Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Αρθρογραφία και Δράσεις » Προνοσοκομειακή Φροντίδα » Καρδιοπνευμονική Αναζωογόνηση » Γνωσιακή ετοιμότητα των καθηγητών φυσικής αγωγής στην αντιμετώπιση επείγοντων περιστατικών στα σχολεία

Γνωσιακή ετοιμότητα των καθηγητών φυσικής αγωγής στην αντιμετώπιση επείγοντων περιστατικών στα σχολεία

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1. Εισαγωγή

Στα πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η διεξαγωγή του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής, με την έμπρακτη και βιωματική συμμετοχή των μαθητών στις αθλητικές δραστηριότητες, συμβάλλει αδιαμφισβήτητα στη συγγυμνασία σώματος και ψυχής.

Ωστόσο, αναπόφευκτα συνδέεται και με κάποια περιστατικά που οφείλονται σε τραυματισμούς ή σε ειδικότερα προβλήματα υγείας. Σε έρευνα που έγινε στην Αμερική (Melinda & Salesi, 2010) διαπιστώθηκε ότι κάθε χρόνο συνολικά 25,5 εκατομμύρια μαθητές λυκείου συμμετέχουν σε ποικίλες αθλητικές δραστηριότητες.

Η πληθώρα των αθλητικών δραστηριοτήτων στα σχολεία αποτελεί βασικό αίτιο τραυματισμών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική (Backx, Beijer, Bol, & Wietze, 1991; Gratz, 1992; Haq & Haq, 1999; Knight, Veron, Fines, & Dean, 1999).

Επιπλέον, η Αθλητιατρική Ένωση της Αμερικής αναφέρει ότι περισσότερο από το 1/5 των μαθητών τραυματίζονται κατά τη συμμετοχή τους σε αθλητικές δραστηριότητες στο σχολείο και η πλειονότητα των τραυματισμών συμβαίνουν υπό την απουσία ιατρών ή φυσικοθεραπευτών.

Η σημαντικότητα της πρόληψης για την αποφυγή τραυματισμών έχει αναγνωριστεί διεθνώς. (Abernethy, MacAuley, McNally, & McCann, 2003). Η διαπίστωση αυτή θέτει ως αδήριτη ανάγκη τη δημιουργία εντός του σχολικού χώρου ενός θεσμικού πλαισίου για την παροχή πρώτων βοηθειών, το οποίο, πέρα από τις ελάχιστες προδιαγραφές για την ασφάλεια των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας, θα διαθέτει και καθηγητές της Φυσικής Αγωγής (ΚΦΑ) που θα είναι πιστοποιημένοι στις πρώτες βοήθειες και με τον απαραίτητο προστατευτικό εξοπλισμό θα μπορούν να επέμβουν άμεσα σε περιστατικά διαστρεμμάτων, καταγμάτων, αιμορραγίας και καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης.

Εξάλλου, ομόφωνα είναι παραδεκτό το γεγονός ότι την ευθύνη για την ασφάλεια των μαθητών τόσο στα κτίρια όσο και στα λεωφορεία την έχει το σχολείο. Μολονότι οι καθηγητές υποστηρίζουν ότι δεν είναι εφικτό να θυμούνται το ιατρικό ιστορικό κάθε μαθητή ξεχωριστά, αν και είναι ενήμεροι για ειδικές περιπτώσεις μαθητών, ωστόσο κάθε καθηγητής θα πρέπει να είναι πιστοποιημένος στις πρώτες βοήθειες σε περίπτωση έκτακτου περιστατικού.

Κάθε σχολείο θα πρέπει να έχει ως καταστατικό την εκπαίδευση των καθηγητών στις πρώτες βοήθειες.

Πέρα από το γεγονός ότι οι μαθητές είναι ευάλωτοι στους τραυματισμούς και στα ατυχήματα, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο υψηλός ανταγωνισμός στα σχολεία, λόγω του φόρτου εργασίας, προκαλεί άγχος στους μαθητές με αποτέλεσμα διάφορες νόσους.

Στην περίπτωση αυτή συντρέχει μεγάλη ανησυχία για το αν τα σχολεία είναι σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσουν περιστατικά, παρέχοντας τις πρώτες βοήθειες έως ότου οι μαθητές να εισέλθουν στο νοσοκομείο για περαιτέρω περίθαλψη (Sunil Kumar, Kulkarni, Srinivas, Prakash, Hugara, & Ashok, 2013). Γι’ αυτό το λόγο κρίνεται σημαντική η ύπαρξη ιατρικής περίθαλψης και η χορήγηση πρώτων βοηθειών σε περίπτωση ανάγκης.

Εξάλλου, οι μαθητές αφιερώνουν το μεγαλύτερο χρόνο τους στα σχολεία, επομένως οι καθηγητές, οι οποίοι αποτελούν τους άμεσους διασώστες, κρίνεται αναγκαίο να επιμορφωθούν στις πρώτες βοήθειες. Ο πρωταρχικός σκοπός των πρώτων βοηθειών είναι να καταπραΰνουν τον πόνο, να διευκολύνουν τη διεργασία επούλωσης και μέσω της κατάλληλης αντιμετώπισης να μειώσουν την πιθανότητα μακροχρόνιας βλάβης. Είναι γεγονός ότι ο κατάλληλος χειρισμός των τραυματισμών και των πιο συχνών ασθενειών μπορεί να μειώσει το ποσοστό επιπλοκής στα παιδιά (Goel & Singh, 2008; Guidelines for First Aid, 2005).

Επειδή λοιπόν τα σχολεία δεν είναι μόνο κέντρα εκπαίδευσης, αλλά προσφέρουν και πολλές αθλητικές δραστηριότητες με αποτέλεσμα να υπάρχει πιθανότητα επείγοντος περιστατικού, η σπουδαιότητα της πρόληψης για την αποφυγή τραυματισμών έχει αναγνωριστεί διεθνώς (Swor, Grace, McGovern, Weiner, & Walton, 2013).

Παρ’ όλα αυτά, σε έρευνα που έγινε σε 450 σχολεία στη Βόρεια Ιρλανδία και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, διαπιστώθηκε ότι στο 37% των σχολείων οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής δεν είχαν επάρκεια γνώσεων στις πρώτες βοήθειες, σε ένα μεγάλο ποσοστό 35%-81% των σχολείων δεν υπήρχε ο κατάλληλος εξοπλισμός και υπήρχαν περιπτώσεις μη σωστής αντιμετώπισης περιστατικών (Abernethy et al., 2003).

Η άθληση αποτελεί βασικό αίτιο τραυματισμών στα σχολεία. Σε μαθητές ηλικίας 11-18 στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική (Knight et al., 1999), οι τραυματισμοί επέρχονται ως εξής: α) συμμετοχή σε οργανωμένα αθλήματα (62%), β) συμμετοχή στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής (20%), γ) συμμετοχή σε αθλήματα χωρίς εποπτεία (18%) (Backx et al., 1991).

 

 

Έρευνες αναφέρουν ότι το ¼ των τραυματισμών στα σχολεία είναι σοβαροί, όπως είναι τα κατάγματα, οι εξαρθρώσεις και οι κακώσεις στο κεφάλι (Miller & Spicer, 1998). Επίσης το 61% αναφέρεται σε τραυματισμούς που είναι λιγότερο σοβαροί όπως διαστρέμματα, αμυχές, θλάσεις, ρήξεις (Taylor & Attia, 2000). Η γνώση της σωστής αντιμετώπισης τραυματισμών μειώνει την πιθανότητα μακροχρόνιας βλάβης.

Για παράδειγμα, μια ρήξη συνδέσμου αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα μπορεί να προκαλέσει αρθροπάθεια (Chiolero & Schmid, 2002) ή ένα σοβαρό κάταγμα μπορεί να επηρεάσει τη σκελετική ανάπτυξη του μαθητή (Kerssemakers, Fotiadou, Jonge, Karantanas, & Maas, 2009; Michaud, Renaud, & Narring, 2001).

Όσον αφορά τα ποσοστά τραυματισμών στα διάφορα αθλήματα διαπιστώνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό τραυματισμών συμβαίνει στο ποδόσφαιρο (61%), ακολουθεί η γυμναστική και στα δύο φύλα, η πάλη και η καλαθοσφαίριση. Τα διαστρέμματα και οι θλάσεις αποτελούν το 57% όλων των τραυματισμών (Larry, McLain, & Reynolds, 2001).

Οι πιο συχνοί τραυματισμοί στο ποδόσφαιρο είναι τα διαστρέμματα (Krutsch, Voss, Gerling, Grechenig, Nerlich, & Angele, 2014). Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα με μεγάλη πιθανότητα τραυματισμών (Junge, Chomiak, & Dvorak, 2000; Peterson, Junge, Chomiak, Graf-Baumann, & Dvorak, 2000). Η άμεση και επαρκής αντιμετώπιση σε επείγοντα περιστατικά είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη περαιτέρω τραυματισμών (Adirim & Cheng, 2003; Caine & Golightly, 2011; Donaldson & Finch, 2012; Franklin & Weiss, 2012; Radelet, Lephart, Rubinstein, & Myers, 2002).

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αν και προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα υψηλά ποσοστά αθλητικών τραυματισμών στο σχολείο διαφέρουν ανάλογα με το άθλημα (Arnason, Sigurdsson, Gudmundsson, Holme, Engebretsen, & Bahr, 2004; Centers for Disease Control and Prevention, 2002; Guskiewicz, Weaver, Padua, & Garrett, 2000; Knowles et al., 2006; Powell & Barber – Foss, 2000), ωστόσο λίγες έρευνες αναφέρονται στο αν η σοβαρότητα του τραυματισμού διαφέρει ανάλογα με το άθλημα.

Καθώς αυξάνεται η σοβαρότητα των τραυματισμών, ανάλογα αυξάνεται και η πιθανότητα παροχής ιατρικών μέσων, νοσηλείας και κατάλληλων διαδικασιών.

Για παράδειγμα, η ενσωμάτωση της ανάνηψης σε συναφή σχολικά μαθήματα όπως η Βιολογία ή η Φυσική Αγωγή ή η εκπαίδευση σε θέματα υγείας, είναι ουσιαστική.

Το μήνυμα για την κοινή γνώμη είναι σαφές: Το επιτυχές CPR είναι εύκολο να το αναλάβει οποιοσδήποτε εκπαιδευτεί και εύκολο να διδαχθεί. Η απροθυμία ορισμένων να εκτελέσουν CPR, προσδιορίζεται στο φόβο της μόλυνσης και στο φόβο νομικών ενοχοποιήσεων (Greif et al, 2015).

Επιπλέον, ένας άλλος λόγος που οι παρόντες στο περιστατικό φοβούνται να παρέχουν τις πρώτες βοήθειες είναι γιατί πιστεύουν ότι θα βλάψουν τον ασθενή (Patsaki, Pantazopoulos, Dontas, Passali, Papadimitriou, & Xanthos, 2012).

Οι απλοί πολίτες με την κατάλληλη εκπαίδευση δεν έχουν να φοβούνται για το ενδεχόμενο λάθους, το μόνο λάθος τους θα ήταν να μην κάνουν τίποτα (Greif et al., 2015).

Αυτό μπορεί εύκολα να γίνει από όλους, σώζοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο σε όλο τον κόσμο (Van Aken & Bottiger, 2015).

Περαιτέρω έρευνες απαιτούν να προσδιοριστεί η σημαντικότητα της εκπαίδευσης στις πρώτες βοήθειες για τους καθηγητές.

Οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι, σύμφωνα με έρευνες, διαπιστώθηκε ότι είχαν γνώση για τις πρώτες βοήθειες (45,5%) απέκτησαν γνώση από σεμινάρια (39,8%) και έντυπα μέσων μαζικής ενημέρωσης (60,2%). Επίσης αποκαλύφθηκε ότι οι καθηγητές ήθελαν να μάθουν περισσότερα για την αιμορραγία (47,8%), τους τραυματισμούς (45,8%), την εξάρθρωση και τα διαστρέμματα (43,9%).

Ένα σύνολο 56,4% των εκπαιδευτικών δήλωσαν ότι ήθελαν να πάρουν πληροφορίες για τις πρώτες βοήθειες από τους γιατρούς και το 10,9% από τους νοσηλευτές. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι μισοί από τους καθηγητές δεν έχουν λάβει ούτε μαθήματα ούτε πληροφορίες για τις πρώτες βοήθειες (Baser, Coban, Tasci, Sungur, & Bayat, 2007).

Η ευαισθητοποίηση των καθηγητών σχετικά με την αναγκαιότητα της γνώσης των πρώτων βοηθειών ενισχύεται από μελέτες που τεκμηριώνουν την αδυναμία τους να παρέχουν πρώτες βοήθειες στους μαθητές τους. Συγκεκριμένα, σε έρευνα που έγινε στην Τουρκία σε 312 εκπαιδευτικούς διαπιστώθηκε ότι στερούνταν επαρκών γνώσεων στις πρώτες βοήθειες (Baser et al., 2007) και σε άλλη έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι το 37% των καθηγητών Φυσικής Αγωγής δεν είχαν ανανεώσει τις γνώσεις τους στις πρώτες βοήθειες (Abernethy et al., 2003).

Επιπλέον σε έρευνα που έγινε στην Τουρκία διαπιστώθηκε ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν ανεπάρκεια στη γνώση των πρώτων βοηθειών και της βασικής υποστήριξης της ζωής, παρ’ όλα αυτά ενδιαφέρονται να επιμορφωθούν περαιτέρω (Yurumez, Yavuz, Saglam, Koken, & Tunay, 2007).

Επειδή τα σχολεία πολλές φορές δεν διαθέτουν ιατρικό προσωπικό με αποτέλεσμα οι άμεσοι διασώστες να είναι οι καθηγητές, πρέπει να εκπαιδευτούν στις πρώτες βοήθειες ώστε να είναι έτοιμοι να τις παρέχουν. Γι’ αυτό οι καθηγητές δε χρειάζονται μόνο την επιμόρφωση των πρώτων βοηθειών για την επαγγελματική τους ανέλιξη, αλλά πρέπει να αναβαθμίζουν τη γνώση και την ικανότητά τους αναφορικά με τον πρόσφατο κανονισμό για τις πρώτες βοήθειες (Bildik, Kilicaslan, Dogru, Keles, & Demircan, 2011).

Είναι γεγονός, ότι σε χώρες του εξωτερικού έχουν γίνει παρόμοιες έρευνες που είχαν σκοπό να εξετάσουν το επίπεδο γνώσης στις πρώτες βοήθειες του εκπαιδευτικού προσωπικού στα σχολεία. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, ήταν απαραίτητη η κατασκευή ενός ερωτηματολογίου, σύμφωνα με το οποίο έκαναν την καταγραφή όλων των δεδομένων (Baser et al., 2007; Feng, Fan, Xingming, Yulan, & Xiaoming, 2012; Karami, & Sifpanahi Shabani, 2015).

Επίσης, σε έρευνες που έγιναν εξετάστηκε το επίπεδο ιατρικών υπηρεσιών (DeWitt, Unruh, & Seshadri, Γνωσιακή ετοιμότητα των καθηγητών φυσικής αγωγής στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών στα σχολεία 4 2012) καθώς και το επίπεδο ετοιμότητας σε επείγοντα περιστατικά στα σχολεία (Abernethy et al., 2003).

Από την άλλη πλευρά, στην Ελλάδα , ελάχιστος είναι ο αριθμός των ερευνών που εξετάζουν τη θεωρητική γνώση του εκπαιδευτικού προσωπικού στη βασική υποστήριξη της ζωής (Patsaki, Pantazopoulos, Dontas, Passali, Papadimitriou, & Xanthos, 2012).

Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει εξεταστεί το επίπεδο γνώσης των καθηγητών Φυσικής Αγωγής, που έρχονται αντιμέτωποι πιο συχνά με επείγοντα περιστατικά, λόγω της ειδικότητά τους, στην αντιμετώπιση περιστατικών καρδιακής ανακοπής, αιμορραγίας, καταγμάτων και διαστρεμμάτων, το επίπεδο επάρκειας του ιατρικού εξοπλισμού στα σχολεία, καθώς και το ενδιαφέρον των καθηγητών για περαιτέρω επιμόρφωση.

Το ζητούμενο είναι ότι το ενδιαφέρον των καθηγητών Φυσικής Αγωγής για επιμόρφωση μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας πίεσης για την αναβάθμιση του καθεστώτος κοινωνικής πρόνοιας στα σχολεία, τόσο από την πλευρά του εξοπλισμού όσο και από την πλευρά της συστηματικής επιμόρφωσης των καθηγητών Φυσικής Αγωγής, στο ζωτικής σημασίας ζήτημα της παροχής των πρώτων βοηθειών σε όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας στον χώρο της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων.

 

1.2. Ορισμός του προβλήματος

Το πρόβλημα της παροχής των πρώτων βοηθειών αποκτά ιδιαίτερη σημασία στα πλαίσια των ευρύτερων χώρων των σχολικών εγκαταστάσεων. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, ένα μεγάλο μέρος της ημέρας τα παιδιά βρίσκονται στο χώρο του σχολείου, όπου η ενασχόλησή τους και με ενδοσχολικές αθλητικές δραστηριότητες αυξάνει τις πιθανότητες τραυματισμού τους. Το ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι η άμεση αντιμετώπιση ενδεχόμενων τραυματισμών ή άλλων επειγόντων περιστατικών ελαφριάς ή βαριάς μορφής στο χώρο του σχολείου.

Η παροχή όμως των πρώτων βοηθειών θέτει ως αναπόδραστη ανάγκη την ύπαρξη ενός εκπαιδευμένου προσωπικού, το οποίο με τη χρήση κατάλληλων υλικών, φαρμάκων ή οργάνων θα επέμβει δραστικά για την αντιμετώπιση του προβλήματος αλλά και για την πρόληψη ενδεχόμενης επιδείνωσής του.

Στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προσωπικού οι πρώτοι που πρέπει να έχουν γνωσιακή επάρκεια για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών είναι οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής, οι οποίοι λόγω της φύσης του παιδευτικού τους έργου, που είναι η ενασχόληση με αθλητικές δραστηριότητες, οφείλουν να έχουν ετοιμότητα στην παροχή πρώτων βοηθειών.

Η παρούσα μελέτη είχε έναν καθαρά διερευνητικό χαρακτήρα και σκοπό είχε να απαντήσει στα ακόλουθα ζητήματα:

Πρώτος σκοπός ήταν να προσδιοριστεί ο βαθμός γνωσιακής επάρκειας και ετοιμότητας των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών στα σχολεία.

Το ζήτημα αυτό αποτελούνταν από δύο μέρη:

Πρώτο μέρος – ποιοτικό: αφορούσε στο επίπεδο της γνώσης που κατείχαν σχετικά με πόσα και ποια είδη επειγόντων περιστατικών μπορούσαν να αντιμετωπιστούν.

Δεύτερο μέρος – ποσοτικό: αφορούσε στο ποσοστό των καθηγητών που είχαν τη συγκεκριμένη γνώση.

Δεύτερος σκοπός ήταν να προσδιοριστεί η επάρκεια του σχολείου σε ποσοτικό και ποιοτικό επίπεδο, όσον αφορά τη δυνατότητα παροχής της κατάλληλης υποδομής για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών.

Τρίτος σκοπός ήταν να διερευνηθεί το ενδιαφέρον των καθηγητών που συμμετείχαν στην έρευνα για να αποκτήσουν γνωσιακή επάρκεια στο συγκεκριμένο αντικείμενο.

1.3. Σημασία της έρευνας

Η σημασία της έρευνας έγκειται στην προσδοκία του ερευνητή να προσθέσει νέους προβληματισμούς και να προτείνει λύσεις σχετικά με την ατομική και θεσμική κατοχύρωση της αναγκαιότητας της γνωσιακής ετοιμότητας των καθηγητών στο ζήτημα της άμεσης αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών, που ενδεχομένως μπορούν να εμφανιστούν στο χώρο του σχολείου.

Με τη γνώση που προέκυψε από την παρούσα έρευνα έγιναν σαφή τα θέματα που αφορούσαν το βαθμό γνωσιακής ετοιμότητας που έχουν οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής στο ζήτημα παροχής πρώτων βοηθειών για την αντιμετώπιση περιστατικών τραυματισμού, αιμορραγίας και καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης των μαθητών.

Εξάλλου, σύμφωνα με τον κανονισμό της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιάς του 2010, το πεδίο εφαρμογής των πρώτων βοηθειών δεν είναι καθαρά επιστημονικό, αυτό επηρεάζεται τόσο από την κατάρτιση όσο και από ρυθμιστικά θέματα.

Ο ορισμός του πεδίου είναι επομένως μεταβλητή και θα πρέπει να ορίζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, την ανάγκη, και τις ρυθμιστικές απαιτήσεις.

Το άτομο που θα χορηγήσει τη βοήθεια θα πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίσει πότε ο άλλος χρειάζεται τη βοήθεια και πώς να του τη δώσει. Οι πάροχοι βοήθειας θα πρέπει να μάθουν πώς και πότε να έχουν πρόσβαση στο σύστημα υπηρεσιών επειγόντων περιστατικών.

Επιπλέον, ο ισχυρότερος παράγοντας αναστολής στη διεξαγωγή της πρακτικής στις πρώτες βοήθειες είναι η κατάσταση της πραγματικής ζωής, είναι ο φόβος τους να κάνουν λάθη. Γι’ αυτό το λόγο η εφαρμογή αυτή μπορεί να γίνεται πιο φυσικά και εύκολα κατά τη διάρκεια των σχολικών χρόνων.

Η απάντηση στην εντολή είναι ευκολότερη και καλύτερη σε νεαρότερη ηλικία. Μια πιο ευνοϊκή στάση απέναντι στη μάθηση αντικατοπτρίζεται επίσης από το γεγονός ότι η πρακτική εκπαίδευση μπορεί να μεταδίδεται με ένα πιο θετικό τρόπο.

 

1.4. Διατύπωση διερευνητικών ερωτημάτων

Τα διερευνητικά ερωτήματα που διατυπώθηκαν στην παρούσα μελέτη είναι:

– Ποιο είναι το ποσοστό των καθηγητών Φυσικής Αγωγής που έχουν γνώση για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών;

– Σε ποια και πόσα είδη επειγόντων περιστατικών έχουν γνώση οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής ώστε να τα αντιμετωπίσουν;

– Ποιο είναι το επίπεδο επάρκειας του σχολείου όσον αφορά τη δυνατότητα παροχής της κατάλληλης υποδομής για την αντιμετώπιση περιστατικών;

– Ποιο είναι το ποσοστό των καθηγητών Φυσικής Αγωγής που εκδηλώνει την επιθυμία για περαιτέρω επιμόρφωση στις πρώτες βοήθειες;

– Ποια είναι η σχέση της ηλικίας και του φύλου των καθηγητών Φυσικής Αγωγής με την επάρκεια γνώσεων στις πρώτες βοήθειες;

– Ποια είναι η σχέση του μορφωτικού επιπέδου των καθηγητών Φυσικής Αγωγής με την ετοιμότητα στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών;

1.5. Οριοθετήσεις και περιορισμοί της έρευνας

Η μελέτη αρχικά οριοθετείται από την ίδια τη φύση της που είναι σχεδόν αποκλειστικά διερευνητικού χαρακτήρα.

Οι βασικές οριοθετήσεις της μελέτης ήταν οι εξής:

α) Το δείγμα αποτελούνταν αποκλειστικά από καθηγητές Φυσικής Αγωγής στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

β) Τα σχολεία ήταν αποκλειστικά από αυτά που βρίσκονται στην περιοχή του λεκανοπεδίου της Αττικής.

γ) Ο έλεγχος αφορούσε μόνο σχολεία που ανήκουν στη δημόσια εκπαίδευση.

Όσον αφορά τον περιορισμό της έρευνας το δείγμα αποτελούνταν από καθηγητές Φυσικής Αγωγής στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην περιοχή του λεκανοπεδίου της Αττικής με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων σε καθηγητές άλλων περιοχών της Ελλάδας.

Επιπλέον, το δείγμα αποτελούνταν από σχολεία της δημόσιας εκπαίδευσης, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων και σε ιδιωτικά σχολεία.

Επίσης, παρ’ όλο που συλλέχθηκαν ερωτηματολόγια από διάφορες περιφέρειες τις Αττικής, υπήρχε δυσκολία στο να συγκριθούν τα αποτελέσματα των διάφορων περιφερειών μεταξύ τους, καθώς ο αριθμός των καθηγητών Φυσικής Αγωγής δεν ήταν ανάλογος σε όλες τις περιφέρειες.

Για παράδειγμα, οι καθηγητές Φυσικής Αγωγής που ανήκουν στην περιφέρεια της Ανατολικής Αττικής, είναι πολύ λιγότεροι από αυτούς που ανήκουν στην περιφέρεια της Β’ Αθήνας.

Επιπρόσθετα, παρουσιάστηκε δυσκολία στη διεξαγωγή των αποτελεσμάτων όσον αφορά τη σύγκριση της ηλικίας μεταξύ των καθηγητών Φυσικής Αγωγής.

Αυτό συνέβη λόγω του ότι στην Ελλάδα ο διορισμός στη δημόσια εκπαίδευση καθυστερεί, με αποτέλεσμα το δείγμα να αποτελούνταν κατά πλειοψηφία από καθηγητές που είχαν την ίδια ηλικία.

Τέλος, πιθανολογείται ότι η ανταπόκριση των καθηγητών Φυσικής Αγωγής στην έρευνα, επηρεάστηκε από τη χρονική περίοδο που δόθηκαν τα ερωτηματολόγια, καθώς εκείνη την περίοδο οι περισσότεροι συνοδεύουν σε πολυήμερες εκπαιδευτικές εκδρομές.

Βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχή ολοκλήρωση της μελέτης ήταν αρχικά η αγαστή και ειλικρινής συνεργασία των καθηγητών Φυσικής Αγωγής, οι οποίοι κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην έρευνα.

Επίσης, βασική προϋπόθεση αποτελούσε η δημιουργία ενός ερωτηματολογίου, το οποίο ήταν εύκολο στην κατανόησή του, γρήγορο στη συμπλήρωσή του και διευκόλυνε στη σωστή επεξεργασία των δεδομένων και την εξαγωγή αντικειμενικών συμπερασμάτων.

1.6. Διευκρίνιση όρων

Πρώτες βοήθειες (First Aid): Εφαρμόζονται σε άτομα που έχουν τραυματιστεί, έχουν ασθένεια ή απειλείται η ζωή τους, είναι εκείνες που προλαμβάνουν δυσμενείς καταστάσεις, συμβάλλουν στη θεραπευτική μέθοδο προτού δοθεί περαιτέρω ιατρική περίθαλψη. Οι πρώτες βοήθειες αναφέρονται ως εκτιμήσεις και παρεμβάσεις ανθρώπων που βρέθηκαν τυχαία στο συμβάν με ελάχιστο ή καθόλου ιατρικό εξοπλισμό (Markenson et al., 2010).

Βασική υποστήριξη της ζωής (BLS): ονομάζεται το σύνολο των τεχνικών εφαρμογών με σκοπό την αντιμετώπιση των απειλητικών για τη ζωή περιστατικών. Αναφέρεται στη διατήρηση της αναπνοής και της κυκλοφορίας χωρίς τη χρήση μηχανικού εξοπλισμού. Σε αυτήν περιλαμβάνεται η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση (Markenson et al., 2010).

Βασική Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση (CPR): Συνδυασμός στερνικών συμπιέσεων και τεχνητού αερισμού με σκοπό τη διατήρηση της ροής του αίματος και την οξυγόνωση κατά την καρδιακή ανακοπή (Markenson et al., 2010).

Αυτόματος Εξωτερικός Απινιδωτής (ΑΕD): Είναι μια μικρή, ελαφριά, αξιόπιστη συσκευή που ανιχνεύει αυτόματα τον καρδιακό ρυθμό και έχει την ικανότητα, βάσει προγραμματισμού, να καθορίσει αν απαιτείται απινιδισμός χωρίς παρέμβαση από τον χειριστή. Φορτίζεται αυτόματα και προτρέπει τον χειριστή με φωνητικές οδηγίες στα ελληνικά να χορηγήσει ηλεκτρική ενέργεια, με σκοπό την επαναλειτουργία της καρδιάς (Υπουργείο Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 2015).

Απινιδισμός: Είναι η διαβίβαση ηλεκτρικού ρεύματος δια μέσου του μυοκαρδίου, με στόχο τη μετατροπή θανατηφόρου αρρυθμίας (κοιλιακή μαρμαρυγή και άσφυγμη κοιλιακή ταχυκαρδία) σε ρυθμό συμβατό με τη ζωή (Υπουργείο Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 2015).

Αιμορραγία: Είναι η διαφυγή αίματος από τις αρτηρίες, τις φλέβες ή τα τριχοειδή. Μία αιμορραγία μπορεί να είναι εξωτερική ή εσωτερική.

EMS: Υπηρεσίες επειγόντων περιστατικών

«ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ»
Φαλούκα Αικατερίνη
Μεταπτυχιακή Διατριβή
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
«ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ»
ΑΘΗΝΑ 2019

ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ ΡΟΔΟΥ