Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » Οδηγίες για Διασώστες » Μαζικές καταστροφές και TRIAGE- Σχέδια αντιμετώπισης καταστροφών (Μέρος 2ο)

Μαζικές καταστροφές και TRIAGE- Σχέδια αντιμετώπισης καταστροφών (Μέρος 2ο)

2.1 Σχεδιασμός, ετοιμότητα και διαχείριση Διαχείριση Καταστροφών – Disaster Management

Η Διαχείριση Καταστροφών είναι το σύνολο των τακτικών και διαχειριστικών αποφάσεων και επιχειρησιακών δραστηριοτήτων για όλα τα στάδια καταστροφών σε όλα τα επίπεδα. (UNDP 1992:11). Στόχος της είναι η προστασία και η προαγωγή της αειφορίας αλλά και η ανάκαμψη κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ή καταστροφής (Ανδρεαδάκης Ε. & Λέκκας Ε., 2015α).

Έτσι, οι άνθρωποι είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα τις καταστροφές, με την επάνοδο και την προσαρμοστικότητά τους να είναι ταχύτερη και πιο σταθερή. (Λέκκας & Ανδρεαδάκης, 2015).

Η έλλειψη ή/και η μη εφαρμογή των ανωτέρω σχεδίων μπορεί να οδηγήσει σε ανθρώπινες απώλειες, βλάβες στις περιουσίες και σε άλλες επιπτώσεις (Γκουντρομίχου Χ., 2017).

Η διαχείριση καταστροφών αποτελεί έναν κυκλικό και διαρκή προσανατολισμό που εστιάζει στον σχεδιασμό και στις ενέργειες αντιμετώπισης, αποκατάστασης και ανασυγκρότησης. Αυτές οι δράσεις καθιστούν τις βάσεις για την πρόληψη μελλοντικών καταστροφών, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν ευκαιρίες για την υιοθέτηση πολιτικών και μέτρων μετριασμού. Κατά τη διάρκεια του χρονικού παραθύρου μετά από μια καταστροφή, εμφανίζεται μια ευκαιρία για την ενίσχυση της ευαισθητοποίησης και επίγνωσης του πληθυσμού και των κέντρων λήψης αποφάσεων. Αυτό συνδέεται με τις αλλαγές και τις αναγκαίες επεμβάσεις που προκύπτουν από την καταστροφή.

Η εμπειρία αυτή επιτρέπει την υιοθέτηση πολιτικών ασφαλείας και προστασίας, ενισχύοντας τη δυνατότητα αντίδρασης σε παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Σημαντικό είναι επίσης να σημειωθεί ότι η προετοιμασία, η άμεση αντίδραση και οι δράσεις ανάκαμψης αφορούν τη διαχείριση καταστροφών, ενώ η εφαρμογή σχεδίων ετοιμότητας στοχεύει στη μείωση των επιπτώσεων χωρίς να επικεντρώνεται στην απόλυτη αποτροπή ή εξάλειψη των καταστροφών (Γκουντρομίχου Χ., 2017).

Διαχείριση Κινδύνου Καταστροφής – Risk Management

Η διαχείριση του κινδύνου καταστροφής (Risk Management), αποτελεί βασικό πυλώνα ενίσχυσης της ανθεκτικότητας ενός συστήματος. Λαμβάνει χώρα μέσα από ένα πλαίσιο πολιτικών που καλύπτουν τη μείωση των καθιερωμένων κινδύνων, τη διαχείριση των επιπτώσεων των καταστροφών, και την ανάληψη δράσεων για την πρόληψη νέων κινδύνων. Βασίζεται στη διαχείριση του ίδιου του κινδύνου, περιλαμβάνοντας την εκτίμηση και ανάλυση του κινδύνου, καθώς και την υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων και στρατηγικών για τον έλεγχο και τη μείωση των επιπτώσεων (UNISDR, 2009)(Γκουντρομίχου Χ., 2017).

Οι στρατηγικές εμφανίζουν εκτεταμένη ποικιλία ανάλογα με τον τύπο και την ομάδα που στοχεύουν, καθώς και τη μέθοδο προσέγγισης, καθώς δεν υπάρχει ακόμα έτοιμο χρηστικό εργαλείο αξιολόγησης (Gupta A. & Shah H., 1998).

Αναφερόμενες σε κάθε ανθρώπινη ανταπόκριση που στοχεύει στην αποτροπή ή περιορισμό απωλειών που σχετίζονται με σεισμούς (και φυσικά φαινόμενα), οι στρατηγικές μείωσης των επιπτώσεων καταλαμβάνουν διάφορες μορφές, κατευθυνόμενες προς διάφορους στόχους και υπόκεινται σε διάφορες προσαρμογές κατά την εφαρμογή τους.

Σύμφωνα με τη μελέτη των Baker M. και συνεργατών (2004), οι στρατηγικές για την προετοιμασία και αποκατάσταση καταστροφών, καθώς και τα σχέδια που αναπτύσσονται για αυτές, παρουσιάζουν ποικίλες προσεγγίσεις.

Κάποια κλειδιά σημεία που τονίζονται περιλαμβάνουν:

α) Αναγνώριση και ανάλυση κινδύνου: Η προετοιμασία για την αντιμετώπιση καταστροφών ξεκινά με μια σειρά συγκεκριμένων βημάτων για τον προσδιορισμό και την ανάλυση των κινδύνων. Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει τον προσδιορισμό πιθανών σεναρίων, σημείων αποτυχίας, κρίσιμων υπηρεσιών υποδομής, σημαντικών φορέων και εμπλεκομένων, καθώς και τον προσδιορισμό της ανοχής τους και των επιπτώσεών τους. Η εφαρμογή αυτών των προσεγγίσεων εκτυλίσσεται σε πολλά επίπεδα και ενσωματώνεται σε διάφορα σχέδια, όπως τα σχέδια παραγωγής, δικτύων υποδομής, διατήρησης δεδομένων, στρατηγικές αποκατάστασης, συνδεσιμότητας δικτύου και στρατηγικές αποκατάστασης δικτύων. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διατηρούνται σε ασφαλή κατάσταση τα δίκτυα μεταφορών, τα μέσα μεταφοράς και τα τεχνικά έργα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία και η ασφαλής χρήση τους.

β) Εφαρμογή σχεδιασμού ετοιμότητας: Αφού πραγματοποιηθεί η αναγνώριση και ανάλυση του κινδύνου, δημιουργούνται εξειδικευμένα ενσωματωμένα σχέδια για την αποφυγή και τον μετριασμό των εντοπισμένων κινδύνων. Κατά την εφαρμογή αυτών των σχεδίων, μπορεί να πραγματοποιηθεί μια εκτίμηση για τη μείωση των απωλειών σε υπηρεσίες και τη μείωση της διάρκειας αποκατάστασης σε διάφορους κινδύνους. Σε αυτό το σημείο, δεν επιδιώκεται η ποσοτικοποίηση της προετοιμασίας αποκατάστασης από την καταστροφή, αλλά η αναγνώριση των επιπτώσεων και η αναγνώριση της ετοιμότητας και των σχεδίων αποκατάστασης.

γ) Σχέδια αποκατάστασης καταστροφής, τεκμηρίωση, δοκιμή και εξάσκηση: Η προετοιμασία και η αντιμετώπιση καταστροφών αποτελούνται από τέσσερις βασικές πτυχές: σχέδια, επεξεργασίες, πληθυσμός και διαδικασίες. Τα σχέδια αφορούν τους στόχους, τις στρατηγικές και χρονοδιαγράμματα για την αντιμετώπιση της καταστροφής, οι επεξεργασίες τη μεθοδολογία διαχείρισης των καταστροφών, ο πληθυσμός τους ρόλους και τις αρμοδιότητες κατά την αποκατάσταση μιας καταστροφής, και οι διαδικασίες επικεντρώνονται σε προσομοιώσεις καταστροφής, ασκήσεις ετοιμότητας, αξιολογήσεις και έλεγχο ανατροφοδότησης. Ο σχεδιασμός της χρήσης της γης και των μεταφορών, για τη διατήρηση ενός ικανού αστικού ιστού, πρέπει να επιδιώξει τον υψηλότερο βαθμό επίτευξης σε τεχνικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς τομείς, προκειμένου να υλοποιηθεί ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός.

2.2 Κύκλος Διαχείρισης Καταστροφών και Κρίσεων

Η διαχείριση των καταστροφών αντιπροσωπεύει μια κυκλική διαδικασία, περιλαμβάνοντας φάσεις όπως ο σχεδιασμός και η υλοποίηση δράσεων πρόληψης, ετοιμότητας, αντιμετώπισης, και αποκατάστασης. Ο κύριος στόχος είναι η πρόληψη ή η μείωση των επιπτώσεων μιας καταστροφής, επιτρέποντας στην κοινωνία να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά γεγονότα που προκλήθηκαν. Παράλληλα, επιδιώκεται η αποτελεσματική αντιμετώπιση της καταστροφής και η ταχεία ανάκαμψη της περιοχής (Ανδρεαδάκης Ε. & Λέκκας Ε., 2015α).

Ο κύκλος της διαχείρισης καταστροφών αναπαριστά σχηματικά τα στάδια της διαδικασίας, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη θωράκιση της κοινωνίας απέναντι σε καταστροφές. Η χρήση του κύκλου αντιπροσωπεύει τη σύνδεση μεταξύ προκαταστροφικού σχεδιασμού και της αποτελεσματικής αντίδρασης σε καταστροφικά γεγονότα (Δανδουλάκη Μ., 2011).

Ο κύκλος διαχείρισης των καταστροφών αντιπροσωπεύει μία συνεχή διαδικασία, κατά την οποία οι κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις και τα σχέδια μιας κοινωνίας επιδιώκουν τη μείωση των επιπτώσεων των καταστροφών, αντιδρούν κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την καταστροφή, και συνεχίζουν με την ανάκαμψη μετά το πέρας της καταστροφής. Κατάλληλες δράσεις σε όλες τις φάσεις του κύκλου οδηγούν στη καλύτερη προετοιμασία, σε αποτελεσματικότερες προειδοποιήσεις, σε μειωμένη τρωτότητα ή και αποφυγή της καταστροφής. Συνολικά, ο κύκλος διαχείρισης καταστροφών περιλαμβάνει τη διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών και σχεδίων που επιδιώκουν να επηρεάσουν τις αιτίες των καταστροφών ή να μειώσουν τις επιπτώσεις σε ανθρώπους, περιουσίες και υποδομές (Khan H. et al., 2008).

Ο πλήρης κύκλος διαχείρισης καταστροφών αναδεικνύει την ανάγκη για προετοιμασία πριν από την εμφάνιση της καταστροφής.

 

 

Στον κύκλο διαχείρισης καταστροφών περιλαμβάνονται οι εξής διαφορετικές χρονικές φάσεις:

➢ Τη φάση ανάπτυξης και σχεδιασμού πριν από μια καταστροφή (pre-disaster planning).

➢ Τη φάση επιπτώσεων κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το καταστροφικό γεγονός.

➢ Τη φάση ανθρωπιστικής απόκρισης και δράσης (disaster response) μετά από μια καταστροφή.

A. Φάση Ανάπτυξης

Η φάση της Ανάπτυξης του Κύκλου Διαχείρισης Καταστροφών και Κρίσεων περιλαμβάνει τα ακόλουθα (Δανδουλάκη, 2011):

i) Πρόληψη: Το στάδιο της πρόληψης (prevention) περιλαμβάνει ενέργειες και μέτρα που υλοποιούνται πριν από την εμφάνιση μιας καταστροφής, με σκοπό την απόλυτη αποφυγή των εν δυνάμει επιπτώσεων των κινδύνων μπορεί να βάλλουν μια κοινωνία.

Ο σχεδιασμός αυτών των ενεργειών στοχεύει στη μόνιμη προστασία του πληθυσμού, καθώς και στην ολοκληρωτική αποφυγή περιβαλλοντικών, τεχνολογικών και βιολογικών καταστροφών που μπορεί να προκληθούν από επικίνδυνα φαινόμενα ή συμβάντα. Έτσι, οι επιπτώσεις παραμένουν σε επίπεδα που η κοινωνία μπορεί να διαχειριστεί με δικούς της πόρους, χωρίς την ανάγκη εξωτερικής βοήθειας.

Η πρόληψη εν ολίγοις βασίζεται στον περιορισμό της πιθανότητας επιπτώσεων από ένα δυνητικά καταστροφικό συμβάν ή διαδικασία, εστιάζοντας στη μείωση της διακινδύνευσης.

Αυτή η διακινδύνευση περιλαμβάνει τρεις βασικές συνιστώσες:

o Επικινδυνότητα: Πρόκειται για την πιθανότητα εκδήλωσης ενός δυνητικά καταστροφικού γεγονότος ή διαδικασίας σε συγκεκριμένη περιοχή ή θέση. o Έκθεση: Αφορά τα στοιχεία (υλικά και άυλα) που είναι εκτεθειμένα σε κίνδυνο. o Τρωτότητα: Αφορά την ευπάθεια τόσο των εκτεθειμένων σε κίνδυνο στοιχείων όσο και του συστήματος συνολικά, έναντι ενός δυνητικά καταστροφικού γεγονότος ή διαδικασίας (Δανδουλάκη Μ., 2011).

Ο πρωταρχικός στόχος των προληπτικών μέτρων είναι η τροποποίηση των βασικών συνιστωσών του κινδύνου με σκοπό τη μείωση του κινδύνου και την αύξηση της ανθεκτικότητας των κοινοτήτων.

Τα μέτρα αυτά χωρίζονται σε κατασκευαστικά και μη κατασκευαστικά.

Στις κατασκευαστικές πτυχές περιλαμβάνεται η υλική ανθεκτικότητα κτιρίων και υποδομών σε επικίνδυνα γεγονότα, η διευθέτηση των ρεμάτων, η κατασκευή αναχωμάτων, η χρήση σεισμικής μόνωσης σε κτίρια κρίσιμης σημασίας, η κατασκευή κτιρίων που λειτουργούν ως φράγματα πυρός κ.λπ.

Από την άλλη πλευρά, τα μη κατασκευαστικά μέτρα περιλαμβάνουν τη διαχείριση των ρεμάτων, τη φύτευση χώρων για βελτίωση της συγκράτησης νερού των βροχοπτώσεων, τη δημιουργία προϋποθέσεων, ώστε κάποιες περιοχές να λειτουργούν ως φυσικοί αναστολείς της πλημμύρας, και την ευαισθητοποίηση και ενημέρωση του πληθυσμού σε θέματα προστασίας από καταστροφές (Δανδουλάκη Μ., 2011).

Σύμφωνα με την Δανδουλάκη Μ. (2011), βασικά μέτρα πρόληψης των καταστροφών περιλαμβάνουν:

➢ Τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό, υπό τον όρο ότι λαμβάνουν υπόψη την επικινδυνότητα (σεισμική, πλημμυρική, κλπ.) και την τρωτότητα.

➢ Τη θεσμοθέτηση και εφαρμογή πολεοδομικών ρυθμίσεων, όπως η απαγόρευση ή μείωση της δόμησης σε περιοχές μεγάλης επικινδυνότητας, με στόχο την κατάλληλη αξιοποίηση χώρων ως πάρκα, ποδηλατόδρομους, κλπ., καθώς και τη μεταφορά οικισμών και επιχειρήσεων σε ασφαλέστερες θέσεις.

➢ Την έγκριση χωροθέτησης και έλεγχο χρήσεων, με παραδείγματα όπως η απαγόρευση εγκατάστασης επικίνδυνων χρήσεων κοντά σε πυκνοδομημένες ζώνες ή περιοχές με ευαίσθητες ομάδες πληθυσμού.

➢ Τις αναπλάσεις περιοχών υψηλής τρωτότητας και την παροχή κινήτρων για την αναβάθμιση του επιπέδου ασφάλειας των κτιρίων.

➢ Τη θέσπιση και εφαρμογή δομικών κανονισμών, προδιαγραφών, οδηγιών και συστάσεων, με σκοπό την επίτευξη υψηλότερου επιπέδου ασφάλειας κτιρίων και υποδομών.

ii) Μετριασμός

Σύμφωνα με τον ορισμό του UNISDR (2009), ο μετριασμός αποτελεί το σύνολο των προσπαθειών για τη μείωση των κινδύνων πριν από την εκδήλωση καταστροφών ή για τη μείωση των επιπτώσεων των καταστροφών.

Το στάδιο του μετριασμού διαφέρει από τις άλλες φάσεις, καθώς εστιάζει στην έγκαιρη αντίδραση για την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας καταστροφής και τον μετριασμό τους. Παρότι δεν είναι πάντα δυνατόν να προληφθούν πλήρως οι αρνητικές επιπτώσεις, το στάδιο αυτό στοχεύει στον περιορισμό της κλίμακας και της σοβαρότητάς τους μέσω διάφορων στρατηγικών και δράσεων. Οι μέθοδοι μετριασμού περιλαμβάνουν τόσο κατασκευαστικές τεχνικές όσο και περιβαλλοντικές πολιτικές, συνοδευόμενες από ενέργειες ευαισθητοποίησης του πληθυσμού.

Στο πλαίσιο του μετριασμού, όπως αναφέρει η Κουρουδή Μ. (2015), εφαρμόζονται ποικίλα μέτρα και δράσεις, συμπεριλαμβανομένων των:

o Τροποποίηση του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου με βάση νέα δεδομένα, που προκύπτουν από καταστροφές ή τεχνολογικές εξελίξεις, αλλαγές στις διοικητικές δομές, κλπ.

o Κατασκευή έργων (φραγμάτων, γεφυρών, αντιπλημμυρικών έργων, κλπ.) με υψηλό βαθμό ασφάλειας.

o Σχεδιασμός, ζωνοποίηση και εξορθολογισμός των χρήσεων γης, λαμβάνοντας υπόψη τον πλημμυρικό κίνδυνο.

o Πολεοδόμηση εκτός ζωνών υψηλού κινδύνου πλημμύρας.

o Σχέδια διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας.

Στο πλαίσιο του μετριασμού, εφαρμόζονται τόσο κατασκευαστικά όσο και μη κατασκευαστικά μέτρα. Τα κατασκευαστικά περιλαμβάνουν τη χρήση τεχνολογικών λύσεων, όπως η κατασκευή αναχωμάτων για τις πλημμύρες, ενώ τα μη κατασκευαστικά περιλαμβάνουν νομοθεσία, σχεδιασμό χρήσεων γης και ασφάλιση. Ο μετριασμός αποτελεί την οικονομικά αποδοτική μέθοδο για τη μείωση των επιπτώσεων και συμπεριλαμβάνει οδηγίες για εκκενώσεις, κυρώσεις και επικοινωνία του κινδύνου προς το κοινό (FEMA training, 2008).

iii) Ετοιμότητα

Σύμφωνα με το UNISDR (2009), το τρίτο στάδιο της Φάσης Ανάπτυξη είναι η ετοιμότητα, που ορίζεται ως η γνώση και οι ικανότητες που αναπτύσσονται από κυβερνήσεις, επαγγελματίες έκτακτης ανάγκης, φορείς αποκατάστασης, κοινότητες και άτομα για να αντέξουν, να ανταποκριθούν και να ανακάμψουν από τις επιπτώσεις πιθανών ή ήδη εμφανών επικίνδυνων γεγονότων.

Οι δράσεις ετοιμότητας εντάσσονται στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου καταστροφής και στοχεύουν στην εκπαίδευση για την αποτελεσματική διαχείριση όλων των τύπων έκτακτων καταστάσεων, καθώς και στη συντονισμένη μετάβαση από την απόκριση στη βιώσιμη ανασυγκρότηση.

Η ετοιμότητα βασίζεται σε μια αξιόπιστη ανάλυση των κινδύνων καταστροφής και σε μια καλή διασύνδεση με συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης.

Περιλαμβάνει δράσεις όπως ο σχεδιασμός συνέχισης λειτουργίας μιας επιχείρησης (contingency planning), αποθήκευση υλικών και προμηθειών, ανάπτυξη διακανονισμών συντονισμού, εκκένωσης και πληροφόρησης του κοινού, καθώς και σχετικές ασκήσεις και κατάρτιση. Όλα αυτά πρέπει να υποστηρίζονται από τυπικές θεσμικές, νομικές και οικονομικές δυνατότητες.

Ο όρος «ετοιμότητα» περιγράφει τη δυνατότητα άμεσης και κατάλληλης απόκρισης όταν χρειάζεται.

Στο στάδιο της ετοιμότητας, όπως περιγράφει η Κουρουδή Μ. (2015), περιλαμβάνονται τα εξής:

✓ Σχέδια Ετοιμότητας & Μνημόνια Ενεργειών για την αντιμετώπιση του κινδύνου πλημμύρας από τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες.

✓ Εγκατάσταση Συστημάτων Έγκαιρης Προειδοποίησης (Early Warning Systems).

✓ Σχεδιασμός διαδικασιών εκκένωσης (evacuation).

✓ Διενέργεια ασκήσεων ετοιμότητας Πολιτικής Προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης του εθελοντισμού Πολιτικής Προστασίας. Σύμφωνα με τον Hunt J. (1995), υπάρχουν τέσσερα είδη προειδοποιήσεων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από φυσικά φαινόμενα, τα οποία παρέχουν προειδοποιήσεις με στόχο τον μετριασμό των επιπτώσεων στις κοινωνίες.

Τα είδη αυτά περιλαμβάνουν:

❖ Προειδοποιήσεις πριν από το καταστροφικό γεγονός,

❖ Προειδοποιήσεις κατά τη διάρκεια του αρχικού καταστροφικού γεγονότος,

❖ Προειδοποιήσεις κατά τη διάρκεια δευτερεύοντος καταστροφικού γεγονότος, και

❖ Προειδοποιήσεις μετά το καταστροφικό γεγονός.

Για τη βέλτιστη κατανόηση του μηνύματος προειδοποίησης, προτείνεται το μήνυμα να είναι ξεκάθαρο και λεπτομερές, να διευκρινίζεται ποιος κάνει την αναγγελία της προειδοποίησης, να αναφέρεται η φύση της απειλής, να προσδιορίζεται η περιοχή που αναμένεται να επηρεαστεί, να δίνεται χρονικό πλαίσιο για το πότε αναμένεται το γεγονός, να περιλαμβάνεται η πιθανότητα εμφάνισης του, να δίνονται οδηγίες για τα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να ληφθούν (Drabek T., 1999).

B. Φάση Επιπτώσεων

Κατά τη φάση των επιπτώσεων εφαρμόζεται ο σχεδιασμός διαχείρισης έκτακτης ανάγκης (Emergency management). Η Διαχείριση έκτακτης ανάγκης αφορά την οργάνωση και διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και αρμοδιοτήτων με σκοπό την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών, δίνοντας βάση στην ετοιμότητα, την άμεση επέμβαση και την ανάκαμψη.

Σύμφωνα με τους Ανδρεαδάκη Ε. & Λέκκα Ε. (2015α), αυτή η διαχείριση περιλαμβάνει την εισαγωγή σχεδιασμού και θεσμοθέτησης, ενώ επιδιώκει τη συνεργασία μεταξύ δημόσιων αρχών, εθελοντικών ομάδων και ιδιωτικού τομέα για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά όλες τις επείγουσες ανάγκες. Ο σκοπός αυτής της διαχείρισης είναι να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή, να μειώσει τις επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού και να αντιμετωπίσει πλήρως τις άμεσες ανάγκες διαβίωσης του, επιδιώκοντας επίσης την άμεση αποκατάσταση της καθημερινότητας μια κοινωνίας (Δανδουλάκη, 2011).

Στη Φάση των Επιπτώσεων, σύμφωνα με την Κουρούδη Κ. (2015), πραγματοποιούνται:

1. Συνεχής ροή πληροφοριών – Συλλογή πληροφοριών.

2. Αξιολόγηση – Αξιοποίηση δεδομένων.

3. Διασπορά πληροφοριών προς τους υπεύθυνους για δράση.

4. Ενημέρωση του κοινού.

5. Εκτίμηση αναγκών.

6. Συντονισμός των εμπλεκομένων υπηρεσιών και των εθελοντικών ομάδων.

7. Επείγουσες επιχειρήσεις διάσωσης και θεραπείας (Κλεάνθη Μ., 2018).

C. Φάση Απόκρισης

Η Φάση της Απόκρισης του Κύκλου Διαχείρισης Καταστροφών και Κρίσεων αποτελείται από τρία στάδια: την άμεση απόκριση/ αρωγή, την ανάκαμψη και την αποκατάσταση.

i) Φάση άμεσης απόκρισης/αρωγής 

Σύμφωνα με το UNISDR (2009), η φάση της απόκρισης αφορά στην παροχή υπηρεσιών άμεσης βοήθειας κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά από καταστροφή, με στόχο τη σωτηρία ζωών, τη μείωση των επιπτώσεων στην υγεία, τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας και την κάλυψη βασικών αναγκών διαβίωσης των πληγέντων. Η βοήθεια σε αυτό το στάδιο μπορεί να περιλαμβάνει περιορισμένες υπηρεσίες όπως μεταφορά, προσωρινή στέγαση, επισιτιστική βοήθεια, και ακόμη και ανοικοδόμηση καταστραμμένων υποδομών.

Κατά τη διάρκεια της απόκρισης, επικεντρώνεται στις άμεσες και βραχυπρόθεσμες ανάγκες, ενώ η φάση της ανακούφισης επιδιώκει να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού έως ότου βρεθεί βιώσιμη λύση. Σε αυτό το στάδιο, συχνά εμπλέκονται ανθρωπιστικές οργανώσεις, προωθώντας σχέδια ανακούφισης και διεξάγοντας επιχειρήσεις διάσωσης (Κουτσονάκης, 2019).

Κατά τη Φάση της Απόκρισης και το στάδιο της άμεσης απόκρισης/αρωγής, όπως περιγράφει η Κουρούδη Κ. (2015):

– Πραγματοποιούνται επιχειρήσεις διάσωσης.

– Παρέχεται άμεση οργανωμένη βοήθεια στους πληγέντες, συμπεριλαμβανομένης της διανομής τροφής, στέγης, ιατρικής φροντίδας, ψυχολογικής υποστήριξης κ.λπ.

– Δημιουργούνται κλιμάκια για τον έλεγχο των υποδομών.

– Δράση για άρση των κινδύνων.

Η FEMA (2008) προσθέτει ότι η απόκριση περιλαμβάνει δράσεις για τη διάσωση ανθρώπινων ζωών και την αποτροπή περαιτέρω ζημιών σε περιουσίες που βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το στάδιο αυτό θέτει σε δοκιμή τα σχέδια ετοιμότητας, καθώς οι δραστηριότητες απόκρισης εκτελούνται κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης ανάγκης.

ii) Φάση ανάκαμψης: Το στάδιο της ανάκαμψης (recovery) αντιστοιχεί στις πρώτες ώρες ή και ημέρες μετά από μια καταστροφή. Σκοπός του είναι η αποκατάσταση ή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης προ της καταστροφής μιας κοινωνίας, παράλληλα με την ενθάρρυνση και διευκόλυνση απαραίτητων ρυθμίσεων για τη μείωση της διακινδύνευσης των καταστροφών. Κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης, επίκεντρο αποτελεί η συνεχής φροντίδα των επιζώντων της καταστροφής. Οι ενέργειες στη φάση ανάκαμψης περιλαμβάνουν τη διατήρηση ή αποκατάσταση του πληθυσμού στις πληγείσες περιοχές, την επισκευή εγκαταστάσεων, την παροχή κοινωνικής υποστήριξης, καθώς και περιφερειακή ανάπτυξη και περιβαλλοντική αναβάθμιση.

Η φάση ανάκαμψης ακολουθεί τη φάση απόκρισης, μετά το πέρας της έκτακτης ανάγκης.

Σύμφωνα με την Κουρουδή Κ. (2015), κατά την ανάκαμψη, πραγματοποιούνται:

✓ Αποκατάσταση της καθημερινής λειτουργίας των υποδομών που υπέστησαν ελαφρές φθορές.

✓ Συγκρότηση επιτροπών για την άμεση καταγραφή των ζημιών.

✓ Προγραμματισμός έργων ανακατασκευής των υποδομών και των κτιρίων που υπέστησαν ζημιές.

Σύμφωνα με τη FEMA (2008), η ανάκαμψη περιλαμβάνει:

✓ Δράσεις για την επιστροφή σε ασφαλή κατάσταση μετά την έκτακτη ανάγκη.

✓ Παροχή οικονομικής βοήθειας για την πληρωμή του κόστους επισκευών.

✓ Υλοποίηση μετά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

iii) Φάση αποκατάστασης – επανακατοίκησης

Σύμφωνα με το UNISDR (2009), η φάση της ανάκαμψης αφορά στην αποκατάσταση και βελτίωση των υποδομών, των πόρων διαβίωσης και των συνθηκών ζωής των πληγεισών κοινοτήτων, συμπεριλαμβάνοντας προσπάθειες μείωσης του κινδύνου καταστροφής.

Η διαδικασία αποκατάστασης ξεκινά αμέσως μετά το πέρας της έκτακτης ανάγκης και προϋποθέτει πολιτικές που ευνοούν τη δράση αποκατάστασης και διευκολύνουν τη δημόσια συμμετοχή.

Η φάση της αποκατάστασης και ανασυγκρότησης αναφέρεται στην επαναφορά στα προκαταστροφικά επίπεδα ή/και τη βελτίωση των συνθηκών στην πληγείσα περιοχή και περιλαμβάνει δράσεις όπως η ανακατασκευή εγκαταστάσεων και υποδομών, κοινωνική στήριξη, ανάπτυξη της περιοχής, και περιβαλλοντική αναβάθμιση.

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση προγραμμάτων αποκατάστασης, με επίγνωση του κινδύνου και ενεργή συμμετοχή του πληθυσμού, συμβάλλουν στην ανάπτυξη και εφαρμογή μέτρων μείωσης του κινδύνου καταστροφών. Σε αυτήν την προοπτική, η διαχείριση της καταστροφής αποτελεί πιθανή “ευκαιρία” για περαιτέρω ανάπτυξη. Οι δράσεις ανασυγκρότησης βασίζονται σε στρατηγικό σχεδιασμό και πολιτικές, συντονίζονται με τις αρμόδιες αρχές και ενισχύουν τη συμμετοχή του πληθυσμού (Δανδουλάκη Μ., 2011).

2.3 Σχεδιασμός και αντιμετώπιση καταστροφών

Η διαχείριση καταστροφών από πολλούς εμπλεκόμενους θεωρείται η διαχείριση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και των επιπτώσεων, εστιάζοντας αποκλειστικά στις φάσεις της απόκρισης, της αντιμετώπισης και της βραχείας αποκατάστασης. Της δίνεται δηλαδή ένας καθαρά επιχειρησιακός χαρακτήρας, θεωρώντας την ως το σύνολο των ενεργειών και των αποφάσεων που λαμβάνονται μετά την εκδήλωση του κινδύνου.

Ωστόσο, η διαχείριση της καταστροφής δεν είναι απλώς απόκριση και αντιμετώπιση. Αποτελεί μια συνεχή και πολυδιάστατη διαδικασία που ξεκινά από την ένταξη της πολιτικής μείωσης κινδύνων και επιπτώσεων στην κυβερνητική ατζέντα, εξασφαλίζοντας τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους και προϋποθέτει την ύπαρξη επιχειρησιακού και επικοινωνιακού σχεδιασμού σε όλες τις φάσεις και σε όλα τα επίπεδα. Όσο πιο καλά προετοιμάζεται αυτή η διαδικασία, τόσο πιο αποδοτική και αποτελεσματική γίνεται.

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Εκτός από τον υφιστάμενο σχεδιασμό, που συμβάλλει σημαντικά στην επιχειρησιακή ετοιμότητα του συστήματος, η αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης απαιτεί συγκεκριμένα στοιχεία. Κρίσιμο είναι το εύρος εκτίμησης και αξιολόγησης αυτών των καταστάσεων, προβλέποντας και διακρίνοντας πιθανές περιβαλλοντικές ή άλλες απερχόμενες απειλές.

Οι φυσικοί κίνδυνοι, όπως πλημμύρες, προσδιορίζονται άμεσα από τοπικούς φορείς που προβαίνουν στην πρώτη αντίδραση. Άλλοι, όπως τυφώνες ή σεισμοί, εντοπίζονται και κατατάσσονται από κεντρικές υπηρεσίες, π.χ. η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία (Ε.Μ.Υ) παρακολουθεί τα ακραία καιρικά φαινόμενα.

Σε περιπτώσεις ατυχημάτων σε εγκαταστάσεις, η ανίχνευση συνήθως γίνεται από το προσωπικό του εργοστασίου, ενώ ατυχήματα μεταφοράς εντοπίζονται και ταξινομούνται από τον μεταφορέα, τις τοπικές υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ή ακόμη και από περαστικούς.

Ένα σημαντικό στοιχείο στην αξιολόγηση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης είναι η διαρκής παρακολούθηση του ίδιου του κινδύνου, περιλαμβάνοντας τη συνεχή παρακολούθηση της τρέχουσας κατάστασης και προβλέψεις για το μέλλον του. Η τεχνολογία παρακολούθησης κινδύνων έχει εξελιχθεί σημαντικά, παρέχοντας πληροφορίες που ποικίλλουν ανάλογα με τον εκάστοτε κίνδυνο.

Συχνά, οι πληροφορίες για τον εξελισσόμενο κίνδυνο προέρχονται από την ίδια πηγή που πρώτον ανιχνεύει τον κίνδυνο. Για παράδειγμα, η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, που εντοπίζει αρχικά ανεμοστρόβιλο σε συγκεκριμένη περιοχή, παρέχει συνεχείς ενημερώσεις καιρού έκτακτης ανάγκης για την πορεία των καιρικών συνθηκών.

Επίσης, το προσωπικό ενός εργοστασίου που εντοπίζει αρχικά έκλυση επικίνδυνης ουσίας παρέχει συνεχείς πληροφορίες για την εξέλιξη της κατάστασης.

Η περιβαλλοντική παρακολούθηση είναι απαραίτητη, ειδικά όταν ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν περιοχές επηρεάζεται από ατμοσφαιρικές διεργασίες. Για παράδειγμα, τοξικές χημικές ουσίες, ραδιενεργά υλικά και ηφαιστειακή στάχτη μεταφέρονται προς τα κάτω.

Επομένως, η παρακολούθηση αλλαγών στην κατεύθυνση του ανέμου, την ταχύτητα του ανέμου και την ατμοσφαιρική σταθερότητα απαιτείται για να αξιολογηθεί η εξέλιξη του κινδύνου στην περιοχή με την πάροδο του χρόνου.

Επίσης, η παρακολούθηση είναι ουσιώδης για τις διαρροές επικίνδυνων ουσιών σε υδάτινα ρεύματα, καθώς η κατεύθυνση των ρευμάτων επηρεάζει ποια τμήματα της ακτογραμμής θα επηρεαστούν.

Η εκτίμηση των ζημιών και επιπτώσεων είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό των ορίων της περιοχής κινδύνου, καθώς και για την έναρξη διαδικασιών οριοθέτησης πληγείσας περιοχής, ελέγχων, αποζημιώσεων κ.λπ.

Επιπλέον, η παρακολούθηση και εκτίμηση του πληθυσμού είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό του μεγέθους του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη τις διακυμάνσεις στον αριθμό των ατόμων στην περιοχή του κινδύνου.

Τέλος, η παρακολούθηση και η εκτίμηση του πληθυσμού απαιτούν συνεργασία με άλλους αρμόδιους φορείς, όπως σχολεία, νοσοκομεία και γηροκομεία, προκειμένου να προσδιοριστεί η εξέλιξη των εκκενώσεων και να σχεδιαστούν αντίστοιχες διαδικασίες.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Όσον αφορά την έννοια του σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης, σημαντικό είναι να επισημανθεί ότι πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέχεια, συνέπεια και σταθερότητα. Υπάρχουν δύο επικρατούντα μοντέλα για τον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης: το στρατιωτικό μοντέλο σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης και το μοντέλο επίλυσης προβλημάτων. Οι διαφορές μεταξύ τους είναι διακριτικές, τόσο στις υποθέσεις που χρησιμοποιούν όσο και στις συνέπειες του σχεδιασμού.

Ο σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης που στηρίζεται στο μοντέλο επίλυσης προβλημάτων, και ακολουθεί τα συστήματα πολιτικής προστασίας παγκοσμίως, χαρακτηρίζεται από την αρχή της επιχειρησιακής συνέχειας, του συντονισμού και της συνεργασίας. Συνδέεται, επίσης, με τη χρήση των υφιστάμενων πόρων και δομών, καθώς και τη διαθεσιμότητα των εθελοντών και άλλων πηγών βοήθειας (Dynes, R., 1990, σ. 26).

Παρά τις εμφανείς διαφορές στον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης, έχουν εντοπιστεί κάποιες κοινές αρχές από τους ερευνητές. Ένα κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι κατά την ανάπτυξη της διαδικασίας σχεδιασμού παρατηρείται ενεργητική και παθητική αντίσταση από τους εμπλεκόμενους, και οι υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης πρέπει να αναπτύξουν στρατηγικές για την αντιμετώπιση αυτών των εμποδίων.

Άλλες κοινές αρχές, που μπορούν να θεωρηθούν ως θεμελιώδεις αρχές του σχεδιασμού καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με τον Quarantelli (1982b), είναι ότι ο προϋπάρχων σχεδιασμός θα πρέπει:

– να αντιμετωπίζει όλους τους κινδύνους που η κοινότητα είναι εκτεθειμένη.

– να προκαλεί τη συμμετοχή, τη δέσμευση και την συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων.

– να βασίζεται σε ακριβείς υποθέσεις σχετικά με τον απειλούμενο κίνδυνο, την ανθρώπινη συμπεριφορά κατά τις καταστροφές και την πιθανή υποστήριξη από εξωτερικές πηγές, όπως ευρωπαϊκές και διεθνείς υπηρεσίες και οργανισμούς.

– να προσδιορίζει τους τύπους δράσεων αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που είναι πιο πιθανό να συμβούν, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα τον αυτοσχεδιασμό με βάση τη συνεχή αξιολόγηση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

– να αντιμετωπίζει τη σύνδεση μεταξύ της αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, της αποκατάστασης μετά τις καταστροφές και του μετριασμού του κινδύνου.

– να προβλέπει την εκπαίδευση και την αξιολόγηση της οργάνωσης αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης σε όλα τα επίπεδα, από το άτομο μέχρι την κοινότητα, τον δήμο και άλλα.

– να αναγνωρίζεται, τελικά, ως μια συνεχής διαδικασία από όλους τους εμπλεκόμενους.

ΣΧΕΔΙΟ «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ»

Το βασικό σχέδιο αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών από φυσικές, τεχνολογικές και άλλες καταστροφές στην Ελλάδα είναι το γενικό σχέδιο πολιτικής προστασίας με την ονομασία “ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ”. Εντός αυτού του πλαισίου και ανάλογα με τον τύπο και τα χαρακτηριστικά των μαζικών καταστροφών που ενδέχεται να συμβούν, έχουν δημιουργηθεί εξειδικευμένα σχέδια για την αντιμετώπισή τους. Αυτά τα σχέδια έχουν διαβιβαστεί στους αντίστοιχους οργανισμούς, προκειμένου να προσαρμοστούν και να συμπληρωθούν από τις επιμέρους υπηρεσίες τους.

Σκοπός του Γενικού Σχεδίου αυτού είναι η δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος για την αντιμετώπιση καταστροφικών φαινομένων, με στόχο την προστασία της ζωής, της υγείας και της περιουσίας των πολιτών, καθώς και του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και η ενημέρωση των αρμόδιων φορέων και η προετοιμασία για πιθανές καταστάσεις.

Ο «Ξενοκράτης» συντάχθηκε από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΣ) με την Υ.Α. 1299/2003 (ΦΕΚ 423 Β΄/10-4-2003) και αναθεωρήθηκε με συμπληρωματική Υ.Α. 3384/2006 (ΦΕΚ 776/28-6-06) με την οποία εγκρίθηκε το Ειδικό Σχέδιο «Διαχείριση Ανθρώπινων Απωλειών».

Το σχέδιο καθορίζει τα είδη των καταστροφών, τους όρους πολιτικής προστασίας, τους ρόλους και τις κατευθύνσεις σχεδίασης για τα όργανα σε διάφορα επίπεδα και ορίζει τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, φορείς και όργανα συντονισμού. Επιπλέον, παρέχει στοιχεία για την αξιολόγηση και εκτίμηση των κινδύνων, την επισήμανση ευπαθών χώρων, την εκπόνηση ειδικών σχεδίων για κάθε κίνδυνο, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές για τη χάραξη στρατηγικών και τακτικών.

Ακόμη, στοχεύει στην ορθή οργάνωση, σχεδιασμό και εξοπλισμό των υπηρεσιών, στην έγκαιρη κινητοποίηση, δραστηριοποίηση, διεύθυνση και συντονισμό των ανθρώπινων δυνάμεων και μέσων, καθώς και στη δημιουργία δυνατοτήτων διοικητικής μέριμνας για την αντιμετώπιση προβλημάτων τόσο των επιχειρησιακών δυνάμεων όσο και των πληγέντων πολιτών (https://www.civilprotection.gr).

Βάσει του ΓΣΠΠ «Ξενοκράτης», ο σχεδιασμός γίνεται σε όλα τα επίπεδα διοίκησης και συντονίζεται από τη ΓΓΠΠ, με τα προβλεπόμενα σχέδια να εγκρίνονται από τον Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας.

Τα σχέδια πολιτικής προστασίας εγκρίνονται από τη ΓΓΠΠ και καταρτίζονται για διάφορους κινδύνους, ενώ η εξεύρεση και χρήση ειδικών μέσων αποτελεί πρόκληση τόσο σε επίπεδο διαχείρισης όσο και σε επίπεδο διοίκησης.

Σύμφωνα με το ΓΣΠΠ «Ξενοκράτης», στον σχεδιασμό αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης μετέχουν Υπουργεία και εποπτευόμενοι φορείς σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης και η Αυτοδιοίκηση.

Το Σχέδιο περιλαμβάνει κατευθύνσεις σχεδίασης στους παραπάνω φορείς, οδηγίες αξιολόγησης των κινδύνων και επισήμανσης ευπαθών περιοχών, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές χάραξης στρατηγικών, τακτικών και διαμόρφωσης επιχειρησιακής φιλοσοφίας.

Φάση 1: Συνήθης Ετοιμότητα,

Φάση 2: Αυξημένη Ετοιμότητα,

Φάση 3: Άμεση Κινητοποίηση – Επέμβαση,

Φάση 4: Αποκατάσταση – Αρωγή (Δανδουλάκη Μ., 2011).

Στο σχέδιο ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ αναλύονται οι φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές που θέτουν σε κίνδυνο την ζωή, υγεία και περιουσία των πολιτών, τα υλικά και πολιτιστικά αγαθά και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και υποδομές της χώρας. Για τη διαχείριση αυτών των κινδύνων, προβλέπεται η σύνταξη σχεδίων, καθώς και η καθορισμός των εμπλεκόμενων στη σχεδίαση και αντιμετώπιση αυτών.

ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΟΙ ΦΟΡΕΙΣ

Οι εμπλεκόμενοι φορείς ως προς τη διαχείριση κινδύνων καταστροφών χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες (Δανδουλάκη, 2011):

A. Υπουργεία/Κεντρικοί Φορείς (Κεντρικό Επίπεδο)

B. Τα υπουργεία που εμπλέκονται σε κάθε καταστροφή εντοπίζονται με την ΥΑ 1299/7-4- 2003.

C. Υπουργός Ε.Σ.Δ.Δ.Α. Κατά το σχέδιο «Ξενοκράτης» η διοικητικής δομής της χώρας αποτελείται από τους ακόλουθους εμπλεκόμενους φορείς (Αθανασιάδου, 2020):

i. Γενική Γραμματεία Πολιτικής Άμυνας (Γ.Γ.Π.Π.).

ii. Ένοπλες Δυνάμεις.

iii. Σώματα Ασφαλείας (Ελληνική Αστυνομία, Πυροσβεστική, Ελληνική Ακτοφυλακή).

iv. Υπηρεσίες/μονάδες υγείας όπως το ΕΚΑΒ.

v. Ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, είναι υπεύθυνος για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της αντισεισμικής πολιτικής.

vi. Τμήμα Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών (ΔΑΕΦΚ) – Πρώην υπηρεσία αποκατάστασης σεισμοπαθών (ΥΑΣ) – Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, αρμόδιο για την αποκατάσταση ζημιών σε κτίρια που προκαλούνται από σεισμούς, πλημμύρες, πυρκαγιές, κατολισθήσεις, πλημμύρες, κατολισθήσεις και ηφαιστειακές εκρήξεις (N.4313/2014).

vii. Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΛΠΝΟ) αρμόδια για την πρόληψη της εξάπλωσης ορισμένων μολυσματικών ασθενειών.

viii. Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ) είναι υπεύθυνο για το συντονισμό δικτύου υπηρεσιών κοινωνικής υποστήριξης σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης – καταστροφές μεγάλης κλίμακας (άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3106/2003).

ix. Η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ), αρμόδια για την ακτινοπροστασία και την πυρηνική ασφάλεια στη χώρα.

x. Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία (ΕΜΥ).

xi. Ειδική Γραμματεία Υδάτινων Πόρων, υπεύθυνη για την ανάπτυξη σχεδίων για την προστασία και διαχείριση των εθνικών υδάτινων πόρων και την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τις πλημμύρες (2007/60/ΕΚ).

xii. Εθνικά ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστημιακά ιδρύματα

Μια καταστροφή που προκαλεί πολλά θύματα αντιπροσωπεύει σημαντική πρόκληση για όλες τις υπηρεσίες που συμμετέχουν στην αντιμετώπισή της, καθώς και στη διάσωση και υποστήριξη των θυμάτων.

Απαιτείται εξειδικευμένη εκπαίδευση για την ενίσχυση της κριτικής ικανότητας, τη διαμόρφωση οργανωτικών δομών, την αναζήτηση λύσεων, την φυσική αξιολόγηση και τις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Όλα αυτά πρέπει να εφαρμοστούν υπό δύσκολες συνθήκες, σε ένα περιβάλλον πανικού και αυξημένης επικινδυνότητας για όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία διάσωσης των θυμάτων.

Στις καταστάσεις μαζικών καταστροφών, η ανάγκη για αποτελεσματική και οργανωμένη διαχείριση είναι πρωταρχικής σημασίας.

Οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να διαδραματίσουν καίριο ρόλο σε αυτό το πλαίσιο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση με αποτελεσματικότητα. Συγκεκριμένα, η καθοριστική επιλογή των θυμάτων που χρήζουν άμεσης διακομιδής στα ΤΕΠ απαιτεί επιβεβαίωση των διαθέσιμων ασθενοφόρων.

Η αναγνώριση και περιγραφή των τραυματισμών, σε συνδυασμό με τον καθορισμό προτεραιοτήτων, συντελούν στον αποτελεσματικό προσανατολισμό των δράσεων.

Η επιλογή τοποθεσίας για ασθενοφόρα, το σταθμό διαλογής, και το σταθμό πρώτων βοηθειών, σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση πληροφοριών και την καταγραφή τους, συνιστούν σημαντικά βήματα προς την αποτελεσματική διαχείριση της καταστροφής.

Παράλληλα, η διαλογή των θυμάτων για διακομιδή σε νοσοκομεία και η εκτίμηση των συνήθων συναισθηματικών αντιδράσεων απαιτούν ευσυνειδησία και συντονισμό.

Τέλος, οι τρόποι υποστήριξης των Υπηρεσιών Διάσωσης από τους παρευρισκόμενους ενισχύουν τη συνολική δράση και αποδεικνύουν τη σημασία της συλλογικής προσπάθειας σε κρίσιμες στιγμές.

Συνεχίζεται…

Μαζικές καταστροφές και TRIAGE – Ο ρόλος των διασωστών σε μια φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή – Εισαγωγικές Έννοιες(Μέρος 1ο)

Μαζικές καταστροφές και TRIAGE- Σχέδια αντιμετώπισης καταστροφών (Μέρος 2ο)

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία

Αναστασία Αρβανιτίδη 

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ