Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » Νοσηλευτική » ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ (Μέρος Δεύτερο)

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ (Μέρος Δεύτερο)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

2.1 Κλητικοί παράγοντες επιθετικότητας

Η επιθετικότητα είναι μια συμπεριφορά για την οποία ευθύνονται διάφοροι παράγοντες.

Κάποιοι από τους αιτιολογικούς παράγοντες της επιθετικότητας είναι:

1. Κοινωνικές αιτίες-περιβαλλοντικοί παράγοντες: Τα άτομα χαμηλού κοινωνικό-οικονομικού επιπέδου έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν θύτες ή και θύματα επιθετικότητας, εξαιτίας της έλλειψης κοινωνικών επαφών, της περιθωριοποίησης, του ρατσισμού, του ξεριζώματος της οικογένειας και της αίσθησης της ματαίωσης. Η ματαίωση είναι ένας ισχυρός παράγοντας που προάγει την επιθετικότητα στον άνθρωπο. Περιβαλλοντικά αίτια όπως οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι, άσχημες διαπροσωπικές σχέσεις, δυσκολίες επιβίωσης, κακή σχέση με το νόμο, οδηγούν σε επιθετικότητα και βία (Χριστοδούλου, 2008).

2. Άμεση πρόκληση: Υπάρχουν αποδείξεις ότι η σωματική και λεκτική βία και οι λεκτικές ύβρεις και χλευασμοί συχνά προκαλούν επιθετικές πράξεις (Χριστοδούλου, 2008).

3. Επιθετικότητα: Υπάρχει μια σχετική αναλογία ανάμεσα στην επιθετικότητα και την έκθεση στην τηλεοπτική βία. Όσο συχνότερη τηλεοπτική βία παρακολουθούν τα παιδιά, τόσο αυξάνεται το επίπεδο της επιθετικότητας που ασκούν στους άλλους. Στα παραπάνω καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν, το κακό ποιοτικό επίπεδο ζωής στις πόλεις με τους έντονους θορύβους, το συνωστισμό, την αδιαφορία, την απομάκρυνση και τη μειωμένη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων (Χριστοδούλου, 2008).

4. Η επιθετικότητα στην παιδική ηλικία είναι ένας από τους ισχυρότερους δείκτες πρόβλεψης βίας στους ενήλικες. Η άσκηση βίας κατά την παιδική ηλικία έχει ως αποτέλεσμα να γίνει κάποιος βίαιος ως ενήλικας. Επιπλέον στοιχεία της παιδικής ηλικίας που έχουν σχέση με βία στους ενήλικες είναι: η έλλειψη προσοχής, η εγκατάλειψη, η βίαιη συμπεριφορά από τους γονείς, τα επεισόδια βίας ανάμεσα σε γονείς, αδέλφια, συγγενείς και τα διαζύγια των γονέων (Μιχόπουλος, 2008).

5. Η νευροβιολογία της επιθετικότητας: Στον ανθρώπινο εγκέφαλο δεν έχει εντοπιστεί περιοχή ελέγχου της επιθετικότητας. Μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι επηρεάζονται διάφορες περιοχές, άλλες διεργετικές και άλλες ανασταλτικές, που ασκούν έλεγχο στην βίαιη και παρορμητική συμπεριφορά. Ο υποθάλαμος, το μεταιχμιακό σύστημα, ο προμετωπιαίος 17 φλοιός, δείχνουν ότι δημιουργούν το ρυθμιστικό έλεγχο στην επιθετική συμπεριφορά (Μιχόπουλος, 2008).

Η βίαιη συμπεριφορά μπορεί να ταξινομηθεί με βάση τον στόχο, όπως επιθετικότητα προς τον ίδιο ή τους άλλους, με βάση τον τρόπο, όπως σωματική ή λεκτική, άμεση ή έμμεση επιθετικότητα, ή με βάση τον παράγοντα, όταν οφείλεται σε νευρολογική ή ψυχιατρική ασθένεια.

Η πιο πλέον αξιόπιστη κατάταξη αφορά στην προσχεδιασμένη και την παρορμητική επιθετικότητα.

Η προγραμματισμένη επιθετικότητα αναφέρεται στην συμπεριφορά που δεν έχει ως αποτέλεσμα τη ματαίωση ή δεν την καθιστά απάντηση σε άμεση απειλή. Η προγραμματισμένη επιθετικότητα δεν ακολουθείται από διέγερση του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ενώ κάποιες άλλες φορές είναι κοινωνικά αποδεκτή, όπως για παράδειγμα σε καταστάσεις πολέμου.

Αντίθεση η παρορμητική επιθετικότητα ξεχωρίζει από τα υψηλά επίπεδα διέγερσης του αυτόνομου νευρικού συστήματος, και από τα αρνητικά συναισθήματα θυμού ή φόβου. Η παρορμητική επιθετικότητα είναι γνωστή και ως αντιδραστική, συναισθηματική ή εχθρική επιθετικότητα και είναι μία παθολογική κατάσταση όταν η επιθετική απόκριση είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με την συναισθηματική πρόκληση.

Όταν η απειλή είναι άμεση και αποτελεί κίνδυνο, αυτή η παρορμητική επιθετικότητα ίσως να χαρακτηριστεί ως αμυντική και έτσι να θεωρηθεί φυσιολογική αντίδραση του ανθρώπου. Επομένως τα όρια ανάμεσα στη παθολογική ή παρορμητική επιθετικότητα και των πιο φυσιολογικών ή προσδοκώμενων μορφών επιθετικότητας δεν είναι σαφή έτσι ώστε άτομα με παθολογική μορφή επιθετικότητας είναι πιθανόν να εκλογικεύσουν τη βιαιότητα τους, πιστεύοντας πως είναι μια φυσιολογική αντίδραση (Λύκουρας, 2008).

2.2 Μορφές επιθετικότητας

Η επιθετική συμπεριφορά χρησιμοποιείται με στόχο να «πονέσει» τον άλλο, σωματικά ή ψυχολογικά.

Μπορεί να εμφανιστεί με διάφορες μορφές όπως:

· Σωματική βία-χτυπήματα, κλοτσιές, σπρωξίματα, χρήση όπλων

· Προφορική βία-φωνές, ουρλιαχτά, βρισιές, άσχημοι χαρακτηρισμοί

· Ψυχολογική βία-απειλές, άσκηση υπερβολικής πίεσης

· Καταστροφική συμπεριφορά-πέταγμα ή σπάσιμο αντικειμένων, χτυπήματα στις πόρτες

· Παθητική επιθετικότητα-ειρωνική ομιλία, με ανταπόκριση στα λεγόμενα του άλλο

Μερικές φορές κάνουμε χρήση της βίας και της επιθετικότητα ως μέσα, με σκοπό:

· Να κάνουμε τους άλλους να μας βοηθήσουν

· Να κάνουμε τους άλλους να μας προσέξουν

· Να κάνουμε τους άλλους να μας ακούσουν

· Να αποκτήσουμε των έλεγχο των καταστάσεων (Τριλίβα, 1998).

2.3 Παράγοντες εμφάνισης επιθετικότητας.

Ανάλογα με την προέλευσή τους, οι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι: βιολογικοί, ψυχολογικοί, κοινωνικο-πολιτισμικοί. Ωστόσο ανάλογα με τον τρόπο που αυτοί οι παράγοντες παρεμβαίνουν στην διαδικασία μιας διαταραχής μπορεί να είναι: προδιαθεσικοί (predisposed factors), επιταχυντικοί (precipitating factors), συντήρησης ή διαιώνισης

 

 

Στον σύγχρονο επιστημονικό χώρο είναι πρόκληση η ταυτοποίηση γονιδίων των στοιχείων της συμπεριφοράς του ατόμου καθώς και των ψυχικών διαταραχών του. Δεν είναι προς το παρόν γνωστός ο τρόπος κληρονομικότητας, όπου μικρής ισχύος γονίδια (minor genes) σε πολλούς συνδυασμούς να μεταβάλλονται από περιβαντολογικούς παράγοντες, ώστε να αναπτύξουν μια ποικιλία φαινοτύπων (phenotypes). Το σεροτονεργικό και ντοπαμινεργικό σύστημα έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον, αφού ένα σύνολο ερευνών υποδεικνύει ότι τα συστήματα αυτά εμπλέκονται στους μηχανισμούς της θλίψης, της παρόρμησης, κλπ. (Πίσχος 2006).

Διάφορα στοιχεία της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, όπως, παρορμητικότητα (impulsivity), επιθετικότητα (aggressiveness), έφεση στο άγχος (anxiety proneness), τάση αναζήτησης του καινούργιου (novelty seeking), εθισμός δια της επιβράβευσης (reward dependence), και άρνηση να αποδεχθεί το πόνο (harm avoidance), υπολογισμένα με διάφορες ψυχολογικές κλίμακες, εμφανίζονται σε αρκετές συμπεριφορές.

Συγκεκριμένα στην ψυχοπαθητική-αντικοινωνική συμπεριφορά (antisocial behavior), στην αυτοκαταστροφική συμπεριφορά (suicidality), και στην κατάχρηση ουσιών (substance abuse). Είναι σημαντικό ότι τα άτομα που παρουσιάζουν μια από τις παραπάνω συμπεριφορές ίσως να νοσούν από ένα μεγάλο φάσμα ψυχικών διαταραχών, όπως είναι η κατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, η εξάρτηση από ουσίες, και οι διαταραχές προσωπικότητας (Γιωτάκος, 2013).

Η θεωρία των Eysenck και Gudjonsson (1989) δείχνει να εξηγεί ικανοποιητικά τη φύση των αντικοινωνικών-ψυχοπαθητικών ατόμων. Το ίδιο βιολογικό υπόστρωμα που προκαταλαμβάνει στην εκδήλωση ψυχοπαθητικών συμπεριφορών ενδέχεται να συνδέεται με το ντοπαμινεργικό σύστημα. Το υπόστρωμα αυτό δικαιολογεί πιθανότατα των τύπο των ατόμων αυτών που χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια, παρορμητικότητα, επιζήτηση έντονων συναισθημάτων και υπερευαισθησία ακόμη και σε μειωμένης έντασης ερεθίσματα. Επίσης, οι άνθρωποι αυτοί τείνουν να μην νιώθουν ενοχές, ενώ στην προσπάθειά τους να μεγαλώσουν την ένταση των συναισθημάτων συμμετέχουν σε υψηλού κινδύνου δραστηριότητες (high risk behavior), όπως είναι οι εγκληματικές ενέργειες (Μαγγανάς, 2009).

Οι Buss και Perry (1992) ισχυρίζονται ότι η επιθετικότητα αποτελείται από τέσσερα μέρη: Τη σωματική (physical aggression) και τη λεκτική (verbal aggression) επιθετικότητα, που ίσως να προκαλούν βλάβη στους άλλους και αποτελούν το κινητικό μέρος της επιθετικής συμπεριφοράς. Το θυμό (anger), που δημιουργεί διέγερση και προετοιμάζει για επιθετικότητα, αποτελεί το συναισθηματικό κομμάτι της συμπεριφοράς και ταυτόχρονα λειτουργεί σαν γέφυρα ανάμεσα στο κινητικό και γνωσιακό μέρος της επιθετικής συμπεριφοράς τέλος την εχθρότητα (hostility), που χαρακτηρίζεται από μειωμένα στάδια ικανότητας κρίσης και συνιστά το γνωσιακό μέρος της επιθετικής συμπεριφοράς.

Οι παραπάνω ερευνητές εξετάζοντας σε υγιή άτομα τους παράγοντες αυτούς σε σχέση με την προσωπικότητα κατέληξαν στο ότι όλες αυτές οι συνιστώσες της επιθετικότητας σχετίζονταν με την παρορμητικότητα. Επιπλέον, διαπίστωσαν ότι το σωματικό και λεκτικό κομμάτι έχει άμεση σχέση με την εξωστρεφή συμπεριφορά, ενώ η εχθρικότητα σχετίζονταν με τη συναισθηματικότητα (Τσιλιάκου, 2009).

Τα γονίδια των νευρομεταβιβαστών συμπεριλαμβάνονται στα υποψηφία γονίδια για την μελέτη και την διερεύνηση των διαταραχών συμπεριφοράς. Με τα υπάρχοντα δεδομένα, το σεροτονεργικό και ντοπαμινεργικό σύστημα έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον, αφού ένας μεγάλος αριθμός ενδείξεων περιλαμβάνει τα συστήματα αυτά στους μηχανισμούς παρορμητικότητας και επιβράβευσης. Τα υποψήφια προς μελέτη γονίδια που μεταλλάσουν αυτές τις συμπεριφορές προέρχονται από την παρατήρηση, ότι η χαμηλή σεροτονεργική δραστηριότητα έχει άμεση σχέση με την παρορμητική επιθετικότητα. Χαμηλή σεροτονεργική δραστηριότητα συνεπάγεται επίσης με ευερεθιστότητα ή παρορμητική επιθετικότητα σε άτομα που παρουσιάζουν διαταραχή προσωπικότητας, αλλά και σε άτομα με κατάθλιψη ή αλκοολισμό (Γιωτάκος, 2009).

Συνεχίζεται…

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ (Μέρος Πρώτο)

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ (Μέρος Δεύτερο)

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΘΕΜΑ: ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ

ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ

ΤΣΙΡΩΝΗ ΜΑΡΙΑ

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ