Η ΣΧΕΣΗ ΙΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΗ
Είναι εύλογο να αναπτύσσεται μια ιδιαίτερή σχέση μεταξύ του ιατρού και του ασθενή που έχει ανθρώπινες, επιστημονικές και ‘υπερφυσικές’ διαστάσεις.
Ο γιατρός αναλαμβάνει μέσω μιας γονεϊκής μορφής, που του προσάπτει ο ασθενής, ιδιότητες προσοχής, φροντίδας (μητρική μορφή) αλλά και την ίδια στιγμή ικανότητα για διαχείριση καταστάσεων και λήψη αποφάσεων (πατρική μορφή).
Ο άρρωστος και κατ’ επέκταση η οικογένειά του αναμένουν ένα αποκλειστικό ενδιαφέρον και φροντίδα μαζί με δεξιοτεχνία και αποφασιστικότητα.
Βασικό στοιχείο στη σχέση γιατρού και αρρώστου είναι η εμπιστοσύνη με την οποία προσέρχεται ο ασθενής σε αυτόν. Κατά κανόνα, ο ασθενής χαρακτηρίζεται από ανησυχίες, φόβους και ερωτήσεις σχετικά με την κατάσταση της υγείας του.
Το ενδιαφέρον του γιατρού, η φιλική και ήρεμη στάση του και η διακριτικότητα με μια πιθανή ευαισθησία θα βοηθήσουν να ξεπεράσει ο άρρωστος οποιαδήποτε αμφισβήτηση και να του προσφέρει την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του και εν συνεχεία στις οδηγίες που θα του δώσει.
Η αντίληψη για τον γιατρό κατά την αγωνία του αρρώστου και των συγγενών του για την εξέλιξη της υγείας του κυμαίνεται από τον απόλυτο εξουσιαστή της υγείας τους έως έναν οποιοδήποτε συνηθισμένο άνθρωπο με αδυναμίες και ελαττώματα.
Τη διττή αυτή μορφή πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν οι γιατροί και οι συνεργάτες τους για να μπορέσουν να προσεγγίσουν καλύτερα τον άρρωστο και να κατανοήσουν τους πιθανούς φόβους, ανησυχίες και ελπίδες που μπορούν να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό τη συνεργασία του γιατρού με τον ίδιο τον ασθενή και την οικογένειά του, οι οποίοι περιμένουν υποστήριξη και μια αισιόδοξη στάση για το μέλλον.
Η σκέψη του θανάτου αντιμετωπίζεται με άγχος και το ανάλογο δέος σε οποιαδήποτε ηλικία και φάση ζωής. Βασικός φόβος και πηγή ανησυχίας το άγνωστο στο οποίο πορεύεται και η απομάκρυνσή του από το οικείο και γνώριμο προς το άγνωστο και μοναχικό. Υπάρχει ένας έντονος προβληματισμός ως προς το άγνωστο που τον περιμένει και μια μεγαλύτερη ανησυχία όσο πλησιάζει το τέλος να μην πεθάνει μέσα στον πόνο και εγκαταλελειμμένος.
Το γενικότερο άγχος και πίεση πολλές φορές υποβαθμίζονται χάριν στην παρέμβαση κάποιων αντιρροπιστικών ψυχολογικών μηχανισμών που προσπαθούν να αμβλύνουν την γενικότερη αίσθηση του επικείμενου και αναπόδραστου τέλους και όλα αυτά τα στάδια δε βιώνονται το ίδιο από όλους.
Οι μηχανισμοί αυτοί είναι το άγχος, η άρνηση, η προβολή, η παλινδρόμηση, η κατάθλιψη, η διαπραγμάτευση και τέλος η αποδοχή. Η απελπισία μπορεί να καταστήσει δυσκολότερη τη συνεργασία και να μειώσει το εναπομείναν ψυχικό σθένος του ασθενούς και των οικείων του, οι οποίοι αναζητούν μια πίστωση χρόνου.
Η στάση του γιατρού απέναντι στον άρρωστο που πεθαίνει εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η φύση της αρρώστιας, η ηλικία του αρρώστου, η απουσία κάποιας θεραπείας κ.ά, που μπορεί να τον κάνουν να νιώσει ανήμπορος και ανίκανος να βοηθήσει.
Την ψυχική επιβάρυνση που επωμίζεται και τους ενδεχόμενους προβληματισμούς του είναι προτιμότερο να τα μοιράζεται με συναδέλφους, ώστε στο τέλος να του μένει ότι έκανε το βέλτιστο για τον ασθενή σύμφωνα με ό,τι όριζε η εκπαίδευση και η επιστήμη του.
Ένα επιπλέον στοιχείο είναι το ερώτημα που προκύπτει αν και πώς θα αποκαλύψει την αλήθεια στον ασθενή και/ή στην οικογένεια.
Η πιο συχνή λύση είναι να εξατομικεύσει τις ανάγκες του συγκεκριμένου αρρώστου και του περίγυρού του με στοχευμένες αλλά ανοιχτές ερωτήσεις ως προς την αντοχή του/τους στην ανακοίνωση δυσάρεστων πληροφοριών.
Υπάρχουν άρρωστοι και συγγενείς που προτιμούν να μείνουν στο σκοτάδι και άλλοι που θέλουν να ξέρουν τι μέλλει γενέσθαι. Οι τελευταίοι χρειάζονται περισσότερο χρόνο και συζήτηση για να αντιληφθούν τις πληροφορίες αλλά και να αντιληφθούν το γνήσιο ενδιαφέρον του γιατρού. Είναι επίσης φανερό ότι ο γιατρός οφείλει να διατηρεί μια πιο συχνή επαφή με τους ψυχραιμότερους συγγενείς για να εξασφαλίσει ένα ήρεμο και αξιοπρεπές τέλος.
ΟΙ ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ
Οι προγενέστερες επιθυμίες είναι επίσημα συμβολαιογραφικά έγγραφα με τα οποία ένα ενήλικο άτομο με ικανότητα συναίνεσης δύναται να περιγράψει το είδος της ιατρικής φροντίδας που θα επιθυμούσε να λάβει μελλοντικά στην περίπτωση ατυχήματος ή σοβαρής νόσου, η οποία θα του καθιστούσε αδύνατο να επικοινωνεί ή να συμμετέχει ενεργά στην λήψη αποφάσεων.
Προσφέρεται η δυνατότητα να εκφράσει τις προσωπικές επιθυμίες βάσει του προσωπικού συστήματος αξιών, όσον αφορά τη θεραπεία που επιθυμεί γραπτώς σαφώς προσδιορισμένη, και ακόμη να ορίσει ως εκπρόσωπό του ένα τρίτο πρόσωπο σε περίπτωση που καταστεί ανάγκη.
Το δικαίωμα αυτού που πεθαίνει να μπορεί να ελέγχει ό,τι αφορά την ιατρική του περίθαλψη πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στις Η.Π.Α το 1967, και το 1976 η Καλιφόρνια έγινε η πρώτη πολιτεία που θέσπισε νομικά μια μορφή διαθήκης ζωής που αποτέλεσε την πρώτη επίσημη μορφή προγενέστερων οδηγιών.
Με την πάροδο των ετών δημιουργήθηκαν οι προγενέστερες οδηγίες δεύτερης και τρίτης γενιάς με κύριο εκπρόσωπο τα πληρεξούσια έγγραφα για ζητήματα υγείας καθορίζοντας έναν επίσημο νομικό αντιπρόσωπο, ο οποίος δύναται να πάρει αποφάσεις εκ μέρους του αφού είχε προηγηθεί πλήρης ενημέρωση και επικοινωνία.
Οι διαθήκες ζωής και τα πληρεξούσια έγγραφα είναι οι δύο πιο γνωστές και με την ευρύτερη εφαρμογή μορφές προγενέστερων οδηγιών.
Δημιουργήθηκαν ως απάντηση στην όλο αυξανόμενη εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης και ιατρικής τεχνολογίας που είχε ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα τεχνητής διατήρησης της ζωής μέσω μηχανημάτων υποστήριξής της. Έχει διαπιστωθεί πως όταν η ζωή παρατείνεται άσκοπα, είναι ένα γεγονός επώδυνο, συναισθηματικά ψυχοφθόρο και οικονομικά ασύμφορο τόσο για τους ασθενείς όσο και για τις οικογένειές τους.
Οι αποφάσεις στο τέλος της ζωής πρέπει να συνιστούν το αποτέλεσμα μιας συλλογικής, δυναμικής διαδικασίας που αποσκοπεί στο ανιδιοτελές συμφέρον του ασθενούς και στην όσο πιο κοντινή υλοποίηση των προσωπικών του επιθυμιών.
Όταν οι ασθενείς είναι ικανοί να λάβουν μέρος στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τότε έχουν τη δυνατότητα μιας επιθυμητής ιατρικής φροντίδας κατόπιν ενημέρωσης και επικοινωνίας με τον γιατρό. Στις περιπτώσεις που οι ασθενείς δεν μπορούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τους παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής μέσω των προηγουμένως εκφρασμένων επιθυμιών τους.
Η υποκειμενικότητα, οι διαφορετικές και πιθανώς αντίθετες προσωπικές αντιλήψεις και το βάρος της ευθύνης που βιώνει το τρίτο άτομο που καλείται να αποφασίσει, πιθανότατα να δυσκολέψουν τη διαδικασία λήψης απόφασης καθώς και τον απώτερο στόχο που είναι η εκπλήρωση των επιθυμιών του ασθενούς.
Ο μοναδικός ασφαλής τρόπος προκειμένου να γίνουν γνωστές οι επιθυμίες ενός ασθενή και να υπερισχύσουν από οποιαδήποτε άλλη άποψη διαφυλάσσοντας έτσι την αυτονομία και την αξιοπρέπειά του, με νομική ισχύ, είναι οι προγενέστερες οδηγίες.
Οι επιθυμίες υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν με το πέρασμα του χρόνου και για αυτό πρέπει να επικαιροποιούνται ανά χρονικά διαστήματα για να διασφαλίζεται ο στόχος τους, που είναι η εκπλήρωση των προσωπικών επιθυμιών και αρχών, κάτι το οποίο ακόμη λείπει από την ελληνική νομοθεσία περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο τόσο τον ιατρικό όσο και τον νομικό κόσμο στον προσδιορισμό των ορίων της σύγχρονης ιατρικής πράξης.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΕΝΩΝ
Από το 1980, ξεκίνησε με αργούς ρυθμούς να γίνεται αποδεκτό να παρίσταται μέλος της οικογένειας στην προσπάθεια αναζωογόνησης. Η πλειοψηφία των συγγενών και οικείων προσώπων που έχουν παρευρεθεί σε προσπάθεια αναζωογόνησης δήλωσε μεταγενέστερα ότι θα το επαναλάμβανε σε περίπτωση ανάγκης και ότι δεν είχε κάποιο συναισθηματικό ή ψυχολογικό τραύμα από την όλη εμπειρία.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αναζωογόνησης στηρίζει την αντίληψη στο να προσφέρεται η επιλογή στους συγγενείς και οικείους εάν το επιθυμούν και τα τοπικά ήθη και έθιμα το επιτρέπουν, να είναι παρόντες κατά τη διάρκεια μιας προσπάθειας αναζωογόνησης.
Από την μεριά τους, τα μέλη της οικογένειας σπάνια ρωτούν εάν μπορούν να είναι παρόντες, εκτός αν έχουν ενθαρρυνθεί να το πράξουν. Η ομάδα αναζωογόνησής θα πρέπει να προσφέρει την ευκαιρία στα μέλη της οικογένειας, όποτε είναι δυνατόν και οι συνθήκες το επιτρέπουν, να παρευρίσκονται και, εάν μπορούν, να συμμετέχουν στην προσπάθεια.
Η συμμετοχή βοηθάει να αποδεχθεί η οικογένεια την πραγματικότητα του επικείμενου θανάτου και θρήνου όχι μόνο με λιγότερο άγχος και κατάθλιψη αλλά και με εποικοδομητική συμπεριφορά και λιγότερη θλίψη από ότι στα μέλη της οικογένειας που δεν ήταν παρόντες κατά τη διάρκεια της προσπάθειας αναζωογόνησης.
Όταν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, ένα μέλος της ομάδας αναζωογόνησης θα πρέπει να διευκολύνει και να εξηγεί τι συμβαίνει, να απαντάει σε τυχόν ερωτήσεις, να διευκρινίζει τις πληροφορίες σχετικά με το τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν υπάρχουν ενδείξεις έως σήμερα που να υποστηρίζουν ότι κάποιο μέλος της οικογένειας μπορεί να καταστεί εμπόδιο στην όλη προσπάθεια ή να έχει τραυματιστεί σωματικά κατά τη διάρκεια.
Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι η ιατρική ομάδα δεν επηρεάζεται από την παρουσία τους. Αντίθετα ενισχύει την σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και υγειονομικών και γίνεται αντιληπτή η όλη προσπάθεια που λαμβάνει χώρα τη δεδομένη στιγμή.
ΟΙ ΟΔΗΓΙΕΣ ΜΗ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗΣ
Η τεχνική της καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης περιγράφηκε επισήμως και οργανωμένα για πρώτη φορά στο τέλος της δεκαετίας του 1950. Αρχικά εφαρμόστηκε σε ανθρώπους κατά τα άλλα υγιείς, οι οποίοι εμφάνιζαν καρδιακή ανακοπή στο χειρουργείο ή σε θύματα πνιγμού όπως έχει αναφερθεί ήδη παραπάνω.
Η επέκταση της χρήσης της ήταν ταχεία λόγω των καλών αποτελεσμάτων της, της απλότητας και της εύκολης εκμάθησής της. Σημείο προβληματισμού είναι η άνευ κριτηρίων εφαρμογή της, κάτι το οποίο μπορεί να επιμηκύνει τη διαδικασία του θανάτου χωρίς όμως να αποφέρει το ανάλογο όφελος.
Σύμφωνα με την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, η σημασία της απόφασης να μην επιχειρηθεί ανάνηψη, έχει νόημα μόνον όταν ο ιατρός κρίνει ότι η αναζωογόνηση δεν έχει να επιφέρει κάποιο όφελος στην γενικότερη κατάσταση του ασθενούς.
Η δυνητικά αναστρέψιμη, αιφνίδια, μη αναμενόμενη καρδιακή ανακοπή θα πρέπει να διαχωριστεί από την αναμενόμενη καρδιοαναπνευστική παύση συνοδεία κάποιων καταστάσεων.
Στη δεύτερη περίπτωση, δεν υπάρχουν οι ιατρικές ενδείξεις για την καλή έκβαση ή προσδόκιμο επιβίωσης, παρά μόνο μια παράταση του αναπόφευκτου.
Δεν πρέπει να λησμονάται ότι οι προθέσεις τόσο του θεράποντος ιατρού όσο και των υπόλοιπών μελών της ομάδας αναζωογόνησης παραμένουν ως προς το μεγαλύτερο όφελος, χωρίς όμως την πρόκληση κάποιου ζημιογόνου αποτελέσματος ή ταλαιπωρίας προς τον ασθενή.
Οι Οδηγίες Μη Ανάνηψης (Do Not Resuscitate Orders-DNR) ή Να Μην Επιχειρηθεί Ανάνηψη (Do Not Attempt Resuscitation Orders – DNAR) ή Να Μην Επιχειρηθεί ΚΑΡΠΑ (Do Not Attempt CPR) είναι οι νομικές οδηγίες που δίνουν την δυνατότητα στον ασθενή να εκφράσει εγγράφως εκ των προτέρων την επιθυμία του, να μην επιχειρηθεί αναζωογόνηση, σε περίπτωση καρδιακής ή αναπνευστικής ανακοπής.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει ακόμη ομοφωνία στην επιστημονική κοινότητα όσον αφορά την ορολογία των οδηγιών και εξαρτάται από κάθε εθνικό σύστημα υγείας και νομοθεσία ο τρόπος που θα προσδιοριστούν.
Η δήλωση στην εκάστοτε διαθήκη ζωής πως δεν επιθυμεί να επιχειρηθεί αναζωογόνηση σε περίπτωση που απαιτείται δεν επαρκεί δυστυχώς. Πρέπει να συμπληρωθεί το έγγραφο και να υπογραφεί από τον θεράποντα ιατρό και κάποιον μάρτυρα, εφόσον έχει γίνει μια εκτίμηση της ψυχικής υγείας του ενδιαφερόμενου.
Εξ ορισμού, η εντολή μη αναζωογόνησης αφορά μόνο στη μη εφαρμογή προσπάθειας καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης και δεν πρέπει να επηρεάζει την εφαρμογή άλλων θεραπευτικών παρεμβάσεων που είναι πιθανώς επωφελείς για τον ασθενή.
Η παρηγορητική φροντίδα, η ανακούφιση από τον πόνο και οποιαδήποτε άλλη υποστηρικτική θεραπεία που χρειάζεται, θα πρέπει να συνεχιστεί ανεξάρτητα από τις οδηγίες μη αναζωογόνησης.
Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, το σύνηθες ήταν οι οδηγίες να παίρνονται αποκλειστικά από τους θεράποντες ιατρούς, χωρίς τη συμμετοχή του ασθενούς, των οικείων ή του λοιπού ιατρικού προσωπικού στην όλη διαδικασία.
Στις μέρες μας η οδηγία είναι προϊόν συλλογικής απόφασης της θεραπευτικής ομάδας και του ασθενούς (ή των οικείων του, εφόσον ο ίδιος αδυνατεί να συμμετέχει) και καταγράφεται με σαφήνεια στο φύλλο νοσηλείας ή κάποιο άλλο επίσημο έγγραφο.
Ο ασθενής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί θεραπεία μετά από σαφή, πλήρη και κατανοητή ενημέρωση, αλλά όχι και να απαιτήσει οποιαδήποτε άλλη στην περίπτωση που ο θεράποντας ιατρός κρίνει πως είναι μάταιη.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του ιατρού και του ασθενούς (ή των οικείων), σύμφωνα με τις οδηγίες και τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αναζωογόνησης, υπερισχύει η κρίση του ιατρού προστατεύοντας το υπέρτατο αγαθό, την ίδια τη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο ΟΡΟΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ
Στην ιατρική πραγματικότητα, το ιατρικώς ανώφελο δεν αναφέρεται στο αδύνατο, στο ανεφάρμοστο ή στο ασυνήθιστο αλλά έχει την έννοια της μικρής πιθανότητας επιτυχίας μιας θεραπείας ή και της μικρής αξίας του επιθυμητού αποτελέσματος. Έχει κυρίως συνδεθεί με τις θεραπείες παράτασης της ζωής και τις αποφάσεις στις μονάδες εντατικής θεραπείας.
Η Παγκόσμια Ιατρική Ένωση ορίζει ως μάταιη ιατρική θεραπεία τη θεραπεία που δεν προσφέρει μια ελπίδα ανάρρωσης ή βελτίωσης και ο ασθενής αδυνατεί να βιώσει οποιοδήποτε όφελος.
Οι αγγλοσαξονικοί όροι futile treatment και medical futility αποδίδονται στα ελληνικά ως ανώφελη θεραπεία και ως ιατρική ματαιοπονία αντίστοιχα. Η ετυμολογική προέλευση παραπέμπει στον ελληνικό μύθο των Δαναΐδων, που καταδικάστηκαν στον Άδη να προσπαθούν αέναα να γεμίσουν με νερό τρύπια πιθάρια, ως τιμωρία για τη δολοφονία των συζύγων τους. Αντίστοιχα με το μύθο, το εννοιολογικό περιεχόμενο του ανώφελου αναφέρεται σε μια προσπάθεια που δεν πρόκειται να πετύχει το σκοπό της όσες φορές κι αν αυτό επαναληφθεί.
Η παροχή ιατρικής φροντίδας θεωρείται ανώφελη και μάταιη όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός της, που είναι η επίτευξη μιας σωματικής και ψυχικής ευεξίας.
Οι δύο παράγοντες που καθορίζουν την ματαιοπονία είναι η ποιότητα ζωής και η διάρκεια αυτής. Μια παρέμβαση που δεν μπορεί να αυξήσει ή να διατηρήσει αυτούς τους δύο παράγοντες θεωρείται μάταιη.
Στην αναζωογόνηση τώρα, μια προσπάθεια προσδιορισμού της είναι η χαμηλή πιθανότητα επιβίωσης με ή χωρίς χαμηλή ποιότητα ζωής αργότερα.
Βασικοί παράγοντες είναι η υποκείμενη νόσος πριν την καρδιακή ανακοπή και η αναμενόμενη κατάσταση της υγείας του ασθενούς μετά την ανάνηψη.
Κατά συνέπεια, αυτή η προσεκτική συσχέτιση μεταξύ της ποιότητας ζωής που θα έχει το άτομο που βρίσκεται σε καρδιακή ανακοπή σε σχέση με το ιατρικό ιστορικό του, θα καθορίσει εάν η διενέργεια προσπάθειας αναζωογόνησης είναι κατάλληλη ή όχι ως θεραπεία. Το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο δύσκολο όταν εμπλέκονται νομικοί, κοινωνιολογικοί και θεολογικοί προβληματισμοί.
Η αξία της ζωής σε έναν ασθενή ο οποίος είναι εντελώς ανίκανος να επικοινωνήσει με το περιβάλλον αντιμετωπίζεται διαφορετικά ανά τον κόσμο, ανάλογα με τις τοπικές πρακτικές και αντιλήψεις.
Έχουν τεθεί πολλά ερωτήματα προς συζήτηση και περαιτέρω προβληματισμό, όπως πού και πότε εξαντλούνται τα όρια και οι δυνατότητες υποστήριξης της ανθρώπινης ζωής από τη σύγχρονη Ιατρική και πώς εξασφαλίζεται η αξιοπρέπεια ενός ασθενούς που δεν είναι σε θέση να αποφασίσει για τον εαυτό του κ.ά.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αναζωογόνησης, ο ασθενής ή το οικείο περιβάλλον του, δεν μπορεί να ζητήσει να του παρέχουν θεραπεία όταν δεν υπάρχει η αντίστοιχη ιατρική ένδειξη. Ο γιατρός δεν υποχρεούται να προβεί σε ιατρικές πράξεις ή οδηγίες όταν υπάρχει επιστημονική και κοινωνική αποδοχή ότι η εν λόγω θεραπεία είναι ανώφελη.
Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΒΙΟΗΘΙΚΗ – ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Η ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ & ΒΙΟΗΘΙΚΗ – ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)
Απόψεις και πρακτικές των επαγγελματιών υγείας σε ζητήματα ηθικής στην αναζωογόνηση.Εργασία της : ΤΣΙΑΠΑΚΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΑΓΜ: 446968 Ειδ/νη Ιατρός Μαιευτικής Γυναικολογίας MSc International HealthΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ