Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Αιφνίδιος Καρδιακός Θάνατος (Μέρος Πρώτο)

Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Αιφνίδιος Καρδιακός Θάνατος (Μέρος Πρώτο)

 

Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

1. Αιφνίδιος (καρδιακός) θάνατος

Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος ορίζεται ως ο μη αναμενόμενος φυσικός θάνατος καρδιακής αιτιολογίας που επέρχεται εντός μιας σύντομης χρονικής περιόδου (κατά γενική αποδοχή < 1 ώρας) μετά από ξαφνική απώλεια συνείδησης (Engelstein et.al, 1998).

Τυπικά, ο όρος «αιφνίδιος καρδιακός θάνατος» αφορά μόνο την περίπτωση που ο ασθενής πεθαίνει, στην αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ο όρος «αιφνίδια καρδιακή ανακοπή» (ή «ανεσταλμένος αιφνίδιος καρδιακός θάνατος») (Buxton et al., 2006).

Ωστόσο, κατά γενική σύμβαση και για λόγους ευκολίας, στη διεθνή ερευνητική βιβλιογραφία συχνά χρησιμοποιείται ο όρος αιφνίδιος καρδιακός θάνατος ανεξαρτήτως έκβασης.

Συχνότερη άμεση αιτία αιφνίδιου καρδιακού θανάτου αποτελεί η αιμοδυναμική κατάρρευση λόγω κοιλιακής ταχυκαρδίας (Demirovic & Myerburg, 1994). Η κυριότερη πάθηση που φαίνεται να ευθύνεται έως και για το 70% των περιπτώσεων αιφνίδιων καρδιακών θανάτων είναι η ισχαιμική καρδιοπάθεια, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό αιφνίδιων καρδιακών θανάτων (10-12%) συμβαίνει στο έδαφος μη ισχαιμικής καρδιοπάθειας (Podrid, 2019).

Συνηθέστερες αιτίες στην περίπτωση αυτή αποτελούν άλλες καρδιακές παθήσεις όπως καρδιομυοπάθειες, βαλβιδοπάθειες, μυοκαρδίτιδες κ.λπ.. Αξίζει να σημειωθεί ότι έως και το 50% των καρδιακής αιτιολογίας περιπτώσεων αιφνίδιου θανάτου αφορούν προηγουμένως αδιάγνωστη καρδιοπάθεια (Tseng et al., 2018).

Ένα μικρότερο ποσοστό των περιπτώσεων κλινικού αιφνίδιου θανάτου, ιδιαίτερα όσον αφορά τους νεότερους ασθενείς, δεν οφείλεται (τουλάχιστον άμεσα) σε καρδιολογικά αίτια (Staraj, 1983).

Παθήσεις όπως η επιληψία, η απόφραξη αεραγωγού, η πνευμονική εμβολή αλλά και η χρήση ναρκωτικών ουσιών μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε αιφνίδιο θάνατο (Tseng et al., 2018), ο οποίος σημειολογικά (κι εν απουσία
ιατροδικαστικού πορίσματος) συχνά δεν μπορεί να διακριθεί από τον αιφνίδιο θάνατο καρδιακής αιτιολογίας.

Για τον λόγο αυτό, κατά τη συλλογή κι επεξεργασία επιδημιολογικών στοιχείων, φαίνεται να υπερεκτιμώνται οι αμιγώς καρδιολογικής αιτιολογίας περιπτώσεις αιφνίδιου θανάτου ειδικά όταν ως πηγή χρησιμοποιούνται δεδομένα από πιστοποιητικά θανάτου (Chugh et al., 2004).

Πολλές επιδημιολογικές έρευνες προτιμούν έτσι να μελετούν τον αιφνίδιο θάνατο γενικότερα και να αποφεύγουν μια αιτιολογική κατηγοριοποίηση.

 

 

Σε κάθε περίπτωση, ο αιφνίδιος θάνατος αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες θανάτου παγκοσμίως κι εκτιμάται ότι ευθύνεται για περίπου τις μισές περιπτώσεις θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια (Podrid, 2019), αλλά και για το 15-20% των θανάτων από όλα τα αίτια (Gillum, 1990). Η ετήσια επίπτωση αιφνιδίων θανάτων στην Ευρώπη και στη
Βόρεια Αμερική εκτιμάται σε 50-100 ανά 100.000 άτομα (Wong et al., 2019).

Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο φαίνεται να είναι η αυξανόμενη ηλικία και το ανδρικό φύλο (Kannel et al, 1998) καθώς επίσης και η προηγούμενη ύπαρξη γνωστής καρδιοπάθειας (Jouven, et al., 1999). Λόγω της ιδιαίτερης συσχέτισης της ισχαιμικής καρδιοπάθειάς με τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο είναι σαφές ότι οι γνωστοί παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την ισχαιμική καρδιοπάθεια: δυσλιπιδαιμία, αρτηριακή υπέρταση, κάπνισμα, έλλειψη φυσικής άσκησης, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης και οικογενειακό ιστορικό ισχαιμικής καρδιοπάθειας σε μικρή ηλικία, αυξάνουν επίσης την πιθανότητα αιφνιδίου θανάτου (Jackson et al., 2005).

Παρά τις θετικές τάσεις όσον αφορά τα ποσοστά επιβίωσής μετά από αιφνίδιο καρδιακό θάνατο διαχρονικά (Niemeijer et al., 2015), η συνολική θνησιμότητα παραμένει σε επίπεδα μεγαλύτερα του 90% (Hayashi et al., 2015) ενώ σε σύγκριση με άλλες αιτίες θανάτου, σχετιζόμενες με την ισχαιμική καρδιοπάθεια, ο γενικός ρυθμός
βελτίωσης της θνησιμότητας από αιφνίδιο καρδιακό θάνατο εμφανίζεται ιδιαίτερα αργός (Gerber et al., 2006).

Οι σημαντικότεροι παράγοντες που καθορίζουν την πιθανότητα επιβίωσης μετά από μια αιφνίδια καρδιακή ανακοπή είναι ο αρχικός ηλεκτροκαρδιογραφικός ρυθμός και η καθυστέρηση έναρξης καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης (Weaver et al., 1986).

Συγκεκριμένα, τα υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης αφορούν περιπτώσεις στις οποίες ο αρχικός ηλεκτροκαρδιογραφικός ρυθμός είναι η κοιλιακή ταχυκαρδία, ενώ η πιθανότητα επιβίωσης είναι μικρότερη σε περιπτώσεις άλλων αρρυθμιών όπως ασυστολία και άσφυγμη ηλεκτρική δραστηριότητα (Demirovic & Myerburg, 1994).

Ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, αν και η κοιλιακή ταχυκαρδία αποτελεί τη συχνότερη αρρυθμία σχετιζόμενη με αιφνίδιο καρδιακό θάνατο, η επίπτωση των άλλων αρρυθμιών φαίνεται να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια (Cobb et al., 2000).

Σχετικά με την επίδραση της εφαρμογής καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης στην πιθανότητα επιβίωσης μετά από αιφνίδια καρδιακή ανακοπή γίνεται εκτενής αναφορά στο επόμενο κεφάλαιο.

 

Η επίπτωση αιφνίδιων καρδιακών θανάτων ανάμεσα στα παιδιά και τους εφήβους είναι σπάνια και υπολογίζεται σε 1-10 περιπτώσεις ανά 100,000 παιδιά και νέους ενήλικες (Ackermann et al., 2016). Βέβαια, αν και σπάνιος, ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος στα παιδιά έχει δυσανάλογα μεγάλο κοινωνικό και ψυχολογικό κόστος και για το λόγο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών επιδημιολογικών ερευνών.

Η ηλικιακή κατανομή των αιφνιδίων θανάτων που αφορούν παιδιά και νέους ενήλικες εμφανίζει δύο κορυφές: τα νεογνά και οι έφηβοι εμφανίζουν το μεγαλύτερο κίνδυνο για αιφνίδιο θάνατο (Bagnall et al., 2016).

Επίσης εμφανίζεται στατιστικά σημαντική διαφορά στην κατανομή αναμεσά στα δύο φύλα με τα αγόρια να εμφανίζουν έως και διπλάσιο σχετικό κίνδυνο για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο (Ackermann et al., 2016).

Η θνησιμότητα των παιδιών που φτάνουν στο νοσοκομείο μετά από αιφνίδια καρδιακή ανακοπή αγγίζει, όπως και στην περίπτωση των ενηλίκων, το 90% (Sakai-Bizmark et al., 2018) αν και σημειώνονται διαχρονικά αρκετά θετικές τάσεις, την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία (Meyer et al., 2012).

Έως και στο 45% των περιπτώσεων αιφνίδιου καρδιακού θανάτου στα παιδιά μπορούν να παρατηρηθούν πρόδρομα σημεία και συμπτώματα όπως δύσπνοια, λιποθυμία ή επιληπτική κρίση (Winkel et al., 2014).

Τις περισσότερες φορές (περίπου στα 2/3 των περιστατικών) δεν προϋπάρχει κάποιο γνωστό ιατρικό ιστορικό και μόνο στο 1/5 περίπου των περιστατικών υπάρχει προηγούμενο γνωστό καρδιακό ιστορικό (Winkel et al., 2014).

Οι κυριότερες αιτίες αιφνίδιου θανάτου στα παιδιά μπορούν να διακριθούν στις ακόλουθες κατηγορίες: κληρονομικές κι επίκτητες καρδιομυοπάθειες και καναλοπάθειες, συγγενείς δομικές καρδιοπάθειες, μυοκαρδίτιδες και ανωμαλίες στεφανιαίων αγγείων (Ackermann et al., 2016). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω όμως, συχνά παραμένουν αυτές οι παθήσεις αδιάγνωστες, με την αιφνίδια ανακοπή να αποτελεί την πρώτη, καταστροφική, κλινική τους εκδήλωση.

Παρότι αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας, άγνωστο ακόμα παραμένει αν η σωματική άσκηση αυξάνει τον κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου καθώς οι σχετικές έρευνες έχουν αντικρουόμενα αποτελέσματα (Ackermann et al., 2016, Corrado et al., 2006).

Πάντως, στην περίπτωση αιφνίδιου θανάτου κατά την άσκηση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλα σπανιότερα, μη καρδιακά αίτια, όπως τραύμα, θερμοπληξία αλλά και χρήση συμπαθητικομιμητικών φαρμάκων (Ackermann et al., 2016).

Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα παιδιά με αναπηρίες.

Παρότι η ανομοιογένεια των πιθανών παθήσεων που σχετίζονται με την εκάστοτε αναπηρία, επίκτητη ή εκ γενετής, δυσχεραίνουν την πραγματοποίηση ερευνών μεγάλης έκτασης, είναι γνωστό ότι τα παιδιά με αναπηρίες εμφανίζουν μεγαλύτερο ποσοστό γενικής θνησιμότητας (από όλα τα αίτια), κυρίως όμως θνησιμότητας που σχετίζεται με αναπνευστικές παθήσεις (οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν μεταξύ άλλων και σε αιφνίδιο θάνατο) (Glover et al., 2016, Hollins, et al, 1998).

Επίσης, παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζουν αυξημένη επίπτωση συγγενών καρδιοπαθειών, οι οποίες αποτελούν μία από τις βασικές αιτίες αιφνιδίου θανάτου στην παιδική ηλικία (Pivalizza & Lalani, 2018).

Ειδικά όσον αφορά τα παιδιά με αναπηρία που οφείλεται σε νευρολογικές παθήσεις, ο ξαφνικός αιφνίδιος θάνατος στην επιληψία (στην αγγλική γλώσσα γνωστός ως Sudden Unexpected Death in Epilepsy ή SUDEP) αποτελεί μια
σημαντική αιτία θανάτου (Amin et al., 2016).

Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Αιφνίδιος Καρδιακός Θάνατος (Μέρος Πρώτο)

Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Xρειάζεται ένα σύστημα για να σωθεί μια ζωή (Μέρος Δεύτερο)

Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς – Aναζήτηση τρόπων και μεθόδων εκπαίδευσης των απλών πολιτών (Μέρος Τρίτο)

 

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
«ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΣΥ»

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
«Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση στο σχολείο: διδάσκοντας τους εκπαιδευτικούς. Συστηματική ανασκόπηση των μεθόδων εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών στην καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση και ποιοτική έρευνα
γύρω από τη στάση τους απέναντι σε αυτή»

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΝΙΣΟΒΙΤΗ

ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ, 2020

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ