Κριερής Δημήτριος
Αξιωματικός ΕΛ.ΑΣ.
Μaster Διαχείρισης Κρίσεων Μαζικών Καταστροφών και Επειγουσών Καταστάσεων
Μαζικές απώλειες
Οι μαζικές απώλειες ζωής είναι μία από τις άμεσες επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσουν διάφορες καταστροφές που πλήττουν τις ανθρώπινες κοινωνίες.
Ο όρος καταστροφή χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει το σύνολο των αρνητικών αποτελεσμάτων, που προκύπτουν σε προσωπικό ή κοινωνικό επίπεδο από μια κατάσταση ή ένα συγκεκριμένο γεγονός.
Όταν προκύψουν μαζικές απώλειες ζωής από μια καταστροφή, η διαχείριση τους θα πρέπει να γίνει με τρόπο που αρμόζει σε μια πολιτισμένη και οργανωμένη πολιτεία, ώστε αφενός να μην διακινδυνεύσει η δημόσια υγεία και το περιβάλλον και, αφετέρου, οι σοροί των θυμάτων να αποδοθούν στους οικείους τους για ταφή ή να τακτοποιηθούν με κρατική μέριμνα.
Η Διαχείριση Μαζικών Απωλειών Ζωής (Δ.Μ.Α.Ζ.), είναι ένα από τα πιο δύσκολα μέρη της αντιμετώπισης μιας καταστροφής. Επιφέρει βαθιές και μακράς διάρκειας συνέπειες για τους διασώστες, τους επιζώντες, τους συγγενείς, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία που σχετίζεται με την καταστροφή (Romundstad et al, 2004).
Ενώ, όμως οι μαζικές καταστροφές ανέκαθεν προκαλούσαν πολλά θύματα, η συνειδητοποίηση του προβλήματος της διαχείρισης των νεκρών και της αναγκαιότητας οργανωμένης αντιμετώπισης του είναι πολύ νεότερη.
Μεγάλες καταστροφές που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα, όπως το τσουνάμι στη Νότια Ασία το 2004, ο κυκλώνας Κατρίνα στις Η.Π.Α. το 2005, καθώς και ο σεισμός στο Πακιστάν και την Ινδία την ίδια χρονιά, έφεραν στο φως τις ανεπάρκειες και τα προβλήματα που προκύπτουν κατά την αντιμετώπιση τόσο πολύνεκρων φαινομένων και την αναγκαιότητα επαρκούς σχεδιασμού και προετοιμασίας για την ορθή μεταχείριση των σορών (Tidball-Binz, 2007).
Μέχρι το 2005, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα δεν είχε ασχοληθεί ευρέως με το ζήτημα αυτό, με εξαίρεση την Διεθνή Οργάνωση Εγκληματολογικής Αστυνομίας (International Criminal Police Organization- Interpol), η οποία το 1984 εξέδωσε έναν οδηγό για την αναγνώριση των θυμάτων μετά από μαζικές καταστροφές, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και οδηγίες για το γενικότερο σχεδιασμό της διαχείρισης των σορών, τον οποίο επικαιροποίησε το 1997 και κατόπιν το 2009.
Το Μάιο του 2005, ο Αμερικανικός Οργανισμός Υγείας (Pan – American Health Organization – P.A.H.O.) σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization – W.H.O.) και τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού διεξήγαγαν ένα διεθνές συμπόσιο στην Πόλη της Λίμα, στο Περού.
Στο συμπόσιο αυτό, οι παραπάνω οργανισμοί μοιράστηκαν τις εμπειρίες από το τσουνάμι και τις άλλες καταστροφές με σκοπό την έκδοση ενός εγχειριδίου για τη Δ.Μ.Α.Ζ., το οποίο τελικά εκδόθηκε το 2006 (Tidball-Binz, 2007).
Παράλληλα, αρκετές χώρες προχώρησαν στην εκπόνηση σχεδίων για τη διαχείριση των μαζικών απωλειών ενώ κινητικότητα υπήρξε και στην επιστημονική κοινότητα, μέσα από τη συγγραφή σχετικών άρθρων.
Ορισμός Μαζικών Απωλειών Ζωής
Ο όρος «μαζικές απώλειες ζωής» αποτελεί την ακριβή μετάφραση του αγγλικού όρου «mass fatality».
Οι περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές ορίζουν ένα συμβάν μαζικών απωλειών ζωής ως εξής: «Συμβάν μαζικών απωλειών ζωής αποτελεί κάθε συμβάν στο οποίο ο αριθμός των απωλειών είναι μεγαλύτερος από εκείνον που μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά από τις τοπικέςαρχές.»1 (P.A.H.O. και W.H.O., 2006, σελ. 9) Ωστόσο σε μερικές αναφορές, χρησιμοποιείται ως μέτρο ο αριθμός των απωλειών στις οποίες μπορεί να ανταπεξέλθουν οι Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες (Ι.Υ).
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο παρακάτω ορισμός: «Ως συμβάν μαζικών απωλειών ζωής ορίζεται ένα συμβάν από το οποίο προκύπτει αριθμός νεκρών μεγαλύτερος από αυτόν που μπορούν να εξεταστεί από τις εκάστοτε τοπικές ιατροδικαστικές υπηρεσίες» (National Association of Medical Examiners, 2010, σελ. 3).
Σε κάθε περίπτωση, για τον ορισμό ενός συμβάντος μαζικών απωλειών ζωής δεν καθορίζεται ένας συγκεκριμένος αριθμός θυμάτων αλλά η ικανότητα του συστήματος (capacity) να ανταπεξέλθει στις ανάγκες που προκύπτουν.
Αίτια μαζικών απωλειών ζωής
Μαζικές απώλειες ζωής μπορούν να προκληθούν χωρίς προειδοποίηση από κάθε είδους καταστροφή. Στην προσθήκη 1 του Παραρτήματος Α’ του Γενικού Σχεδίου Πολιτικής Προστασίας (Γ.Σ.Π.Π.) με τη συνθηματική λέξη «Ξενοκράτης» (Υ.Α.1299/2003/ΦΕΚ 423Β), οι καταστροφές, ανάλογα με τα αίτια του φαινομένου από το οποίο προκαλούνται, διακρίνονται σε φυσικές, τεχνολογικές και λοιπές καταστροφές.
Όπως προκύπτει από την ετοιμολογία, φυσικές καταστροφές είναι εκείνες που προκύπτουν από φυσικά φαινόμενα, όπως σεισμοί, πλημμύρες, ανεμοστρόβιλοι κ.λπ., τεχνολογικές από τεχνολογικά συμβάντα και ατυχήματα μεγάλης έκτασης όπως διαρροή ραδιενέργειας, διαφυγή βιολογικών ουσιών κ.λπ. και στις λοιπές καταστροφές περιλαμβάνονται καταστροφές και ατυχήματα που προκαλούνται από οποιαδήποτε άλλη αιτία.
Κύριες κατηγορίες εδώ είναι τα θαλάσσια, οδικά και αεροπορικά ατυχήματα καθώς και θανατηφόρες επιδημίες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας Καταστροφών – Emergency Events Database (EM-DAT), η συχνότητα εμφάνισης των φυσικών καταστροφών παρουσιάζει αύξηση με το πέρασμα των χρόνων. Αντίθετα, ο αριθμός των θανάτων από φυσικές καταστροφές δεν ακολουθεί την ίδια αυξητική πορεία.
Ωστόσο, ανά διαστήματα εμφανίζονται καταστροφικά φαινόμενα με μεγάλο αριθμό ανθρώπινων απωλειών.
Στις τεχνολογικές καταστροφές, η αυξητική τάση εμφάνισης των δεδομένων συμπίπτει με την αύξηση του αριθμού των νεκρών, η οποία μάλιστα παρουσιάζει ραγδαία άνοδο από το 1980 και μετά.
Πιο συγκεκριμένα, τα τελευταία 20 χρόνια, οι τεκμηριωμένες καταστροφές στην Ευρώπη, έχουν στοιχίσει το θάνατο σε 90.000 άτομα, έχουν επηρεάσει περισσότερα από 29 εκατομμύρια ανθρώπους και έχουν επιφέρει οικονομικές απώλειες ύψους 211 δισεκατομμυρίων ευρώ (Fischer et al, 2011).
To 2010, σημειώθηκαν σημαντικές φυσικές καταστροφές παγκοσμίως σε σχέση με τα τελευταία χρόνια, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλο αριθμό θυμάτων.
Δεδομένα μετά από μια Καταστροφή
Oι καταστροφές συνήθως ξεσπούν χωρίς προειδοποίηση και ξεπερνούν την ικανότητα των συστημάτων για την αντιμετώπιση τους. Την ευθύνη για την άμεση απόκριση επωμίζονται οι τοπικοί φορείς και αρχές έως ότου ανάλογα με την κλιμάκωση ενεργοποιηθεί και ο κρατικός μηχανισμός. Επειδή, λοιπόν οι απαραίτητοι ειδικοί και εμπειρογνώμονες θα αργήσουν να φτάσουν στη σκηνή της καταστροφής, είναι απαραίτητο να υπάρχει επαρκής σχεδιασμός και οι τοπικοί φορείς να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις. (London Resilience Team, 2007).
Συνεπώς, κάθε τοπικός φορέας καλείται να αναπτύξει Σχέδιο για τη Δ.Μ.Α.Ζ. με βάση τα δικό του δυναμικό, μέσα και υποδομές και με βάση τις εθνικές οδηγίες και τις προδιαγραφές που τίθενται διεθνώς.
Τα δεδομένα που προκύπτουν μετά από μια καταστροφή συνήθως είναι τα παρακάτω (P.A.H.O. και W.H.O., 2006):
Αμέσως μετά από μια καταστροφή, η κατάσταση που επικρατεί είναι συνήθως χαοτική
Απαιτείται ο συντονισμός σε όλα τα επίπεδα, τοπικό, περιφερειακό και εθνικό.
Είναι απαραίτητο να υπάρχει:
• Διαχείριση της πληροφορίας μεταξύ των αρμόδιων φορέων και εκτίμηση των απαραίτητων ενεργειών που πρέπει να λάβουν χώρα
• Καθορισμός των απαραίτητων μέσων (σακούλες, νεκροτομεία κ.λπ.)
• Εφαρμογή σχεδίου για τη διαχείριση των σορών
• Ενημέρωση των οικογενειών και της πληγείσας κοινότητας για την ταυτοποίηση των αγνοουμένων και τη διαχείριση των πτωμάτων
Επίσης, η εμπειρία μετά από μαζικές καταστροφές που έχουν σημειωθεί σε όλο τον κόσμο έχει καταδείξει πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο οι υποδομές, όπως επικοινωνίες και μεταφορές, να έχουν υποστεί σοβαρές και μη ελεγχόμενες βλάβες οι οποίες να δυσχεραίνουν το έργο της διαχείρισης του περιστατικού.
Επίσης, μπορεί να έχουν προκύψει νομικά θέματα καθώς και ζητήματα πολυεθνικότητας, πολυπολιτισμικά και διαφορετικών θρησκειών.
Τέλος, είναι δεδομένο ότι θα υπάρχουν σημαντικές απαιτήσεις για δημόσια πληροφόρηση ενώ υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υπάρχει σύγχυση σχετικά με τον αριθμό των αγνοουμένων και των θυμάτων και να απειληθεί η αξιοπιστία του κρατικού μηχανισμού και των διαφόρων οργανισμών (UK Home Office, 2004).
Το ποιος θα αναλάβει το συντονισμό, εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες του συμβάντος καθώς και από το σύστημα που ακολουθεί η κάθε χώρα.
Το μόνο δεδομένο που υπάρχει εκ των προτέρων σε μια καταστροφή είναι πως το πλήθος των εμπλεκόμενων φορέων είναι πολύ μεγάλο.
Συνεπώς χωρίς επαρκή σχεδιασμό και χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, η διαχείριση των συμβάντων μετατρέπεται σε μια άναρχη και αναποτελεσματική διαδικασία.
Αξίζει να αναφερθεί ότι μετά το καταστροφικό τσουνάμι στην Ινδονησία, όπου το πλήθος των νεκρών ήταν 165,708 νεκροί, ενεπλάκησαν περισσότεροι από 42 διαφορετικοί οργανισμοί στην διαχείριση των νεκρών (Morgan et al, 2005).
Ενδεδειγμένη Οργάνωση Συμβάντος
Στο παρακάτω διάγραμμα δίδεται μια εκτίμηση της Interpol για το πώς πρέπει να διαρθρώνονται οι δυνάμεις στον τόπο του ατυχήματος καθώς και στο σημείο της αναγνώρισης των θυμάτων. Οι τίτλοι των εμπλεκομένων είναι ενδεικτικοί και θα πρέπει να προσαρμόζονται στο σύστημα της κάθε χώρας:
Ενδεδειγμένη Οργάνωση Συμβάντος Πηγή: (Interpol, 2009)
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Interpol, Υπεύθυνος Συντονιστής θα πρέπει να ορίζεται ένα άτομο (συνήθως από τις δυνάμεις της αστυνομίας), ο οποίος θα έχει τη γενικότερη επίβλεψη της όλης επιχείρησης.
Εάν πρόκειται για ατύχημα, πέρα από τον συντονισμό και την επίβλεψη όλων των επιμέρους διαδικασιών, ο Υπεύθυνος Συντονιστής θα κληθεί να χειριστεί τη διεξαγωγή της έρευνας για τις αιτίες του ατυχήματος.
Συνεπώς, όταν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες έρευνας και διάσωσης πρέπει να του δοθούν όλα τα στοιχεία που έχουν προκύψει, ώστε να προχωρήσει στην αξιολόγηση του περιστατικού.
Επειδή οι αρμοδιότητες που καλείται να αναλάβει ο Υπεύθυνος Συντονιστής θα είναι πολλές και διαφορετικές, θα χρειαστεί εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο θα κληθεί να επικουρεί το έργο του.
Συγκεκριμένα, απαιτούνται τουλάχιστον 3 βοηθοί, καθένας από τους οποίους θα αναλάβει ένα σημαντικό τομέα της γενικότερης επιχείρησης:
• Υπεύθυνος Επικοινωνιών
• Υπεύθυνος Επιχειρήσεων Έρευνας και Διάσωσης
• Υπεύθυνος Αναγνώρισης Θυμάτων
Κάθε υπεύθυνος θα έχει την δικαιοδοσία να απασχολεί το απαραίτητο προσωπικό και να κατέχει τον απαραίτητο εξοπλισμό για την εκπλήρωση του έργου του.
Επίσης, ο κάθε υπεύθυνος θα μπορεί να εκχωρεί τμήμα των αρμοδιοτήτων του σε επιμέρους συντονιστές οι οποίοι θα παραμένουν υπό τις εντολές και την επίβλεψή του.
Ο Υπεύθυνος Επικοινωνιών, θα πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή συνεργασία με τον Υπεύθυνο Συντονιστή και θα είναι υπεύθυνος για την διάχυση των πληροφοριών προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.) και το κοινό.
Ο Υπεύθυνος Επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης, θα πρέπει καταρχήν να αναζητήσει τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες τις καταστροφής και τον αριθμό των ατόμων που εμπλέκονται ώστε να μπορέσει να προβεί στην εκτίμηση των μέσων και του δυναμικού που θα απαιτηθούν.
Προτεραιότητα του υπευθύνου, θα πρέπει να είναι η διάσωση των τραυματισμένων ατόμων και η παροχή ιατρικής βοήθειας.
Ο Διοικητής Σκηνής, θα πρέπει να σπεύσει στο τόπο της καταστροφής, να αναλάβει on site το συντονισμό των δυνάμεων που επιχειρούν, και να παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη των επιχειρήσεων.
Ο Υπεύθυνος Αναγνώρισης των Θυμάτων, καλείται να αναλάβει την όλη διαχείριση των σορών εφόσον ολοκληρωθεί το στάδιο της μέριμνας των επιζώντων.
Επειδή, η διαχείριση αυτή αποτελείται από επιμέρους διαδικασίες, ο Υπεύθυνος Αναγνώρισης θα πρέπει να υποστηρίζεται από έναν συντονιστή για την περισυλλογή των σορών ο οποίος θα αναλάβει τη συλλογή όλων των απαραίτητων στοιχείων από τον τόπο του ατυχήματος (postmortem στοιχεία), έναν συντονιστή νεκροτομείου ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας ταυτοποίησης των θυμάτων και έναν υπεύθυνο συλλογής στοιχείων ο οποίος θα συλλέγει στοιχεία για τους θανόντες από τους συγγενείς των θυμάτων (ante mortem στοιχεία)7 .
Σαφώς, η διαχείριση των σορών αποτελεί μια σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία, ωστόσο με βάση το παραπάνω σχεδιάγραμμα, προτείνεται μια βασική οργάνωση ενός ενιαίου συστήματος διοίκησης ώστε να επιτυγχάνεται μια αποτελεσματική και ασφαλής Δ.Μ.Α.Ζ.
Απαραίτητος Προστατευτικός Εξοπλισμός
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης, πέρα από την ορθή οργάνωση, είναι και η διασφάλιση των διασωστών και του ευρύτερου κοινού από μολυσματικούς κινδύνους. Έχει αποδειχτεί σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα ότι η παρουσία ανθρώπινων σορών δεν ενέχει κινδύνους για τη δημόσια υγεία παρόλο που στη μεγάλη πλειοψηφία των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών υποστηρίζεται το αντίθετο. Στην πραγματικότητα οι σοροί, αυτές καθαυτές δεν προκαλούν επιδημίες (Ville De Goyet, 2004).
Οι μόνες περιπτώσεις να αποτελέσουν οι σοροί απειλή για τη δημόσια υγεία είναι οι παρακάτω (Ρ.Α.Η.Ο. και W.H.O., 2006):
Τα θύματα να είχαν προσβληθεί από κάποια μεταδοτική ασθένεια πριν το θάνατο τους
• Οι μικροοργανισμοί να μπορούν να επιζήσουν στο περιβάλλον μετά το θάνατο του φορέα τους
• Να συντρέχουν οι απαραίτητες περιβαλλοντικές συνθήκες (κακό αποχετευτικό σύστημα, άμεση επαφή με υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες, υπερπληθυσμός κ.λπ.)
Τα παραπάνω κριτήρια θα πρέπει να συμβαίνουν ταυτόχρονα, ενώ η εξάλειψη ενός από τους παραπάνω παράγοντες μειώνει σημαντικά τις πιθανότητες πρόκλησης κάποιας επιδημίας.
Η ενδεδειγμένη προστασία των διασωστών προϋποθέτει (National Association of Medical Examiners , 2010):
• Χρήση γαντιών και μποτών. Οι μάσκες δεν είναι απαραίτητες αλλά μπορούν να δοθούν για την αίσθηση καλύτερης προστασίας και την αποφυγή οποιουδήποτε άγχους.
• Πλύσιμο χεριών με σαπούνι και νερό μετά την επαφή με τα πτώματα και πριν το φαγητό
• Αποφυγή της επαφής των χεριών με το στόμα και το πρόσωπο
• Πλύσιμο και απολύμανση του εξοπλισμού και των οχημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την μεταφορά των νεκρών
Εντούτοις, οι πιέσεις που ασκούνται κάτω από το πρόσχημα της διασποράς επιδημιών οδηγούν τους ιθύνοντες σε βιαστικές κινήσεις και μαζικές ταφές, προτού πραγματοποιηθεί η αναγνώριση των θυμάτων. Τέτοιες πρακτικές ωστόσο, προκαλούν ψυχολογική καταπόνηση, καθώς και νομικά θέματα με τους συγγενείς των νεκρών λόγω ανεπαρκούς ταυτοποίησης των νεκρών και ελλιπούς έρευνας σχετικά με τα αίτια του θανάτου και την ευθύνη για τις καταστροφές (Perera, 2005).
Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες που έχουν γίνει μετά από το τσουνάμι που έπληξε τη Νότια Ασία το 2004, επιπτώσεις υπήρξαν μόνο στα άτομα που ήρθαν σε άμεση επαφή με τις πληγές και τα σωματικά υγρά των νεκρών χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό σε συνδυασμό με την υψηλή θερμοκρασία και την αφυδάτωση που είχαν υποστεί οι σωστικές δυνάμεις (Morgan et al, 2005).
Κριερής Δημήτριος
Αξιωματικός ΕΛ.ΑΣ.
Μaster Διαχείρισης Κρίσεων Μαζικών Καταστροφών και Επειγουσών Καταστάσεων
ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ