για να τους καταλάβουν, ενώ έχουν ελάχιστες ελπίδες για τον εαυτό τους και το μέλλον. Το οικογενειακό περιβάλλον των μαθητών σήμερα, διαφέρει σημαντικά από εκείνο των 10 με 15 προηγουμένων χρόνων. Για παράδειγμα, 90% περίπου των παιδιών που πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο έχουν ήδη βιώσει μια οικογενειακή αλλαγή (όπως διαζύγιο ή χωρισμό) και περισσότερο από το 50% (περίπου) προέρχεται από οικογένειες που η μητέρα εργάζεται έξω από το σπίτι. Επιπρόσθετα, λιγότερο από το 10% των μαθητών του Γυμνασίου προέρχονται από οικογένειες στις οποίες ο πατέρας προσφέρει πρωταρχική πηγή εισοδήματος και η μητέρα φροντίζει τα παιδιά στο σπίτι.
Αυτή η αλλαγή στη δομή και της Ελληνικής οικογένειας, φαίνεται καλύτερα στο γεγονός ότι το 1970, περίπου το 90% των παιδιών είχαν παππούδες και γιαγιάδες που ζούσαν στο ίδιο σπίτι μ’ αυτά ή πολύ κοντά στη γειτονία. Το 1990, υπολογίζεται ότι το λιγότερο από το 10% των παιδιών έχουν παππούδες και γιαγιάδες άμεσα διαθέσιμους.
Παράλληλα με τη μείωση της συμμετοχής σε οργανισμούς για νέους και την έλλειψη παρουσίας στην Εκκλησία, τα παιδιά σήμερα, βρίσκουν λιγότερες πηγές για κοινωνική και συναισθηματική υποστήριξη. Επιπρόσθετα, ένας αυξανόμενος αριθμός μαθητών βιώνει το συναισθηματικό τραύμα ενός χωρισμού, την αστάθεια που προκύπτει όταν ζει πρώτα με τον ένα από τους δύο γονείς κι έπειτα με τον άλλον, ή όταν μετακινείται από σχολείο σε σχολείο αλλά και τη μοναξιά, αποτέλεσμα της εξωτερικής εργασίας του ενός ή και των δύο γονιών για εκτεταμένες περιόδους στη διάρκεια της ημέρας.
Αποτέλεσμα τέτοιων αλλαγών είναι ότι πολλοί μαθητές είναι λειτουργικά ανίκανοι να συγκεντρωθούν στα σχολικά τους καθήκοντα και βιώνουν ψυχολογικό πόνο και πίεση. Μέχρι να ικανοποιηθούν οι συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών για ασφάλεια, ταυτότητα αλλά και η αίσθηση ότι ανήκουν κάπου, είναι ανίκανα να λειτουργήσουν διανοητικά. Πολλά παιδιά δε μπορούν να θυμηθούν τι διδάχτηκαν στο σχολείο την προηγούμενη μέρα, επειδή είναι συγκεντρωμένα στις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες.
Η οικογένεια αναγνωρίζεται ότι είναι ο πρωταρχικά υπεύθυνος για την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών αλλά, εξαιτίας των σημερινών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, πολλές οικογένειες είναι ανίκανες να παρέχουν τις βασικές συνθήκες για την ευνοϊκότερη ανάπτυξη των παιδιών τους. Τα σχολεία, από την άλλη πλευρά, δεν έχουν παρά ελάχιστη επιλογή στο να προσφέρουν κάποια συμπληρωματική υποστήριξη, όταν αυτή χρειάζεται. Αν θέλουμε οι μαθητές να λειτουργούν σε υψηλότερα διανοητικά επίπεδα, τότε πρέπει να παρέχονται στο σχολείο συνθήκες και εμπειρίες, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στους μαθητές να λειτουργούν σε τέτοια επίπεδα. Μπορούμε να βελτιώσουμε σημαντικά τις σχολικές συνθήκες, ώστε οι μαθητές να μπορούν να λειτουργούν περισσότερο αποτελεσματικά, χωρίς όμως να θυσιάζουμε τη πρωταρχική μας ευθύνη, δηλ. την ανάπτυξη της ακαδημαϊκής προόδου.
Σαν εκπαιδευτές βοηθάμε τους ανθρώπους να αναπτυχθούν. Οι αποτελεσματικοί δάσκαλοι πάντοτε ενδιαφέρονται για την ευημερία των μαθητών τους. Οι δάσκαλοι που μεταφέρουν ένα αίσθημα φροντίδας στους μαθητές τους, είναι γνωστό ότι είναι περισσότερο αποτελεσματικοί. Πρέπει να παρέχουμε εμπειρίες στα παιδιά, ώστε να κατανοήσουν τον εαυτό τους, ν’ αντιληφθούν ποιες επιλογές και εναλλακτικές λύσεις έχουν, πως μπορούν ν’ αναπτύξουν επιτυχημένες κοινωνικές σχέσεις, αλλά και πως ν’ αναλάβουν την ευθύνη για τη ζωή τους. Είναι δυνατό να καλυφθούν τέτοιες ανάγκες, χωρίς να υπάρξει μείωση της ακαδημαϊκής προόδου. Σημαντικές έρευνες στο εξωτερικό αποδεικνύουν ότι όλα τα σχολεία που έχουν αναγνωριστεί ως “αποτελεσματικά σχολεία” οφείλουν την επιτυχία τους στην έμφαση που δίνουν στην Αυτοεκτίμηση και το σχολικό κλίμα. (Purkey&Aspey, 1958 / Thomas, 1991).
Όλο και περισσότερα σχολεία ανακαλύπτουν ότι η έμφαση στην αυτοεκτίμηση ενδυναμώνει το περιβάλλον της μάθησης, μειώνει τις συγκρούσεις μεταξύ των συμμαθητών και δημιουργεί περισσότερο επιθυμητές συνθήκες διδασκαλίας. Στην Καλιφόρνια το 94% των σχολείων έχουν υιοθετήσει προγράμματα για την ανάπτυξη των μαθητών τους. Τα περισσότερα σχολεία που έχουν επιλεγεί ως Διακεκριμένα Σχολεία στην Αμερική και την Ευρώπη, έχουν επίσης αναπτύξει προγράμματα για την ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης του προσωπικού.
ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ
Ο όρος “αυτοεκτίμηση” αρχίζει να γίνεται πλέον παγκόσμια κατανοητός. Συνήθως χρησιμοποιείται για ν’ αναφερθούν οι αξιολογήσεις που οι άνθρωποι κάνουν, αλλά και συντηρούν σχετικά με τον εαυτό τους. Περιλαμβάνει διαθέσεις αποδοχής ή απόρριψης και το βαθμό που οι άνθρωποι νιώθουν αξιόλογοι, μοναδικοί και αποτελεσματικοί, στη καθημερινή τους ζωή.
Ο WilliamJames (1890), ίσως ο ιδρυτής της ψυχολογίας της αυτοεκτίμησης, είδε την αυτοεκτίμηση σαν την απόσταση ανάμεσα στον “ιδανικό εαυτό” και στον “αντιληπτό εαυτό”. Ο NathanielBranden (1983), όρισε την αυτοεκτίμηση ως “την (προ)διάθεση να βιώνει κανείς τον εαυτό του ως επαρκή για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής, αλλά και ως άξιο να δεχτεί την επιτυχία και την ευτυχία”. Η Briggs ανέφερε ότι η αυτοεκτίμηση είναι “το σύνολο των συναισθημάτων που κάποιος έχει για τον εαυτό του, συμπεριλαμβανομένου του αυτοσεβασμού και της αυταξίας. Αυτά τα συναισθήματα, δήλωσε, βασίζονται στην πεποίθηση ότι το άτομο είναι: α) αξιαγάπητο και β) αξίζει το κόπο – που σημαίνει ότι είναι αρκετά επαρκής ώστε να αντιμετωπίζει τον εαυτό του, αλλά και το περιβάλλον του, ενώ έχει κάτι να προσφέρει στους άλλους.
Οι Bean&Clemes εξισώνουν την αυτοεκτίμηση με το συναίσθημα της ικανοποίησης που προκύπτει όταν οι ατομικές ανάγκες ικανοποιούνται. Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που οι άνθρωποι χειρίζονται τον κόσμο ή τον επηρεάζουν μέσα από τις ικανότητες τους ,αλλά και από τον τρόπο που επηρεάζονται από τον κόσμο ή το περιβάλλον τους. Οι Carothers&Gasten πιστεύουν ότι η αυτοεκτίμηση είναι το τι πιστεύει και αισθάνεται κάποιος για την αυτοεικόνα του. Το “CaliforniaTask Force” για την Προαγωγή της Αυτοεκτίμησης και της Προσωπικής και Κοινωνικής Υπευθυνότητας (1990) συμφώνησε ότι η αυτοεκτίμηση ορίζεται ως “εκτιμώ τη δική μου αξία και σπουδαιότητα κι έχω τη διάθεση να είμαι υπόλογος για τον εαυτό μου και να ενεργώ υπεύθυνα απέναντι στους άλλους”.
Τον Ιούνιο του 1992, το Διοικητικό Συμβούλιο του “Εθνικού Συμβουλίου για την Αυτοεκτίμηση”, με το οποίο είναι συνδεδεμένο και το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΥΤΟΕΚΤIΜΗΣΗΣ, συμφώνησε ότι αυτοεκτίμηση είναι “η εμπειρία του να είσαι ικανός να χειρίζεσαι τις προκλήσεις της ζωής και να αισθάνεσαι άξιος για την ευτυχία”. Ο ορισμός αυτός προκύπτει από την εγκεφαλική διαδικασία της αξιολόγησης του εαυτού και της συναισθηματικής διαδικασίας του να νιώθεις ότι “αξίζεις”.
Έξι περιοχές καθορίζουν αυτές τις διαδικασίες:
- Κληρονομικά χαρακτηριστικά, όπως ευφυΐα, εμφάνιση, σωματικές ικανότητες.
- Ηθική αρετή ή ακεραιότητα.
- Κατορθώματα ή επιτυχίες στη ζωή, όπως δεξιότητες, κεκτημένα υπάρχοντα, επιτεύγματα.
- Η αίσθηση ότι σε συμπαθούν και σε αγαπούν.
- Η αίσθηση ότι είσαι μοναδικός, αξίζεις το καλύτερο κι ότι αξίζεις το σεβασμό των άλλων.
- Η αίσθηση ότι εσύ ελέγχεις τη ζωή σου.
Σ’ αυτές τις διαδικασίες δεν υπονοείται ούτε έπαρση, ούτε αυτοϊκανοποίηση εις βάρος των άλλων. Η αυτοεκτίμηση δεν προέρχεται από τον ανταγωνισμό με τους άλλους, ούτε αντιστοιχεί στις επιτυχίες ή αποτυχίες ενός ατόμου. Βασίζεται περισσότερο σ’ ένα αίσθημα επάρκειας κι αποτελεσματικότητας στην αντιμετώπιση του μέλλοντος, παρά στην ικανοποίηση που προκύπτει από προηγούμενα επιτεύγματα.
Η Αυτοεκτίμηση διαφέρει από την αυτοαντίληψη ή αυτοεικόνα, την εικόνα που κάποιος έχει για τον εαυτό του. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το σύνολο των συναισθημάτων που κάποιος έχει για τις πολλαπλές αυτοεικόνες του. Όταν μιλάμε για τον εαυτό, συνήθως το κάνουμε σα να είναι μια καθαρή, απλή σύλληψη. Ο WilliamJames (1890) αναγνώρισε τέσσερις όψεις του εαυτού: το φυσικό (σωματικό) εαυτό, τον κοινωνικό εαυτό, το γνωστικό εαυτό και το διανοητικό εαυτό. Έτσι η αυτοεκτίμηση ενός ατόμου, επηρεάζεται ανάλογα με το ποια όψη του εαυτού λαμβάνεται περισσότερο υπόψη.
Ο Adler (1969) στήριξε την άποψή του για την αυτοεκτίμηση στο φυσικό αγώνα του ατόμου για ανωτερότητα, μέσα από την επίτευξη των στόχων του. Υποστήριξε ότι τα άτομα έρχονται στον κόσμο σε μία κατάσταση κατωτερότητας κι αγωνίζονται για την ανωτερότητα.
Το βασικό κίνητρο της συμπεριφοράς είναι η σκοπιμότητα ή κατευθύνεται από στόχους, όχι πάντα συνειδητούς, καθώς και τα άτομα αγωνίζονται να πετύχουν μία θέση ανωτερότητας ή τουλάχιστον να προστατέψουν το παρόν επίπεδο αυτοεκτίμησής τους. Έτσι η αυτοεκτίμηση είναι συνεχώς εξελισσόμενη και συνιστά το σύνολο των αντιλήψεων που διατηρούμε για τον εαυτό μας σε κάποια δεδομένη στιγμή.
Στη βιβλιογραφία, υπάρχει συμφωνία σχετικά με το ότι η αυτοεκτίμηση ενδυναμώνει όλες τις πλευρές της ζωής, αφού δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να έχουν αυξημένη προσωπική παραγωγικότητα και ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις. Οι άνθρωποι που έχουν θετικά συναισθήματα για τον εαυτό τους, μπορούν καλύτερα να καθορίσουν τους στόχους και τις κατευθύνσεις τους, να σταθμίσουν αντικειμενικά τις δυνάμεις τους και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα πισωγυρίσματά τους. Πρόσθετα δέχονται πρόθυμα τις συνέπειες των πράξεών τους. Βλέπουν τα “λάθη” τους ως απαραίτητα στη διαδικασία της ανάπτυξης κι έτσι δεν καταθλίβουν τον εαυτό τους. Νιώθουν ενδυναμωμένοι. Εμπλέκονται ελεύθερα σε πράξεις συνεργασίας. Έχουν περισσότερο θετικές κοινωνικές σχέσεις και η ζωή τους έχει νόημα.
ΠΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ Η ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ
Τα παιδιά αρχίζουν να μορφοποιούν τα πρώτα συναισθήματα αυτοεκτίμησης τις πρώτες έξι εβδομάδες τις ζωής τους, ανάλογα με το πώς εκτιμούν ότι ο κόσμος αντιδρά στις σωματικές και συναισθηματικές τους ανάγκες. Καθώς διέρχονται τα ποικίλα στάδια της ανάπτυξης, η αυτοεκτίμησή τους τροποποιείται ανάλογα με το πώς αντιδρούν οι σημαντικοί γι’ αυτούς ενήλικες στις ανάγκες τους και το βαθμό που αυτές ολοκληρώνονται επιτυχώς σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο.
Ο StanleyCoopersmith (1967) αναγνώρισε τρεις βασικές συνθήκες που προάγουν την υψηλή αυτοεκτίμηση στο περιβάλλον της οικογένειας :
- Αγάπη και στοργή χωρίς όρους.
- Σωστά καθορισμένα όρια, που σταθερά εφαρμόζονται.
- Σεβασμός που δίνεται στα παιδιά φανερά, άμεσα και καθημερινά.
Η μορφοποίηση των διαθέσεων (τάσεων) αρχίζει ν’ αναπτύσσεται καθώς τα παιδιά πλησιάζουν τους άλλους, απαιτούν κι αρχίζουν να περπατούν. Όταν αυτές οι προσπάθειες συναντούν θετικές αντιδράσεις κι ενθάρρυνση, τότε τα παιδιά αρχίζουν ν’ αναπτύσσουν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης. Εάν όμως, από την άλλη πλευρά, τα παιδιά υποβιβάζονται και οι απαιτήσεις – ανάγκες τους συναντούν θυμό ή αδιαφορία, τότε τα παιδιά τείνουν να αισθάνονται ότι δεν τα θέλουν ή ότι είναι λιγότερο σημαντικά. Η γονεϊκή αντίδραση στις πρώτες προσπάθειες του παιδιού να περπατήσει ή κατά τον έλεγχο των σφιγκτήρων, για παράδειγμα, έχει ένα σημαντικό αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το παιδί έχει ήδη μάθει να είναι ευαίσθητο στα συναισθήματα τη μητέρας του ή του πατέρα του. Αν, για παράδειγμα, οι γονείς φοβούνται ότι το παιδί θα πέσει όταν κάνει τα πρώτα του βήματα, τότε το παιδί τείνει να είναι πολύ επιφυλακτικό και να φοβάται να ρισκάρει. Όταν ένα παιδί εκπαιδεύεται στον έλεγχο των σφιγκτήρων και δεν είναι έτοιμο για κάτι τόσο σημαντικό για τους γονείς, τότε το παιδί εισπράττει το αίσθημα ότι δεν ικανοποιεί τις γονεϊκές φιλοδοξίες.
Το στάδιο που κοινά αναφέρεται σαν “τα φοβερά 2χρονα”, είναι το πρώτο στάδιο που το παιδί αντιλαμβάνεται στην ατομική του δύναμη. Οι προσπάθειες του παιδιού να καθορίσει τι είναι “δικό μου” και τι αφορά “εμένα”, οδηγούν σ’ ένα αίσθημα ταυτότητας ως ένα μοναδικό άτομο, ξεχωριστό από τους άλλους.
Από τη στιγμή που τα παιδιά πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο, τα βασικά στοιχεία της αυτοεκτίμησης βρίσκονται στη θέση τους και τα παιδιά με υψηλά ή χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης μπορούν εύκολα ν’ αναγνωριστούν. Τα παιδιά με υψηλή αυτοεκτίμηση εμπλέκονται εύκολα με τους άλλους μαθητές, απολαμβάνουν νέες εμπειρίες, είναι περίεργα και κάνουν ερωτήσεις, προσφέρουν αυθόρμητα και ανταποκρίνονται στις προκλήσεις. Τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσκολεύονται ν’ αποχωριστούν τους γονείς τους, είναι απόμακρα, εμπλέκονται σε δραστηριότητες όταν νιώθουν ασφαλή, παρακολουθούν τους άλλους για ν’ αποφασίσουν τι θα κάνουν πριν δοκιμάσουν κάτι καινούργιο. Σπάνια κάνουν ερωτήσεις ή απαντούν παρορμητικά, έχουν δυσκολία στο να μοιράζονται και τείνουν να σχετίζονται στενά μ’ έναν περιορισμένο αριθμό παιδιών.
Μερικά παιδιά μπορεί να είναι από τη φύση τους ντροπαλά κι εσωστρεφή, έχουν όμως υψηλή αυτοεκτίμηση, ακόμη κι αν δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις ή δεν προσφέρουν αυθόρμητες απαντήσεις. Όμως το παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση εμφανίζει υψηλό βαθμό άγχους, φοβάται να ρισκάρει και δεν σχετίζεται θετικά με τα άλλα παιδιά.
Πολλά παιδιά περνάνε ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους με ένα γονέα ή προέρχονται από οικογένειες όπου και οι δύο γονείς εργάζονται πολλές ώρες. Συχνά αυτοί οι γονείς έχουν πολλές ασχολίες και αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Είναι πολύ δύσκολο για αυτά τα παιδιά να αναπτύξουν ένα δυνατό αίσθημα ταυτότητας και να κατανοήσουν τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους. Είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτά να πεισθούν ότι είναι σημαντικά άτομα που αξίζουν το σεβασμό και την ευτυχία. Οι μελέτες αποδεικνύουν ότι παιδιά που δε λαμβάνουν προσοχή ή ανατροφοδότηση, τείνουν να έχουν φτωχότερη αντίληψη για τον εαυτό τους, από εκείνα που δέχονται θετική είτε αρνητική ανατροφοδότηση σε τακτική βάση. Είναι δηλαδή σαν τα παιδιά να εξισώσουν το συναίσθημα τού πόσο σημαντικά είναι με το σύνολο της προσοχής που λαμβάνουν.
Οι δάσκαλοι μπορούν να έχουν ένα σημαντικό αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση των μαθητών τους, μερικές φορές χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό στην περίπτωση των παιδιών που προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες ή που δεν έχουν βιώσει ανατροφοδότηση ή κάποια θετική προσοχή. Οι δάσκαλοι της Α/βάθμιας εκπαίδευσης μπορούν εύκολα να αντιληφθούν εκείνα τα παιδιά που χρειάζονται επιβεβαίωση και που μερικές φορές κάνουν τα πάντα προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή του δασκάλου. Αν αυτά τα παιδιά καταλάβουν ότι δεν μπορούν να κερδίσουν την προσοχή του δασκάλου μέσα από κάποιο επίτευγμα ή θετικό μέσο, τότε θα καταφύγουν στην ανάρμοστη συμπεριφορά, για να μην αγνοηθούν. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό, οι δάσκαλοι να μεταφέρουν ένα αίσθημα φροντίδας σε κάθε μαθητή, ειδικότερα σ’ εκείνους που δεν κάνουν εύκολα σχέσεις και οι οποίοι χρειάζονται αυτό το αίσθημα περισσότερο από τους άλλους.
Καθώς τα παιδιά πλησιάζουν την εφηβεία, οι παράγοντες που έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή στην αυτοεκτίμησή τους αρχίζουν να αλλάζουν. Από το να ευχαριστεί κανείς τους ενήλικες, τείνει να κερδίσει την αποδοχή των συνομηλίκων του. Για τα αγόρια, ηλικίας 11-14, η σωματική δύναμη και η δημοτικότητα στα κορίτσια, φαίνεται να είναι παράγοντες πρωταρχικής σημασίας. Για τα κορίτσια, η δημοτικότητα στα αγόρια είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία αφιερώνουν ένα σημαντικό ποσό χρόνου στο να περιποιούνται την εξωτερική τους εμφάνιση, στο να ενημερώνονται για το ποιος είναι φίλος με ποιόν και στο να συμβαδίζουν με τον εφηβικό τους κόσμο. Το κοινωνικό στάτους σε σχέση με τους συνομήλικες γίνεται σημαντικό για τον έφηβο. Είναι όμως δυνατόν, μαθητές που είχαν υψηλή αυτοεκτίμηση γιατί μπορούσαν να ικανοποιήσουν τους ενήλικες, τώρα να υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση ή να απομονωθούν κοινωνικά. Οι μαθητές που δεν μπορούν να κερδίσουν την αποδοχή μέσα από τυπικά μέσα, μπορεί να κινδυνεύουν να αναπτύξουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Σ’ αυτή την περίπτωση αγωνίζονται για να βρουν τρόπους με τους οποίους να αισθανθούν σημαντικοί, έστω και με αποκλίνοντες τρόπους. Τέτοιοι μαθητές συνήθως είναι αυτοί που πίνουν αλκοόλ ή καταφεύγουν στα ναρκωτικά, καυχιούνται για τα σεξουαλικά τους επιτεύγματα ή ρισκάρουν επικίνδυνα.
Οι πρωταρχικοί παράγοντες στους οποίους βασίζεται η αυτοεκτίμηση συνεχώς αλλάζουν. Καθώς οι μαθητές πηγαίνουν στο Λύκειο, το άγχος των εξετάσεων αυξάνει και η σημασία της κοινωνικής δημοτικότητας μειώνεται. Δίνεται περισσότερη σημασία στην εκτίμηση του ατόμου για τις ικανότητές του. Η “καριέρα” απασχολεί ιδιαίτερα τον έφηβο σ’ αυτή την ηλικία. Με την έναρξη της ενηλικίωσης μεγαλύτερη σημασία δίνεται στην επιτυχία, στην επίτευξη και στο εισόδημα, ενώ λιγότερη σημασία αποδίδεται στους παράγοντες που ήταν τόσο σημαντικοί στην εφηβεία-αθλητικές επιτεύξεις, δημοτικότητα, κοινωνική θέση.
Πώς μπορούν οι δάσκαλοι να βοηθήσουν τους μαθητές σ’ αυτή τη διαδικασία;
- Πρώτον, μπορούν να παρέχουν ευκαιρίες ώστε τα παιδιά να κερδίζουν την προσοχή και να αισθάνονται σημαντικοί με αποδεκτούς τρόπους.
- Δεύτερον, μπορούν να φροντίσουν ώστε κανένα παιδί να μην αισθάνεται απομονωμένο ή κοινωνικά απορριπτέο. Σε μερικές περιπτώσεις ίσως να είναι απαραίτητο να διδαχτούν βασικές κοινωνικές δεξιότητες τα παιδιά που δεν έχουν ποτέ διδαχτεί, όπως το πώς να συναναστρέφονται τους άλλους, ώστε να κερδίζουν την αποδοχή.
- Τρίτον, είναι σημαντικό να τονίζουν στους μαθητές τη σημασία της εσωτερικής αίσθησης της αυτοεκτίμησης από το να βασίζονται σε εξωτερικές πηγές όπως: το να ευχαριστούν τους άλλους, την εμφάνιση, τη δημοτικότητα, την κοινωνική θέση. Οι εσωτερικές πηγές βασίζονται στη δυνατή αίσθηση της ταυτότητας ή της αντίληψης “του ποιος είναι κάποιος”, την ξεκάθαρη γνώση του ατόμου που “κάποιος θέλει να είναι” και τα πράγματα που “αυτός θέλει να πετύχει”.
- Τέταρτον, οι δάσκαλοι μπορούν να ενθαρρύνουν τα παιδιά να έχουν διορατικότητα και σχετική πρόβλεψη του μέλλοντος, βοηθώντας τα να θέτουν στόχους για τον εαυτό τους και να χρησιμοποιούν κατάλληλα μέσα για να πετύχουν σ’ αυτούς τους στόχους.
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΜΕ ΥΨΗΛΗ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΗ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ
Οι μαθητές που αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους, συμπεριφέρονται διαφορετικά από εκείνους που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Οι μαθητές με υψηλή αυτοεκτίμηση βλέπουν τον εαυτό τους ρεαλιστικά και αποδέχονται για τον εαυτό τους ότι “είναι εντάξει”. Μπορούν να αναγνωρίσουν τις δυνατότητές τους και γνωρίζουν τους περιορισμούς τους. Η αξιολόγηση, που οι ίδιοι κάνουν για τις ικανότητές τους, βασίζεται σε μια ακριβή ανατροφοδότηση παρά σε διαστρέβλωση αυτού που θα ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.
Αυτοί που έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση γενικά, έχουν ένα ευρύ κύκλο φίλων, είναι εύκολο γι’ αυτούς να σχετίζονται με άλλους και να τα πάνε καλά με τους περισσότερους μαθητές της τάξης. Αντίθετα, παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση ίσως έχουν μόνο έναν ή δύο φίλους. Τα παιδιά με υψηλή αυτοεκτίμηση συχνά αποτελούν τους φυσικούς – θετικούς αρχηγούς της τάξης. Προσφέρονται εθελοντικά, είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τους άλλους, αλλά και να ρισκάρουν. Σε συνεργατικές συνθήκες μάθησης, τα καταφέρνουν καλά σχεδόν σε οποιαδήποτε ομάδα. Ανταποκρίνονται στις προκλήσεις και είναι πρόθυμοι να δοκιμάσουν καινούργια πράγματα. Δεν απειλούνται από αλλαγές ή από νέες καταστάσεις, ανταποκρίνονται θετικά στον έπαινο και την αναγνώριση και αισθάνονται καλά για τα επιτεύγματά τους, αφού νιώθουν υπεύθυνοι για τα αποτελέσματα. Όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τα λάθη τους ή με λανθασμένη συμπεριφορά, αναγνωρίζουν με ρεαλιστικό τρόπο τι έχει συμβεί και ποιο είναι το λάθος τους.
Αυτοί που έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση θέτουν στόχους για τον εαυτό τους. Γνωρίζουν τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους και τι θα ήθελαν να πετύχουν. Συχνά έχουν ήρωες και πρότυπα για να καθοδηγούν τη ζωή τους. Όταν αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα, συχνά βρίσκουν εναλλακτικούς τρόπους για την επίλυσή του. Επίσης έχουν ισχυρές απόψεις που δεν φοβούνται να τις εκφράσουν. Αυτό όμως δεν τους κάνει ιδιαίτερα δημοφιλείς σε κάποιους δασκάλους.
Οι μαθητές με χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορούν εύκολα να αναγνωριστούν. Ενδιαφέρονται περισσότερο να διατηρήσουν τη δικιά τους αίσθηση αυτοσεβασμού ή “να πέσουν με τιμή” παρά να προσπαθήσουν περισσότερο για να πετύχουν. Εμπλέκονται σε αμυντικές συμπεριφορές προκειμένου να αποτρέψουν τους άλλους να καταλάβουν πόσο ανεπαρκείς και ανασφαλείς αισθάνονται. Αυτοί οι αμυντικοί μηχανισμοί μπορεί να είναι ένας από τους ακόλουθους:
- Επανάσταση, αντίδραση, άμυνα ή εκδίκηση.
- Δεν πιστεύουν, πειράζουν ή υποτιμούν τους άλλους.
- Λένε ψέματα, εξαπατούν ή αντιγράφουν.
- Κατηγορούν τους άλλους, όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά.
- Δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πράξεις τους.
- Εκφοβίζουν ή απειλούν τους άλλους.
- Αποσύρονται, είναι ντροπαλοί ή συνεχώς ονειροπολούν.
- Εμπλέκονται σε καταστάσεις φυγής, όπως βραδύτητα, σκασιαρχείο, ναρκωτικά ή εξάρτηση από το αλκοόλ.
Αυτοί είναι οι πιο δύσκολοι μαθητές για να δουλέψεις μαζί τους. Τείνουν να χρονοτριβούν, απαιτούν επιπλέον προσοχή, επινοούν δικαιολογίες και κατηγορούν τους άλλους όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Μπορεί να αντιδράσουν κατηγορηματικά με κομπασμό και καυχησιολογίες ή μπορεί να ενεργούν σαν “κλόουν”. Αυτοί ίσως τείνουν να αποσύρονται ή ενεργούν ντροπαλά ή σπάνια απαντούν αυθόρμητα ή δεν συμμετέχουν. Συνήθως καταφεύγουν σε οτιδήποτε θεωρούν απαραίτητο, για να αντισταθμίσουν τα συναισθήματα ανεπάρκειας που νιώθουν. Τέτοιοι μαθητές δεν μπορούν να κερδίσουν από τις συμβουλές. Αυτό οφείλεται στο ότι είναι περισσότερο απασχολημένοι, με το τι οι άλλοι νομίζουν γι’ αυτούς, παρά μ’ αυτό που τους εξηγείται. Φοβούνται επίσης την αποτυχία και πολλές φορές θεωρούν ότι είναι καλύτερα να μην προσπαθήσουν, παρά να ρισκάρουν την περίπτωση της αποτυχίας. Έτσι, σαν αποτέλεσμα, σπάνια προσπαθούν όσο χρειάζεται προκειμένου να πετύχουν. Ακόμα κι όταν τους γίνονται προτάσεις ή τους υποδεικνύονται τα λάθη τους, αυτοί παίρνουν μια αμυντική θέση που τους εμποδίζει να επωφεληθούν από τις συμβουλές. Είναι παγιδευμένοι στην αυτοεικόνα τους, που διακατέχεται από αποτυχία και γνωρίζουν ότι είναι ανίκανοι να εκπληρώσουν τις φιλοδοξίες που οι άλλοι θέτουν γι’ αυτούς ή που οι ίδιοι έχουν. Έτσι αισθάνονται ανάξιοι, ανεπαρκείς και μη αγαπητοί.
Στην πραγματικότητα αυτοί οι μαθητές επιθυμούν όσο τίποτα άλλο την αγάπη, την αποδοχή, τη θετική αναγνώριση και το σεβασμό από τους άλλους. Γι’ αυτό χρειάζεται να γίνουν επίμονες προσπάθειες, να τους παρέχεται περισσότερη υποστήριξη, πολλαπλές ευκαιρίες για επιτυχία, θετική ανατροφοδότηση και ειδικότερα η αίσθηση ότι κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά γι’ αυτούς.
Η Αυτοεκτίμηση του Μαθητή
Οι εκπαιδευτικοί σήμερα καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν βασικές αλλαγές, όχι μόνο στην διδακτέα ύλη αλλά και στον τρόπο διδασκαλίας. Ο κόσμος, γενικότερα, αλλά και οι μαθητές, ειδικότερα, έχουν αλλάξει. Πολλοί εκπαιδευτικοί πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν σε καθημερινή βάση μαθητές οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται για μάθηση, αισθάνονται ότι οι ενήλικες δεν τους καταλαβαίνουν και δεν ενδιαφέρονται, και δεν μπορούν να δουν ιδιαίτερες πιθανότητες εξέλιξης στο μέλλον τους.
Το οικογενειακό περιβάλλον έχει αλλάξει σημαντικά στις μέρες μας συγκρινόμενο με το πώς ήταν πριν 15 χρόνια. Το 1985 (StudentsatRisk, 1985), για παράδειγμα, σε σχετική έρευνα διαπιστώθηκε ότι στην Καλιφόρνια το 75% των παιδιών που ξεκινούσαν το νηπιαγωγείο είχαν ήδη την εμπειρία κάποιας αλλαγής στην οικογένεια, το 23% ζούσαν με οικονομικά βοηθήματα από το κράτος και για ποσοστό μεγαλύτερο του 50% οι μητέρες επέστρεφαν στον χώρο εργασίας, αφήνοντας τα παιδιά στην φροντίδα άλλων. Το ποσοστό δε των παιδιών που προέρχονταν από την παραδοσιακή οικογένεια (ο πατέρας είναι η κύρια πηγή εισοδήματος και η μητέρα μένει στο σπίτι και φροντίζει την οικογένεια), ήταν μικρότερο του 10%. Πολλά παιδιά έχουν ήδη βιώσει την τραυματική εμπειρία ενός διαζυγίου, την έλλειψη σταθερότητας στη ζωή τους και τη μοναξιά, αφού ο γονιός αναγκαστικά θα έπρεπε να δουλέψει. Πολλά από τα κορίτσια που ξεκινούν το γυμνάσιο, ανέφεραν κάποια σεξουαλική κακοποίηση από μέλος ή μέλη της οικογένειας ή άλλους συγγενείς.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι ότι πολλοί μαθητές βρίσκονται σε κατάσταση ψυχολογικού στρες όταν ξεκινούν το γυμνάσιο. Αυτό είναι εμφανές από τα ποσοστά των μαθητών που κάνουν χρήση ουσιών, εμπλέκονται σε παρανομίες διαφόρων ειδών, απουσιάζουν αδικαιολόγητα από το σχολείο ή εμφανίζουν αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές.
Υπάρχουν εκπαιδευτικοί που υποστηρίζουν ότι ο ρόλος τους είναι να διδάσκουν, ενώ άλλοι κατηγορούν τους γονείς. Εάν φτάσουμε όμως στο σημείο ν’ αποδίδουμε ευθύνες στους άλλους, ώστε εμείς να μην αισθανόμαστε καμία ευθύνη, είναι πολύ εύκολο ν’ αδιαφορήσουμε για το όλο θέμα.
Κάποια σχολεία έχουν αδιαφορήσει τελείως για το θέμα αυτό, ενώ κάποια άλλα έχουν κάνει μικρές προσπάθειες ν’ αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα. Όταν οι μαθητές, σ’ αυτά τα σχολεία, δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν αυτά που οι ίδιοι χαρακτηρίζουν μείωση – ταπείνωση, έλλειψη ενδιαφέροντος, μη ρεαλιστικές απαιτήσεις και σε συνδυασμό με την απογοήτευση από την προσωπική τους ζωή, αποσύρονται, επαναστατούν ή εγκαταλείπουν το σχολείο. Πρόσφατες έρευνες αποκαλύπτουν ιδιαιτέρως υψηλά ποσοστά μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο.
Δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε αυτούς τους μαθητές, επειδή δεν εντάσσονται ή δεν ταιριάζουν στο σύστημα. Το σύστημα θα πρέπει ν’ αλλάξει και να λάβει υπ’ όψιν του τις πρόσφατες κοινωνικές αλλαγές.
Πολλοί εκπαιδευτικοί μπαίνουν στο επάγγελμα, διότι ενδιαφέρονται και θέλουν να βοηθήσουν τους μαθητές. Είναι όμως απαράδεκτο να αποδεχόμαστε ευθύνες μόνο κάτω από ιδανικές συνθήκες. Η δουλειά μας είναι να κάνουμε αυτό που πρέπει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και αυτό ίσως απαιτεί να δοκιμάσουμε νέες προσεγγίσεις και τεχνικές, ώστε τα σχολεία μας να γίνουν ο τόπος στον οποίο οι μαθητές θα δέχονται τα κατάλληλα ερεθίσματα. Πρέπει να δημιουργήσουμε, στους μαθητές μας, τη διάθεση για μάθηση και προσωπική ανάπτυξη, χωρίς όμως να ξεχνάμε, ότι η ακαδημαϊκή επιτυχία είναι ο πρωταρχικός μας στόχος.
Έρευνα για την Αυτοεκτίμηση
Οι έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι υπάρχει πολύ στενή σχέση μεταξύ της αυτοεκτίμησης και της ακαδημαϊκής απόδοσης (Beane&Lipka, 1984, Brookover, 1965, Keegan, 1987, Wylie, 1974).
Η έλλειψη αυτοεκτίμησης είναι συσχετισμένη με την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, τις αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο, την εγκατάλειψη του σχολείου, τις εφηβικές εγκυμοσύνες, και την εφηβική εγκληματικότητα. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η έλλειψη αυτοεκτίμησης προκαλεί αυτά τα κοινωνικά προβλήματα, αλλά υπάρχουν αποδείξεις (Skager, 1988), ότι η ύπαρξη της αυτοεκτίμησης μπορεί να αποτρέψει μαθητές, που σε άλλη περίπτωση θα εμπλέκονταν σ’ αυτές τις καταστάσεις έχοντας μοναδικό σκοπό ν’ αποκτήσουν την αναγνώριση των συμμαθητών και φίλων τους.
Ίσως ν’ αναρωτιέστε, ποιο εμφανίζεται πρώτο: Τα συναισθήματα της αυτοεκτίμησης ή η επιτυχία; Η αυτοεκτίμηση έχει σαν αποτέλεσμα την επιτυχία ή το αντίθετο; Έχουν πολύ στενή σχέση. Έρευνες έχουν δείξει ότι η αυτοεκτίμηση είναι το αντίδοτο της αποτυχίας στη ζωή και ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση των ικανοτήτων που χρειάζονται για να επιτύχει κανείς. Ο Covington (1984), υποστηρίζει ότι η αυτοεκτίμηση δεν παρακινεί τους μαθητές να κάνουν κάτι. Απλά, η διάθεση να διατηρήσουν την αυτοεκτίμηση που ήδη έχουν είναι το κίνητρο για την επιτυχία. Άλλες έρευνες έχουν δείξει (Scheiter and Kraut, 1979), ότι η αυτοεκτίμηση αυξάνεται όταν αυξάνονται και τα επιτεύγματα. Το θέμα λοιπόν, δεν είναι ποιο προηγείται, αλλά ποιες είναι οι διαδικασίες και οι τεχνικές που ακολουθούνται και καταλήγουν στα υψηλά επιτεύγματα και στην υψηλή αυτοεκτίμηση. Ο τρόπος που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους οι μαθητές καθορίζει την προσωπικότητά τους – τον τρόπο που σκέφτονται, τον τρόπο που σχετίζονται με τους άλλους, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν και τις επιλογές και τις αποφάσεις που παίρνουν.
Τί είναι η Αυτοεκτίμηση;
Ο όρος αυτοεκτίμηση, αναφέρεται στην αξιολόγηση του εαυτού που κάνει και διατηρεί ένα άτομο. Περιλαμβάνει συμπεριφορές αποδοχής ή μη αποδοχής και σε ποιόν βαθμό κάποιος αισθάνεται ότι αξίζει, ότι είναι ικανός, σημαντικός και αποτελεσματικός. Διαφέρει από την αυτοαντίληψη ή την αυτοεικόνα, τα οποία αναφέρονται στην εικόνα που έχει κάποιος για τον εαυτό του βασιζόμενος συνήθως, στο τί νομίζει ότι πιστεύουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Ενώ ο ορισμός της αυτοεκτίμησης είναι γενικά αποδεκτός, κάποιοι ειδικοί προτείνουν κάποιους άλλους ορισμούς ελαφρά τροποποιημένους.
Ο Branden (1969) ορίζει την αυτοεκτίμηση σαν τον συνδυασμό της αυτο-εμπιστοσύνης και του αυτοσεβασμού, την πεποίθηση ότι κάποιος είναι ικανός να ζει και ότι του αξίζει η ευτυχία. Ο Briggs (1970), αναφέρει ότι η αυτοεκτίμηση είναι το συνολικό αποτέλεσμα των συναισθημάτων ενός ανθρώπου για τον εαυτό του, συμπεριλαμβανομένων της αίσθησης του αυτοσεβασμού και της αίσθησης ότι αξίζει. Οι Clemes and Ben (1981), ταυτίζουν την αυτοεκτίμηση με το συναίσθημα ικανοποίησης που υπάρχει όταν ικανοποιηθούν κάποιες ατομικές ανάγκες. Αυτό συμβαίνει μέσα από τον τρόπο που οι άνθρωποι χειρίζονται τα διάφορα θέματα που τους αφορούν ή όταν μπορούν να επηρεάσουν τα γεγονότα, λόγω των ικανοτήτων τους, καθώς επίσης και από το πώς επηρεάζονται οι ίδιοι από το περιβάλλον τους. Ο Copersmith (1967), αναφέρει ότι η έννοια του εαυτού είναι συγκεκριμένη, και αμύνεται στις αλλαγές. Ο WilliamJames (1980), ίσως ο ιδρυτής της ψυχολογίας της αυτοεκτίμησης, είχε προσδιορίσει τέσσερα θέματα του εαυτού: το φυσικό εαυτό, τον κοινωνικό εαυτό, το γνωστικό εαυτό και τον πνευματικό εαυτό, ενώ ο Adler (1969), βάσισε τη θεωρία του σ’ αυτό που θεώρησε σαν τη φυσιολογική προσπάθεια του ατόμου ν’ αποκτήσει ανωτερότητα μέσα από την επίτευξη των στόχων. Υποστήριξε ότι ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο σαν κατώτερο ον και προσπαθεί να γίνει ανώτερο, ενώ το κύριο κίνητρό του γι’ αυτή τη συμπεριφορά είναι η επίτευξη κάποιου στόχου.
Η αυτοεκτίμηση λοιπόν συνεχώς εξελίσσεται και αποτελεί το σύνολο των απόψεων που έχουμε για τον εαυτό μας, κάποια συγκεκριμένη στιγμή.
Οι Steffenhagen και Borns (1987) υποστηρίζουν ότι η αυτοεκτίμηση λειτουργεί σε τρία επίπεδα: α) φυσικό β) πνευματικό γ) μεταφυσικό. Όταν η αυτοεκτίμηση είναι υψηλή εμφανίζονται 18 παράγοντες μεταξύ των οποίων η ελαστικότητα, η παραγωγικότητα, η προσαρμοστικότητα, το κοινωνικό ενδιαφέρον και η επιτυχία.
Για τους δικούς μας σκοπούς, θα ορίσουμε την αυτοεκτίμηση ως: το βαθμό της ικανοποίησης που αισθάνεται κάποιος για τον εαυτό του, την αναγνώριση της προσωπικής του αξίας ή την εκτίμηση των προσπαθειών του και την εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του. Αυτό δε σημαίνει ικανοποίηση εις βάρος των άλλων: η αυτοεκτίμηση δεν δημιουργείται μέσα από τον ανταγωνισμό με τους άλλους, ούτε είναι η καταγραφή των επιτυχιών και των αποτυχιών του. Βασίζεται περισσότερο στο αίσθημα της ικανότητας να λειτουργήσει κάποιος αποδοτικά στο μέλλον και όχι στην ικανοποίηση για τα επιτεύγματα του παρελθόντος.
Η αυτοεκτίμηση διευκολύνει όλα τα θέματα της ζωής βοηθώντας στην αύξηση της ατομικής παραγωγικότητας και στη δημιουργία ικανοποιητικών διαπροσωπικών σχέσεων. Τα παιδιά προσπαθούν να επιτύχουν σε τομείς τους οποίους οι γονείς θεωρούν σημαντικούς. Συνεπώς, όταν οι γονείς εκτιμούν την ακαδημαϊκή επιτυχία, το επίπεδο της αυτοεκτίμησης των παιδιών, επηρεάζεται από τους βαθμούς και το επίπεδο της ακαδημαϊκής επιτυχίας τους. Εάν δεν καταφέρουν να πραγματοποιήσουν τις απαιτήσεις των γονιών, τότε αισθάνονται ανεπαρκή. Φτάνοντας στην εφηβεία, ο στόχος αλλάζει και τώρα πια οι αρχές της ομάδας – φίλων έχουν πρωταρχικό ρόλο, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει αναστάτωση και διαταραχές στο σπίτι.
Η βάση της αυτοεκτίμησης μεταφέρεται από τις γονεϊκές αρχές, στις αξίες της ομάδας – φίλων και τέλος στις προσωπικές αξίες, αυτές που έχει αποδεχθεί το άτομο.
Η ακαδημαϊκή επιτυχία και η αναγνώριση στην τάξη, δεν έχει κάποια επίδραση στην αυτοεκτίμηση του μαθητή, εάν αυτός έχει σαν αποκλειστικό στόχο του την αποδοχή και αναγνώριση των συνομηλίκων του. Το επίπεδο, λοιπόν, της αυτοεκτίμησης συνεχώς εξελίσσεται και αλλάζει, και εξαρτάται από τις αποφάσεις που παίρνονται και τις επιλογές που γίνονται.
Τέλος, η αυτοεκτίμηση είναι ο βασικός, καθοριστικός παράγοντας για κάθε απόφαση που παίρνει ο μαθητής. Εάν ο μαθητής αισθάνεται άνετα σε κάποιο μαθησιακό περιβάλλον, θα είναι ανοιχτός και διατεθειμένος να αποδεχθεί την πρόκληση και θα συμβάλλει ολόψυχα στην μάθηση. Εάν όμως ο μαθητής έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, αισθάνεται ότι απειλείται, ή προβλέπει λίγες πιθανότητες επιτυχίας, το πιθανότερο είναι ότι θα προσπαθήσει ν’ αποφύγει την πρόκληση, “το μάθημα,” θα βρει κάποιον άλλο να κάνει τις εργασίες του ή θα καταβάλλει ελάχιστη προσπάθεια.
Χαρακτηριστικά της Αυτοεκτίμησης
Οι μαθητές που αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους συμπεριφέρονται διαφορετικά από αυτούς που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Οι μαθητές με υψηλή αυτοεκτίμηση, βλέπουν τον εαυτό τους ρεαλιστικά και μπορούν να εντοπίσουν τα προτερήματά τους και ν’ αναγνωρίσουν τα σημεία στα οποία περιορίζονται. Ο καθορισμός των ικανοτήτων βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία και όχι σε μία παραποιημένη ιδέα του τί θα ήθελαν. Δείχνουν κάποια ευαισθησία στο περιβάλλον τους και στον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται μ’ αυτό. Έχουν ξεκάθαρη προσωπική άποψη και αρχές, οι οποίες καθορίζουν τις πράξεις τους. Οι αρχές τους βρίσκονται σε αρμονία με τις αρχές της οικογένειας, της κοινωνίας ή των συντρόφων τους. Εάν οι αρχές αυτών των ομάδων συγκρούονται, βρίσκουν κάποιο τρόπο να θέσουν προτεραιότητες. Όταν οι άνθρωποι δεν έχουν ξεκάθαρες αρχές, τότε προβληματίζονται τόσο σε σχέση με τις αρχές, όσο και με το θέμα της αυτοεκτίμησής τους. Αφού όμως οι έφηβοι, εξ ορισμού, αναρωτιόνται και ελέγχουν την αξιοπιστία των γονεϊκών αξιών, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να βλέπουμε την αυτοεκτίμησή τους να παρουσιάζει καθημερινές διακυμάνσεις.
Τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση αισθάνονται ασφαλή μέσα στο περιβάλλον τους και γνωρίζουν πώς να λειτουργήσουν, γνωρίζοντας τις απαιτήσεις που υπάρχουν. Λόγω αυτής της αίσθησης ασφάλειας δεν αισθάνονται ότι απειλούνται από τις αλλαγές ή από νέες καταστάσεις. Επίσης δείχνουν ν’ αποδέχονται τους άλλους και γενικά έχουν πολλούς φίλους. Αισθάνονται άνετα όταν συνεργάζονται με τους άλλους και γενικά έχουν ανεπτυγμένο το αίσθημα του ανήκειν. Κάποιες φορές ταυτίζονται με ομάδες, στις οποίες συμμετέχουν και αισθάνονται ότι τους αποδέχονται και τους υποστηρίζουν. Δεν φοβούνται να ρισκάρουν και γενικότερα ν’ αντιμετωπίσουν προκλήσεις. Δέχονται με υγιή τρόπο την αποτυχία και βρίσκουν τρόπους να μάθουν από τα λάθη τους. Επειδή αισθάνονται ότι έχουν τον έλεγχο της ζωής τους, δέχονται την ευθύνη των πράξεών τους, δέχονται υπερήφανα τα επιτεύγματα και τις επιτυχίες τους, διότι αναγνωρίζουν τη συνεισφορά τους σ’ αυτές. Σε γενικές γραμμές, οι εκφράσεις και η συμπεριφορά τους είναι μέσα στα αποδεκτά από τους γονείς όρια. Δεν δέχονται μία απάντηση παθητικά χωρίς να ζητήσουν περαιτέρω εξηγήσεις και παραπάνω στοιχεία, ώστε να μπορούν να κρίνουν μόνοι τους.
Δεν φοβούνται να πράξουν και πολύ συχνά κινητοποιούνται από κάτι που θέλουν να επιτύχουν. Θέτουν συγκεκριμένους στόχους και σε πολλές περιπτώσεις έχουν υψηλές απαιτήσεις από τον εαυτό τους και προσπαθούν να είναι τέλειοι.
Χαρακτηριστικά Έλλειψης Αυτοεκτίμησης
Οι άνθρωποι που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, ενδιαφέρονται περισσότερο να διατηρήσουν την αίσθηση του αυτοσεβασμού τους από το να προσπαθήσουν περισσότερο για να έχουν καλύτερα αποτελέσματα ή και να επιτύχουν. Συνήθως δημιουργούν μία πλαστή εικόνα για τον εαυτό τους, ώστε να μην γνωρίζουν οι άλλοι ποιοι πραγματικά είναι.
Οι μαθητές που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση έχουν την τάση να αισθάνονται ότι οι άλλοι τους ελέγχουν, και συνεπώς δείχνουν μία εικόνα έλλειψης εμπιστοσύνης. Αυτοί οι μαθητές, κατά κανόνα, παίζουν το ρόλο του θύματος, πιστεύοντας ότι “όλα τα δύσκολα του κόσμου” θα συμβούν σ’ αυτούς. Η επιτυχία αποδίδεται στην τύχη. Εάν έχουν κακή τύχη, αισθάνονται ότι δεν έχουν τη δύναμη να την αλλάξουν. Αυτοί οι μαθητές αμύνονται για να αποφύγουν ν’ αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις που υπάρχουν. Οι αμυντικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούν μπορεί να περικλείουν τα παρακάτω:
- Επανάσταση, αντίσταση, πρόκληση, ή εκδικητικότητα
- Προσπάθεια αποδυνάμωσης της φιγούρας του καθηγητή
- Ψέματα, αντιγραφή στα διαγωνίσματα
- Απόδοση ευθυνών σε άλλους
- Αδυναμία να αναλάβουν τις ευθύνες των πράξεών τους
- Εκτόξευση απειλών προς τους άλλους
- Απόσυρση ή παράδοση
- Άρνηση για την ύπαρξη προβλήματος και άρνηση της προτεινόμενης βοήθειας
- Προσπάθεια διαφυγής, συμπεριλαμβανομένων της φυγής από το σχολείο ή της εξάρτησης από ναρκωτικά ή αλκοόλ.
Αυτή η συμπεριφορά δημιουργεί προβλήματα στην προσπάθεια συνεργασίας μ’ αυτούς τους μαθητές. Δεν μπορούν ν’ ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις που υπάρχουν, κρύβουν τα συναισθήματά τους πίσω από τη μάσκα της βαριεστιμάρας και της αδιαφορίας.
Οι μαθητές με χαμηλή αυτοεκτίμηση δεν μπορούν να ωφεληθούν από συμβουλές. Φοβούμενοι την αποτυχία, σπάνια προσπαθούν όσο χρειάζεται για να επιτύχουν. Αυτό μπορεί να ξεκινά από την πεποίθηση, ότι το αποτέλεσμα δεν αξίζει την προσπάθεια που θα καταβάλουν.
Κάποιος ίσως αναρωτηθεί, γιατί ορισμένοι μαθητές συνεχώς είναι με το μέρος των χαμένων και μ’ αυτόν τον τρόπο συνέχεια εμπλέκονται σε φασαρίες. Ίσως η εικόνα του εαυτού τους είναι αυτή του αποτυχημένου και δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν ούτε τις δικές τους απαιτήσεις, ούτε αυτές που θέτονται από άλλους. Πολύ συχνά οι απαιτήσεις που θέτουν στον εαυτό τους είναι τελείως εκτός πραγματικότητας. Κι έτσι αισθάνονται ότι δεν αξίζουν, ότι δεν είναι αρκετοί και ότι δεν είναι αγαπητοί. Το να προσπαθήσουν περισσότερο είναι ρίσκο γι’ αυτούς. Διότι ίσως καταλήξουν να επιβεβαιωθεί η ανικανότητά τους. Αυτή η έλλειψη προσπάθειας, σχολιάζεται αρνητικά από καθηγητές και γονείς έχοντας σαν αποτέλεσμα απειλές και πίεση για αλλαγή. Μ’ αυτόν τον τρόπο το συναίσθημα ότι δεν αξίζουν, επιβεβαιώνεται και εδραιώνεται ακόμα περισσότερο και η ήδη χαμηλή κινητοποίησή τους μειώνεται ακόμα περισσότερο.
Αυτοί οι μαθητές δεν ζητάνε τίποτα περισσότερο από αγάπη, αποδοχή, αναγνώριση, και σεβασμό από τους άλλους, παρ’ όλο που η εξωτερική τους εμφάνιση και η συμπεριφορά τους, τους αποξενώνει και μοιραία οδηγεί σε περισσότερες αποτυχίες. Αυτό πάλι, επιβεβαιώνει το συναίσθημα ότι δεν αξίζουν. Με το πέρασμα του χρόνου, το σχολείο γίνεται απειλητικό γι’ αυτούς, και η συνήθεια της άμυνας εδραιώνεται. Αυτός είναι ο λόγος που οδηγεί πολλούς μαθητές στην φυγή από το σχολείο και τους κάνει να δραπετεύουν μέσω των ναρκωτικών και του αλκοόλ.
Η Αξία των Δραστηριοτήτων και του Προγράμματος Δημιουργίας της Αυτοεκτίμησης
Οι καθηγητές έχουν μεγάλη επιρροή στους μαθητές και μπορούν να τροποποιήσουν τον τρόπο που αυτοί αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Οι περισσότεροι από εμάς μπορούμε να θυμηθούμε καθηγητές που μας έκαναν να αισθανόμαστε καλύτερα ή άλλους, οι οποίοι τραυμάτισαν την αυτοεκτίμησή μας. Ένας ενήλικας μπορεί να αισθάνεται ότι δεν τα καταφέρνει στην τέχνη, στη μουσική, στα μαθηματικά ή στο διάβασμα, διότι κάποιος καθηγητής έκανε κάποια σχόλια πριν αρκετά χρόνια. Από την άλλη μεριά, εξαίρετοι καθηγητές μπορούν να δραστηριοποιήσουν τους μαθητές ώστε να καταφέρουν να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους και να φτάσουν σε επίπεδο που πίστευαν ότι θα ήταν αδύνατον.
Το πρόγραμμα “Χτίζοντας την Αυτοεκτίμηση” έχει σχεδιαστεί για να διευκολύνει την δημιουργία της αυτοεκτίμησης. Ακόμα και καθηγητές που έχουν τις καλύτερες προθέσεις, μπορεί να αποτύχουν στη δημιουργία της αυτοεκτίμησης του μαθητή, διότι δεν θα έχουν το ανάλογο υλικό που θα τους βοηθήσει να δουλέψουν με τους μαθητές με συστηματικό τρόπο. Όταν οι καθηγητές, ακόμα και στο Γυμνάσιο, έχουν στη διάθεσή τους αυτό το υλικό, θα μπορέσουν να συμβάλλουν στην διαφοροποίηση των μαθητών τους.
Το πρόγραμμα που περιγράφεται σ’ αυτό το εγχειρίδιο, έχει σαν σκοπό να προσφέρει το κατάλληλο υλικό και διάφορες τεχνικές στους καθηγητές, ώστε να βοηθήσουν τους μαθητές να αισθάνονται θετικά συναισθήματα για τον εαυτό τους. Έχουμε δει ότι οι δραστηριότητες αυτού του προγράμματος έχουν σημαντική επίδραση στους μαθητές καθώς και σ’ όλη την ατμόσφαιρα που επικρατεί στο σχολείο. Στα σχολεία που έχουν γίνει ιδιαίτερες προσπάθειες σ’ αυτόν τον τομέα έχουν παρουσιαστεί σημαντικές διαφορές, μείωση των αποβολών και των προβλημάτων πειθαρχίας, μείωση της εγκατάλειψης του σχολείου και αύξηση των παρουσιών των μαθητών, καθώς επίσης και του επιπέδου κινητοποίησής τους.
Η Διαδικασία Δημιουργίας της Αυτοεκτίμησης
Ο σκοπός αυτού του προγράμματος είναι να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες στο περιβάλλον, ώστε να εξελιχθούν πέντε βασικά επίπεδα, τα οποία είναι απαραίτητα για την αυτοεκτίμηση.
1. Η Αίσθηση της Ασφάλειας
2. Η Αίσθηση της Ταυτότητας
3. Η Αίσθηση του Ανήκειν
4. Η Αίσθηση του Σκοπού
5. Η Αίσθηση της Προσωπικής Επάρκειας
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι αυτοί οι πέντε παράγοντες υπάρχουν στα άτομα που έχουν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων με υψηλή αυτοεκτίμηση, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων: να σχετίζονται με άλλους, να προσεγγίζουν τα διάφορα προβλήματα έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, να δουλεύουν για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων στόχων, να σκέπτονται και να πράττουν βασιζόμενοι στην κρίση τους, να επιτυγχάνουν σ’ οτιδήποτε κάνουν.
Το πρόγραμμα “Χτίζοντας την Αυτοεκτίμηση” είναι μία διαδικασία, η οποία απευθύνεται στις προσωπικές ανάγκες των μαθητών με συστηματικό τρόπο. Αυτή η προσέγγιση είναι πιο αποδοτική, εφ’ όσον οι μαθητές δραστηριοποιούνται ευκολότερα όταν οι βασικές τους ανάγκες για ασφάλεια, ταυτότητα και κοινωνική αποδοχή έχουν ικανοποιηθεί.
Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση γονείς και καθηγητές πιστεύουν, εσφαλμένα, ότι αυτές οι βασικές ανάγκες ικανοποιούνται στο σπίτι ή μέσα από την κοινωνική δομή του σχολείου. Όταν όμως κάποιος συνειδητοποιήσει ότι από 12 – 17 ετών, οι μαθητές βιώνουν όλη την μετάβαση από τις αξίες των γονέων / ενηλίκων, στις αξίες της ομάδας για να καταλήξουν στις προσωπικές τους αξίες, σε σχέση πάντα με την ασφάλεια, την ταυτότητα και το αίσθημα του ανήκειν, τότε μπορεί να κατανοήσει γιατί αισθάνονται τόσο αβέβαιοι για τον εαυτό τους. Αφού αυτό ισχύει για την περίπτωση παιδιών που ζουν σ’ ένα σταθερό και υποστηρικτικό περιβάλλον, φανταστείτε πόσο ανασφαλή νοιώθουν τα παιδιά που προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες.
Σ’ ένα τυπικό σχολείο πολύ σπάνια έχουν τη δυνατότητα όλοι οι μαθητές να πάρουν αναγνώριση ή να αισθανθούν ότι ανήκουν με το να εμπλακούν σε κάποιες αθλητικές διοργανώσεις ή στα μαθητικά συμβούλια. Γι’ αυτό πολλοί μαθητές αισθάνονται ότι είναι “αόρατοι” και απομονωμένοι και αυτά τα συναισθήματα εμφανίζονται και στην τάξη. Όταν ο καθηγητής ενσωματώσει αυτές τις συναισθηματικές δυσκολίες στην διαδικασία διδασκαλίας, μπορεί να διδάξει το μάθημά του αποδοτικά ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει και τις ιδιαίτερες ανάγκες των μαθητών με το να θέσει την αυτοεκτίμηση σε υγιή θεμέλια.
Από την άλλη, εάν ο καθηγητής αδιαφορήσει για τις βασικές ανάγκες των μαθητών και καταλήξει σε πιέσεις διαφόρων τύπων ή απειλές, σαν ένα τρόπο να δραστηριοποιήσει τους μαθητές, η αίσθηση της ασφάλειας του μαθητή απειλείται, ενώ η πρωτοβουλία και η κινητοποίησή του μειώνεται. Ο μαθητής δεν εστιάζεται πια στην μάθηση αλλά στο πώς θα επιβιώσει, πώς θα πάρει κοινωνική αναγνώριση, πώς θα δημιουργήσει κάποια εικόνα για τον εαυτό του, ή την εντύπωση που θα θέλει να έχουν οι φίλοι του γι’ αυτόν.
Οι τρόποι και τα καθήκοντα του καθηγητή ο οποίος διευκολύνει την διαδικασία της δημιουργίας της αυτοεκτίμησης είναι τα ακόλουθα:
Επιθυμητή Συμπεριφορά Ευθύνες του καθηγητή
Η Αίσθηση της Ασφάλειας
- Δημιουργήστε ξεκάθαρους κανόνες και προσφέρετε συγκεκριμένη δομή για τη λειτουργία του σχολείου ή της τάξης σας
- Εφαρμόστε τους κανόνες δίκαια και σταθερά
- Διατηρείστε τον αυτοσεβασμό και δημιουργήστε προσωπική υπευθυνότητα
- Λειτουργήστε με τρόπους οι οποίοι θα δείχνουν εμπιστοσύνη
Η Αίσθηση της Ταυτότητας Βοηθήστε τους μαθητές να ξεκαθαρίσουν τις αξίες τους
- Κάνετε θετικά σχόλια
- Δείξτε ενδιαφέρον και αποδοχή
- Βοηθήστε τους μαθητές να εντοπίσουν και να αποδεχθούν προσωπικές δυνατότητες και αδυναμίες
Η Αίσθηση του Ανήκειν
- Δημιουργήστε περιβάλλον αποδοχής
- Δημιουργήστε δυνατότητες συνεργασίας
- Βοηθήστε στην εξέλιξη συμπεριφορών υποστήριξης
Η Αίσθηση του Σκοπού
- Εκφράστε τις προσδοκίες σας
- Δημιουργήστε την εμπιστοσύνη και την πίστη στην ικανότητα για επιτυχία
- Συζητήστε απόψεις και επιδιώξεις
- Δημιουργήστε πλάνο επίτευξης στόχων
Η Αίσθηση της Προσωπικής Επάρκειας
- Δείξτε επιλογές και εναλλακτικές
- Καλλιεργήστε τις ικανότητες επίλυσης προβλημάτων και αντιμετώπισης δυσκολιών και προσφέρετε υποστήριξη
- Βοηθήστε στην αυτό- αξιολόγηση
- Προσφέρετε αναγνώριση και ανταμοιβές
Όταν οι καθηγητές ξεκαθαρίσουν τις διαδικασίες, τους κανόνες και τον τρόπο λειτουργίας που θα επικρατεί μέσα στην τάξη, οι μαθητές αισθάνονται λιγότερο άγχος και μπορούν ν’ αποδώσουν πιο άνετα. Οι καθηγητές θα πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν προσωπικές σχέσεις μέσα στην τάξη, και την αίσθηση του ενδιαφέροντος, να επιτρέπουν στους μαθητές να αισθάνονται ότι είναι σημαντικοί, ότι τους σέβονται και ότι τους αποδέχονται. Η ανάγκη των μαθητών ν’ αμύνονται μειώνεται και δέχονται με μεγαλύτερη ευκολία οποιοδήποτε σχόλιο για διορθώσεις, όταν γνωρίζουν ότι ο καθηγητής ενδιαφέρεται γι’ αυτούς.
Ο ρόλος του καθηγητή είναι να βοηθήσει τους μαθητές να δουν το σκοπό των εργασιών και να τους βοηθήσει να τις συσχετίσουν με τα προσωπικά τους μελλοντικά σχέδια και στόχους. Η ερώτηση “Γιατί”, γίνεται σημαντική καθώς οι μαθητές δημιουργούν τους προσωπικούς τους στόχους και αναγνωρίζουν τη σχέση που έχει μ’ αυτούς η διδακτέα ύλη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ενεργοποιούνται περισσότερο, είναι επιδεκτικοί στη μάθηση και δέχονται τις προκλήσεις, αποδέχονται υψηλότερους στόχους και δείχνουν περισσότερη υπευθυνότητα και πρωτοβουλία. Οι μαθητές αρχίζουν να αισθάνονται ότι ελέγχουν πια τη ζωή τους και αισθάνονται ότι είναι επαρκείς. Μ’ αυτόν τον τρόπο η διδασκαλία γίνεται ευκολότερη, αφού οι μαθητές αναλαμβάνουν την ευθύνη για την μάθησή τους.
Ο ρόλος του καθηγητή είναι να δημιουργήσει τις συνθήκες, οι οποίες θα υποστηρίζουν και θα ενθαρρύνουν τους μαθητές να αναλάβουν κάποιες ευθύνες. Ο μακροχρόνιος στόχος είναι να βοηθηθούν οι μαθητές, ώστε να ορίζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και να μην εξαρτώνται από άλλους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα στην διδασκαλία και δεν απαιτεί διαφορετικό ωράριο ή διδακτέα ύλη.
Το πρόγραμμα “Χτίζοντας την Αυτοεκτίμηση” είναι προσαρμόσιμο σ’ οποιαδήποτε μέθοδο διδασκαλίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην τάξη, σ’ οποιοδήποτε θέμα, και επιτρέπει στους ενήλικες να θέσουν τις προσδοκίες τους και να λειτουργήσουν, ενώ ταυτόχρονα δραστηριοποιούν το μαθητή και του επιτρέπουν να παίρνει πρωτοβουλίες.
Πηγή: https://psichologiagr.com/2020/09/08/%ce%b1%cf%85%cf%84%ce%bf%ce%b5%ce%ba%cf%84%ce%af%ce%bc%ce%b7%cf%83%ce%b7-%ce%bc%ce%b1%ce%b8%ce%b7%cf%84%cf%8e%ce%bd/
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ